Ένας μονόπλευρος έρωτας και εκατό ποιήματα
Ήταν κι εκείνη μια συνηθισμένη μέρα στο σχολείο όπως όλες, μόνο
που μια συμμαθήτρια μου με τσάκωσε. Δευτέρα γυμνασίου πήγαινα, κι όπως κάθε
μέρα έτσι κι εκείνη, πριν αρχίσει το μάθημα, πήγαινα κρυφά στην τάξη κι έγραφα
μια ποιητική φράση στον πίνακα, για να το δουν οι συμμαθητές μου, με μόνο σκοπό
τη διέγερση του πνεύματος και την υποδαύλιση των συναισθημάτων. Συνήθως έγραφα
δικές μου, αλλά και γνωστών λογοτεχνών.
Εκείνη τη μέρα όμως η Κέλλυ, παραμόνευε πίσω από τα κάγκελα από
το παράθυρο της τάξης μας, από το λυόμενο - μονώροφο σχολείο, και μόλις έγραψα
το κείμενο, φώναξε.
- Σ' έπιασα. Ώστε εσύ Χρήστο τα γράφεις τόσο καιρό.
- Σε παρακαλώ Κέλλυ, μη με αποκαλύψεις. Θέλω να κρατήσω την
ανωνυμία μου.
- Τι έγραψες; <Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω ένα μικρό
αγόρι>. Δικό σου είναι;
- Ναι. Δεν ήταν όμως δικό μου, απ' την αμηχανία μου της είπα
ναι.
- Γράφεις κι άλλα;
- Ναι, γράφω ποιήματα. Η αμηχανία έφυγε και της απάντησα με
ειλικρίνεια.
- Εντάξει, δε θα σε αποκαλύψω.
Η Κέλλυ όμως καθώς ήταν κορίτσι, δεν μπορούσε να κρατήσει
μυστικό, και μέχρι το πρώτο διάλειμμα, το είχε μάθει όλη η τάξη. Η Κέλλυ ήταν
όμορφη και γλυκιά κοπέλα, δεν μπορούσα να της κρατήσω κακία. Ήταν αδύνατη με
καμπύλες και είχε μαύρα σγουρά μαλλιά, τα μάτια της ήταν καφετιά και θαρρείς,
πως έκρυβαν όλα τα αινίγματα του κόσμου. Την επόμενη μέρα, μόλις σχολάσαμε, με
πλησιάζει στην πόρτα της τάξης η Μελίνα. Το πιο όμορφο κορίτσι της τάξης ή
μάλλον του σχολείου, αν κι εγώ με αφέλεια πίστευα πως ήταν το ομορφότερο
κορίτσι στον κόσμο.
- Χρήστο, μπορείς να μου δώσεις κάποιο από τα ποιήματα
σου;
- Ναι, θα σου φέρω αύριο.
Ήταν η πρώτη φορά που κάποιο κορίτσι μου ζητούσε κάτι δικό μου.
Την επόμενη μέρα, της έδωσα δυο από τα καλύτερα ποιήματα μου. Μ´ ευχαρίστησε
και στο διάλειμμα τα διάβασε μαζί με κάποιες απ' τις συμμαθήτριες μας σε μια
άκρη της άυλης, όμως λίγο πιο πέρα στεκόταν ένας γνωστός μου, ο Βαγγέλης, που
άκουγε τι έλεγε και ήρθε και μου το είπε.
- Διάβαζε τα ποιήματα σου κι έλεγε λόγια τρυφερά. Τι όμορφα
γράφεις και πόσο γλυκός είσαι. Φίλε σ´ ερωτεύτηκε.
- Βαγγέλη, σ´ευχαριστώ που μου το πες, αλλά δεν μπορώ να της
μιλήσω, φοβάμαι να την πλησιάσω, δεν μπορώ να το διαχειριστώ.
Κι έτσι ήταν. Ήμουν πολύ ντροπαλός εκ φύσεως, ένα παιδάκι χωρίς
αυτοπεποίθηση και καθόλου δημοφιλής στο σχολείο. Αντιθέτως η Μελίνα ήταν άκρως
εντυπωσιακή.
Είχε μαύρα μάτια, μακριά μελαχρινά μαλλιά, ήταν γεματούλα με
πλούσιες καμπύλες, και η ομορφιά της ξεπερνούσε τα όρια της λογικής. Δεν την
πλησίασα, ούτε για να τη ρωτήσω αν της άρεσαν τα ποιήματα μου.
Παρατήρησα πως με κοιτούσε συχνά, σαν να περίμενε να την
πλησιάσω. Κάτι που δεν έκανα ποτέ.
Η Μελίνα ήταν το κορίτσι που μ' άναψε τη φλόγα να γίνω
ποιητής.
Έγραψα πολλά ποιήματα, αλλά δεν μπόρεσα να τα εκδώσω, λόγω
οικονομικής κρίσης απ' ότι μου είπαν οι εκδότες, μόνο αν πληρώσω εγώ την
έκδοση, κάτι που δεν μπορούσα, λόγω οικονομικής αδυναμίας.
Μετά από δέκα χρόνια την είδα στο λεωφορείο, κρατούσε μια μεγάλη
τσάντα γραφιστικής, και σε συνδυασμό με τη διαδρομή, κατάλαβα πως σπούδαζε
γραφιστική στο ΙΕΚ της περιοχής. Ήταν πανέμορφη, όλο το λεωφορείο έλαμπε απ'
την παρουσία της. Εγώ πήγαινα να πάρω τη μοτοσυκλέτα μου απ' το συνεργείο. Μ'
έκανε εντύπωση, εκείνη ήταν απ' τις καλύτερες μαθήτριες κι εγώ ο χειρότερος,
όχι γιατί δε διάβαζα, αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Αργότερα που τεχνηέντως
βελτίωσα τη συγκέντρωση μου, κατάφερα να περάσω πανεπιστήμιο και να σπουδάσω
περιβαλλοντολογία, κι αυτή πήγε σε ΙΕΚ.
Μου ήρθε ο στίχος του Κώστα Βάρναλη· <<Αχ, πού σαι, νιότη,
πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος>>. Δεν υποτιμήθηκε καθόλου στα μάτια
μου. Ποτέ δεν έκρινα τους ανθρώπους από το μορφωτικό τους επίπεδο, ούτε από την
ιδεολογία τους, ούτε από τις απόψεις τους, παρά μόνο από το χαρακτήρα τους. Η
Μελίνα ήταν απλά υπέροχη. Ένα πανέμορφο πλάσμα, γεμάτο ευγένεια και
θελκτικότητα.
Αν και μετά το στρατό και τις σπουδές μου, η αυτοπεποίθηση μου
ανέβηκε αρκετά, δε βρήκα το κουράγιο να της μιλήσω, το μετάνιωσα φριχτά.
Κατηγορούσα τον εαυτό μου που δε βρήκα τη ψυχική δύναμη να της μιλήσω, και κάθε
μέρα προσευχόμουν στο Θεό του έρωτα για μια ακόμη ευκαιρία.
Ήθελα να τη φιλήσω έστω μια φορά. Πιστεύω πως τα χείλη της,
έχουν γεύση μελιού, όπως προδίδει τ' όνομα της.
Μια μέρα που πήγα με το σκύλο μου στο βουνό, μου συνέβη κάτι
υπερφυσικό. Αντίκρισα τον ίδιο τον Έρωτα, πλησίαζε αργά ανάμεσα από τα δέντρα.
Ήταν ψηλός, είχε μακριά ξανθά μαλλιά και γαλάζια - σπινθηροβόλα μάτια. Καθώς με
πλησίαζε, τα φτερά του ανοιγόκλειναν αργά και τα μαλλιά του ανέμιζαν προς τα
πίσω.
Τα έχασα τελείως, τα πόδια μου μετά βίας με βαστούσαν και νόμιζα
πως έβλεπα παραίσθηση.
Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου και μου μίλησε.
- Άκουγα τις παρακλήσεις σου. Αποφάσισα να σε βοηθήσω με τον
τρόπο μου, εκμεταλλεύοντας το ταλέντο σου.
- Τι θες να κάνω Θεέ μου;
- Θα σου δώσω μια δεύτερη ευκαιρία. Θα γράψεις εκατό ποιήματα,
αφιερωμένα και εμπνευσμένα από τη Μελίνα. Όταν τα γράψεις όλα θα τα φέρεις σ'
αυτό το δάσος και θα μου τα δώσεις. Την επόμενη μέρα, θα γυρίσει ο χρόνος, τη
μέρα που σου ζήτησε να της δώσεις ποιήματα σου. Θα έχεις την ευκαιρία να της
μιλήσεις.
- Εντάξει. Θα το κάνω.
- Δεν έχεις πίεση χρόνου, όποτε τα ολοκληρώσεις θα
ξανασυναντηθούμε εδώ.
Δεν έχασα χρόνο, πήγα σπίτι, βρήκα ένα άδειο τετράδιο κι άρχισα
να γράφω. Το πρώτο που έγραψα, κι άλλα τέσσερα ήταν με ομοιοκαταληξία, τα
υπόλοιπα με ελεύθερο στίχο.
Το πρώτο από τα εκατό ήταν καλή αρχή·
<Το πρώτο αντίκρισμα>
Όταν σε πρωτοείδα όλα είχαν αλλάξει
κι από τα μαύρα σου μάτια φώτιζε όλη η τάξη.
Το ταβάνι έγινε ουρανός
διάτρητος μα τρωτός
με πλανήτες, αστερία και το φεγγάρι ήταν εκεί
ορατά μέρα μεσημέρι όπως στην Αργεντινή.
Τα κάγκελα στα παράθυρα έγιναν κλαδιά
κι απάνω τους κελαηδούσαν πουλιά.
Ο πίνακας έγινε οθόνη κι έπαιζε μια παλιά ταινία γαλλική
δραματική, ασπρόμαυρη και συναισθηματική.
Η έδρα έγινε πόντιουμ και μαέστρος ο καθηγητής
διηύθυνε όλη την τάξη εκτός από μένα που ήμουν ο χειρότερος
μαθητής.
Όλα ήταν εντυπωσιακά και η ατμόσφαιρα ήταν μαγική
τα πάντα ήταν φυσιολογικά αφού το επίκεντρο ήσουν εσύ.
Δε βιαζόμουν να τα γράψω όλα γρήγορα, γιατί όσο χρόνο κι αν μου
έπαιρνε, σ' εκείνη τη μέρα θα επέστρεφα, σ' εκείνη τη μέρα που σημάδεψε τη ζωή
μου. Δεν πίεζα την έμπνευση, την άφηνα να βγει αβίαστα. Ούτε χρειαζόταν να τη
βλέπω για να εμπνέομαι, το πανέμορφο πρόσωπο της ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό μου,
εξάλλου το συναίσθημα που ένιωθα γι' αυτήν, έφτανε για να φουντώσει την
έμπνευση μου.
Τα έγραψα όλα περίπου σε τέσσερα χρόνια, και πήγα στο δάσος για
την εξωπραγματική συνάντηση. Εμφανίστηκε όπως τότε, όπως μου είχε πει. Του
έδωσα τα εκατό ποιήματα, τα πήρε χωρίς να μου μιλήσει, παρά μόνο μου χαμογέλασε
με νόημα, σαν να μου έλεγε· εμπιστευτούμε. Κι έφυγε μέσα στο δάσος και μόλις
έφτασε στον παρακείμενο γκρεμό, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε.
Την άλλη μέρα ξύπνησα έφηβος στα δεκατρία μου. Πήγα στο σχολείο,
κι όλα ήταν όπως τότε, δεν ήταν τίποτα διαφορετικό. Μόλις χτύπησε το κουδούνι
για να σχολάσουμε, με πλησίασε και μου ζήτησε να της δώσω ποίημα μου. Την άλλη
μέρα, της πήγα τα ίδια που της είχα πάει τότε.
Κι όταν πρόσεξα πως με κοιτούσε, έβγαλα νοερά μαχαίρι κι έσφαξα
την έμφυτη συστολή μου. Την πλησίασα και της μίλησα,
- Γεια σου Μελίνα.
- Γεια σου Χρήστο.
- Πως σου φάνηκαν τα ποιήματα μου;
- Μου άρεσαν πολύ.
- Θέλεις να συναντηθούμε;
- Ναι, θέλω.
Βγήκαμε και περπατούσαμε, με μιλούσε για τη ζωή της, πόσο
ουσιώδης είναι. Όταν φτάσαμε σ' ένα πάρκο, της έπιασα τα χέρια και της
είπα·
- Σ´αγαπω γιατί έχεις τη δύναμη να πείθεις τη θάλασσα, ότι εσύ
είσαι ομορφότερη της, και για την ποίηση, είσαι ο λόγος που υπάρχει. Σ´αγαπω
γιατί οι καρδιές μας, χτυπάνε στον ίδιο ρυθμό. Τα πάντα στερεύουν στο απόσταγμα
της δική σου ύπαρξης. Θέλεις να γίνεις το κορίτσι μου;
- Όχι. Σε συμπαθώ αλλά δε νιώθω κάτι για σένα, τα ποιήματα μόνο
σου θαυμάζω.
Από τότε, δε ξανά έγραψα τίποτα. Η διάθεση μου καταρρακώθηκε και
η έμπνευση μου, δε μ' επισκέφτηκε ποτέ.
Όταν όμως τελείωσα το σχολείο, τα εκατό ποιήματα που έδωσα στον
Έρωτα, δημοσιεύτηκαν χωρίς δίκη μου παρέμβαση, σε πέντε συλλογές σε δεκαέξι
γλώσσες σε όλο τον κόσμο. Κάθε δυο χρόνια, έβγαινε κι ένα βιβλίο, που μ' έκανε
όλο και πιο διάσημο. Στην τρίτη μου συλλογή, απέκτησα τη φήμη του μεγάλου
ποιητή, κερδίζοντας το κρατικό βραβείο ποίησης και στην πέμπτη μου, πήρα το
Νόμπελ λογοτεχνίας. Απολάμβανα το απάνθισμα της επιτυχίας μου, αλλά ποτέ δεν
κατέκτησα εκείνη. Ο φτερωτός τοξότης, δε μ' εξαπάτησε, μια δεύτερη ευκαιρία μου
υποσχέθηκε, όχι σίγουρη επιτυχία. Η Μελίνα χάθηκε μέσα στο μέλλον, κι εγώ
απέμεινα μόνος, πάνω στο χρόνο, δίπλα στη λαμπρότητα, μέσα στη θλίψη της
μοναξιάς, με αναγνωρίσεις και βραβεύσεις σε όλο τον κόσμο, και με μια
ανεκπλήρωτη επιθυμία, να κατακτήσω τ' ομορφότερο κορίτσι που ανάσανε στον
κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου