Από τον Νίκο Κομπολάκη
Ετοιμάζομαι
για τη γιορτή. Λευκό πρόσωπο, κόκκινη μύτη, κόκκινο παγωμένο χαμόγελο και ένα
μαύρο δάκρυ να κρέμεται από το μάτι, έτοιμο να πέσει. Η δουλειά μου είναι
δύσκολη. Πρέπει να διασκεδάσω κακομαθημένα πλουσιόπαιδα. Όλοι οι ευκατάστατοι
της πόλης, βρήκαν μόδα να κάνουν παιδικά πάρτι με κλόουν, παγωτατζήδες,
φωτογράφους, dj
και άλλα πολλά θεάματα.
Αυτά που πρέπει να ξέρω να κάνω καλά
είναι να κλαίω, να γελάω και να πονώ. Να αφήνω τα παιδιά να με κλοτσάνε, για να
πονώ. Να με πιάνει κλάμα από τον πόνο και μετά, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, να
γελάω. Ο καλός παλιάτσος βρίσκει πάντα δουλειά. Κι εγώ είμαι καλός στη δουλειά
μου.
Ξεκίνησα
νωρίς για να προλάβω να δοκιμάσω κάποια κόλπα μου εκεί. Σήμερα ένιωθα
διαφορετικά. Από το πρωί που σηκώθηκα, δεν ήξερα γιατί, αλλά ήθελα να μιλήσω
σοβαρά με κάποιον. Δεν αντέχω άλλο αυτήν την υποκρισία. Δίπλα από το σπίτι που
πάω, είναι ένα κοινωνικό συσσίτιο. Το ξέρω, γιατί έχω πάει ξανά σε αυτό το
σπίτι για γενέθλια. Θέλω να φωνάξω δυνατά, να διαμαρτυρηθώ. Η σκέψη μου ταξιδεύει
στα άλλα παιδιά, αυτά που παίρνουν τα κοινωνικά συσσίτια, γιατί οι γονείς τους
είναι άνεργοι.