Το κίτρινο τριαντάφυλλο
Όταν
με θυμηθείς φέρε μου εκείνο το κίτρινο τριαντάφυλλο, εκείνο με το οποίο σε
γνώρισα, εκείνο με το οποίο σε ερωτεύτηκα… Όλα ξεκίνησαν εκείνο το απογευματάκι
πριν περίπου λίγες μέρες, ο ήλιος είχε σχεδόν ανατείλει, κατέβηκα στη θάλασσα
δίπλα στο σπίτι μου, η ανάμειξη του ζεστού αέρα και τα σύννεφα μου προκαλούσαν
μια ηρεμία. Ήταν μια δύσκολη περίοδος για μένα, είχα απολυθεί από τη δουλειά
μου και ο μπαμπάς μου βρισκόταν σε κακή κατάσταση στο νοσοκομείο, όλα στη ζωή
μου πήγαιναν στράφι, ακόμα και οι λιγοστοί φίλοι που είχα αποκτήσει σε αυτήν
την νέα πόλη, δε έφταναν για να βρω το παλιό μου εαυτό.. Όμως αυτή η θάλασσα
είχε κάτι το μαγικό, με τραβούσε να καθίσω δίπλα της, με συμπονούσε, ήταν τόσο
ήρεμη, σα μια μεγάλη νηνεμία, σα να προετοίμαζε κάτι… Και εκεί που καθόμουν και
χανόμουν στα μπλε νερά της, ένοιωσα ένα κρύο αεράκι δίπλα μου και ύστερα
ήρθες.. Γύρισα και σε κοίταξα έκπληκτη από αυτό το γρήγορο κύμα αέρος, την ίδια
στιγμή με κοίταξες και εσύ και μου χαμογέλασες με αυτά τα καφέ σου μάτια.
Νομίζω ήταν η πρώτη φορά που είπα στον εαυτό μου πως θα δε θα ντραπώ και δε θα
έχανα την ευκαιρία να σε μάθω, τα μάτια σου,
τα γυαλιά που φόραγες, το σχεδόν τέλειο χαμόγελο σου και το επιμελώς
ατημέλητο καστανό μαλλί σου,
ήσουν ένα μυστήριο που ήθελα να επιλύσω. Αλλά γρήγορα κοκκίνησα και μόνο στη
ματιά και το χαμόγελο που μου έδωσες, ένοιωσα πως δε τα αξίζω.. Γύρισα το
πρόσωπο μου αλλά εσύ άρπαξες την ευκαιρία και με πλησίασες ¨Συγγνώμη, δεν ήθελα
να σε τρομάξω¨. Γύρισα διστακτικά και σου χαμογέλασα ντροπαλά, εσύ συνέχισες να
προσπαθείς και μου ανταπέδωσες το χαμόγελο, μέσα σε λίγα δεύτερα άπλωσες το
χέρι σου και μου συστήθηκες ¨Πέτρος¨ είπες και το όνομα σου αντιχούσε μαζί με
τους χτύπους της καρδιάς μου. Άπλωσα και εγώ το χέρι μου και σου είπα το όνομα
μου, ¨Νεφέλη¨, προσεξα πως τα μάτια σου στο άκουσμα του ονόματος μου σαν να
ξεπήδησαν από χαρά. Άρχισες να μου λες το λόγο που ήρθες και πώς βρέθηκες εδώ,
έκανες το μεταπτυχιακό σου και παράλληλα δούλευες, όλα ήταν όπως ήθελες στη ζωή
σου αλλά δεν ήθελες να καταντήσει μονότονο, όπου τελικά κατέντησε και για αυτό
το λόγο έρχοσουν εδώ. Σε κάθε λέξη που έβγαινε από τα χείλη σου μαγευόμουν όλο
και περισσότερο, κρεμόμουν από τα χείλη σου.
Ήσουν ένας άνθρωπος που μετά από
πολύ καιρό με έκανε να διασκεδάζω και να απολαμβάνω τη συζήτηση μας. Αλλά το
πιο όμορφο ήταν όταν συναντιότουσαν τα βλέμματα μας και δε μιλάγαμε με το στόμα
αλλά με τα μάτια, εκεί λέγαμε περισσότερα. Λέγαμε αυτά που δεν μπορούσαν να
ειπωθούν με το στόμα, αλλά αυτό διαρκούσε για λίγα δευτερόλεπτα. Μετά με
εξέπληκτες με τα τόσα κοινά που είχαμε, δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα γνώριζα
κάποιον με τόσα κοινά. Έβγαλες ένα βιβλίο από τη τσάντα σου, ξεφύλισσες γρήγορα
τις σελίδες και όταν έφτασες εκεί που ήθελες με κοίταξες σα να με καλείς και
είπες ¨Η ποιήση είναι ένας τρόπος με τον οποίο λέμε αυτά που φοβόμαστε να
πούμε¨. Τί όμορφος στίχος, σε ρώτησα αν ήταν δικός σου μου είπες ναι και σου
ευχήθηκα κάποτε να γίνεις σπουδαίος συγγραφέας και εκεί γελάσαμε και μετά
κοιταχτήκαμε σαν να μην υπάρχει τίποτα γύρω μας και ξαφνού με ρώτησες ¨Νεφέλη
ποιο είναι το αγαπημένο σου λουλούδι;¨ Σε κοίταξα και σου απάντησα ¨Το κίτρινο
τριαντάφυλλο, γιατί ρωτάς;¨ Με πλησίασε περισσότερο, η αναπνοή μου άρχισε να
κόβεται και νομίζω ένοιωσα τη καριδά του να χτυπά ¨Γιατί αυτός θα είναι ο λόγος
της επόμενης συνάντησης μας, θα σου φέρω ένα κίτρινο τριαντάφυλλο¨ Του
χαμογέλασα και πλησιάσαμε περισσότερο, τα πρώτα αστέρια που κατέφταναν στο
βραδινό ουρανό έφτιαχαν το σκηνικό γύρω μας, η θάλασσα ήταν μαύρη, όλα ήταν
προετοιμασμένα για τη μεγάλη σκηνή αλλά κάτι χάλασε το σκηνικό, ξαφνικά το
τηλέφωνου σου χτύπησε και χάλασε μια μαγική στιγμή, είδα το πρόσωπο σου και
φαινόσουν έντρομμος, σήκωσες το τηλέφωνο και αφού αντάλλαξες λόγια με αυτόν που
σε καλούσε μου χαμογέλασες και μου είπες ¨Θα σε δω με το κίτρινο τριαντάφυλλο¨
και μου έδωσες ένα μεγάλο χαμόγελο καθώς μου ζητούσες συγγνώμη για το λόγο που
έφευγες… Εγώ έμεινα μη πιστεύοντας αυτό που έζησα, ήταν σαν όνειρο, ήταν σαν
ψέμα…. Κάθε μέρα σε περίμενα, περίμενα να δω το χαμόγελο σου κι όμως εσύ δε
φάνηκες και με πλήγωνες και ας μη το ήξερες. Μια μέρα καθώς γυρνούσα σπίτι μου,
είδα μια πεταμένη εφημερίδα με οικείο πρόσωπο, ήσουν εσύ, άρπαξα την εφημερίδα
στα χέρια μου και διάβασα το άρθρο, δάκρυα έπεσαν στη φωτογραφία σου. Μετά τη
συνάντηση μας σε πάτησε ένα αμάξι και έπαθες αμνησία, έπρεπε να σε βρω να σου
θυμίσω το κίτρινο τριαντάφυλλο, το λόγο που θα σε έβλεπα ξανά… Ήρθα. Σε είδα.
Με είδες. Δε με αναγνώρισες. Με κοίταξες περίεργα. Φώναξες τη νοσοκόμα. Έφυγα
μακρυά σου.. Καθόμουν σε ένα παγκάκι έξω από το νοσοκομείο κλαίγοντας, ο μόνος
άνθρωπος που με έκανε να νοιώσω ο εαυτός μου μετά από τόσο καιρό, ο μόνος
άνθρωπος που είχα ερωτευτεί με ξέχασε… Κι όμως εγώ σε περιμένω και περιμένω να
θυμηθείς το κίτρινο τριαντάφυλλο, να σε δω, να σε αγγίξω να σε φιλήσω και να
σου πω ¨Σε αγαπώ¨, σε περιμένω έστω και στα όνειρα μου, μη ξεχάσεις να φέρεις
το κίτρινο τριαντάφυλλο γιατί εσύ, με έκανες να είμαι εγώ..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου