Μπλε Γραμμή (Μέρος Β)
Η Ανθή…
Όλα ξεκίνησαν τρεις μήνες πριν.
Απόγευμα Κυριακής ήταν, η τελευταία των
διακοπών, μιας και τη Δευτέρα άνοιγαν τα σχολεία, κι ο Πέτρος είχε και πάλι
πάει στην «περιοχή του παραδείσου» - έτσι την έλεγε!
Είχε φτάσει σχεδόν στα μισά του
μονοπατιού, όταν είδε ένα γυναικείο, ημίγυμνο σώμα να ξεπροβάλει κατά
διαστήματα μέσα από το νερό. Οι κινήσεις
της ήταν ρυθμικές, σχεδόν χορευτικές, όπως κολυμπούσε κατά μήκος της ακτής.
Ο Πέτρος ξεροκατάπιε κι έκλεισε τα μάτια
του, νομίζοντας πως μάλλον ονειρευόταν. Σίγουρα ήταν κάτι σαν αντικατοπτρισμός
που θα διαλυόταν, με το που ο ήλιος θα έγερνε στη δύση του.
Ξανάνοιξε τα μάτια του και την είδε να
τυλίγεται μ’ ένα λευκό μπουρνούζι. Με μία χτένα προσπαθούσε να ξεμπερδέψει και
να χτενίσει τα μαλλιά της.
Ύστερα μάζεψε τα πράγματά της και πήγε
ν’ ανέβει στο μονοπάτι. Ίσα που πρόλαβε ο Πέτρος να οπισθοχωρήσει και να φύγει,
προτού εκείνη τον αντιληφθεί.
Πώς να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ! Μέσα
του… γύρω του… στο κορμί του… έντονη η εικόνα της!
Πόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή του, όταν την
επόμενη μέρα, λίγο πριν τον αγιασμό, ο σχολάρχης τους παρουσίασε τη νέα τους
συνάδελφο. Δεν ήταν άλλη από την υπέροχη οπτασία που είχε δει μόλις την
προηγούμενη μέρα στο ακροθαλάσσι.
Την Ανθή!!!.