Τα παιχνίδια του μυαλού
Το
μυαλό μας κρύβει έναν κόσμο.Έναν κόσμο μαγικό. Σε αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχουν
μόνο άνθρωποι,αμάξια και δρόμοι.Υπάρχουν δράκοι που βγάζουν φωτιές,γοργόνες με
πολύχρωμες ουρές και ζώα με φωνή μελωδική.Εκεί τα όνειρα κάνουν βόλτες και όλα
είναι δυνατά. Όλοι μας τον έχουμε επισκεφτεί μέσω των ονείρων μας και
πιστεύουμε ότι είναι αληθινά και ότι μια μέρα θα πραγματοποιηθούν στον δικό μας
κόσμο.
Για μένα δεν μου ήταν πότε το πιο σημαντικό ερώτημα. Δεν έψαχνα πότε το
νόημα της ζωής, τον λόγο της ύπαρξης μας ή το αν υπάρχει πραγματικά μια ανώτερη
δύναμη που αποφασίζει αν ανήκουμε στον Παράδεισο ή στην Κόλαση. Πίστευα ότι τα
πάντα υπάρχουν για ένα λόγο και ο άνθρωπος επινοεί όλα αυτά τα ερωτήματα για να
γεμίσει ενδιαφέρον την βαρετή και μίζερη ζωή του. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν
το πότε θα τελείωνε αυτή η χρόνια, να γράψω πανελλήνιες και να μπω σε μια σχολή
μακριά από την Αθήνα, την οικογένεια μου και τον κάθε βαρεμένο που ήθελε να
πάει το πρωί στην δουλειά του και να γυρίσει σπίτι του για να γκρινιάξει για
όλα τα στραβά που του συμβαίνουν. Αυτή η άποψη μου άλλαξε όμως μετά από το
πρώτο μάθημα της λογοτεχνίας.
Από
το γυμνάσιο, η λογοτεχνία ήταν το χειρότερο μου μάθημα. Όχι ότι δεν συμμετείχα
στα μαθήματα και δεν είχα καλούς βαθμούς, αλλά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πρέπει
να ψάξουμε το κρυφό νόημα ενός ποιήματος που ήταν καθαρά ερωτικό ή την
συμπεριφορά των προγόνων μας που στην εποχή μας θα θεωρούνταν ρατσιστές ή
απαίσιοι γονείς απέναντι στα παιδιά του.
Το
πρώτο μάθημα της λογοτεχνίας έγινε στις πρώτες μέρες του Οκτώβρη. Το Υπουργείο
Παιδείας είχε αργήσει να στείλει έναν φιλόλογο να αντικαταστήσει τον κ. Παπά,
που μετά από σαράντα χρόνια εργασίας αποφάσισε να αποσυρθεί μαζί με την γυναίκα
του στο όμορφο νησί της Ρόδου. Στη θέση του ήρθε μια νεαρή κυρία με το όνομα
Σοφία Αγγελίδου. Ήταν μια κομψή γυναίκα με μεγάλα γαλανά μάτια και μακριά
κόκκινα μαλλιά. Φαινόταν γλυκιά και ευγενική, αλλά η τάξη μου την αντιπάθησε
όταν από το πρώτο μάθημα ξεκίνησε το διάβασμα, επειδή είχαμε μείνει πολύ πίσω
στην ύλη. Μας είχε φέρει μαζί της φωτοτυπίες του αγαπημένου της ποιήματος
<<Η Σονάτα του Σεληνόφωτος>> του Γιάννη Ρίτσου που είχε τον ίδιο
τίτλο με το αγαπημένο της τραγούδι από τον
Μπετόβεν. Πρώτα, μας ανάφερε το θέμα του ποιήματος. Μιλούσε για μια
ηλικιωμένη χήρα γυναίκα, που αναζητούσε τον έρωτα σε ένα
νεαρό, που καθόταν κάτω από το σπίτι της. Όταν άρχισε να το απαγγέλει, δεν
άντεξα και έκλεισα τα μάτια μου. Το μόνο που άκουγα ήταν μια μελωδική φωνή να
λέει <<Άφησέ με νάρθω μαζί σου. Τι
φεγγάρι απόψε! Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται πού ασπρίσαν τα μαλλιά
μου Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις. Άφησέ με
νάρθω μαζί σου.>>
Ξαφνικά, η τάξη εξαφανίστηκε. Βρισκόμουν σε
έναν άδειο δρόμο. Για την ακρίβεια, ήταν ένας άδειος χωματόδρομος, χωρίς φώτα,
ούτε πινακίδες. Μπροστά μου, βρισκόταν ένα πανέμορφο αρχοντικό. Ήταν κατάλευκο
και γεμάτο λουλούδια. Έμοιαζε με τα αρχοντικά που δείχνουν οι παλιές ελληνικές
ταινίες. Από το μπαλκόνι, που βρισκόταν περίπου τέσσερα μέτρα μακριά μου,
έβγαινε ένα φώς και μια μαύρη φιγούρα
πλησίαζε. Ήταν μια όμορφη, όμως ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη με ένα μαύρο φόρεμα γεμάτο χρυσόσκονη. Τα
μαλλιά της δεν ήταν άσπρα όπως της γυναίκας στο ποίημα, αλλά ξανθά και το
πρόσωπό της δεν ήταν μελαγχολικό αλλά αντίθετα
λαμπερό και χαμογελαστό. Με κοιτούσε επίμονα και γελούσε σιγανά. Κάποια
στιγμή, άπλωσε το χέρι της και μου είπε<<
Άφησέ με νάρθω μαζί σου. Θα καθήσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα, κι όπως
θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα
πετάξουμε,....>>.
Είχα παγώσει. Δεν μπορούσα να κουνηθώ, να
μιλήσω ή να την κοιτάξω καλύτερα. Φαινόταν να φοράει τον βραδινό ουρανό και τις χρυσές ηλιαχτίδες του ζεστού ήλιου
στα μαλλιά της. Δεν μου έμοιαζε σαν μια συνηθισμένη χήρα που βλέπεις στο δρόμο
και δεν μου φαινόταν γνωστή. Δεν γνώριζα γιατί βρισκόμουν μπροστά από το
αρχοντικό, γιατί έβλεπα αυτήν την γυναίκα και γιατί ήταν αυτή χαρούμενη που με
έβλεπε. Συνέχιζα να την κοιτάζω μέχρι που μια φωνή από το βάθος φώναζε
<<ΓΙΑΝΝΗ!!!ΓΙΑΝΝΗ!!ΞΥΠΝΑ ΓΙΑΝΝΗ!!!>>
Τότε ξύπνησα. Είχα γυρίσει πίσω στην τάξη. Η
δυνατή φωνή ερχόταν από τον διπλανό μου, τον Πέτρο.
<<Πας
καλά μου παιδί μου; Χτύπησε κουδούνι. Καλά, κοιμόσουν σε όλο το μάθημα;>>
<<Όχι
δεν σας έβαλα>> ανακοίνωσε η κ. Αγγελίδου που καθόταν στην έδρα και
έγραφε στο βιβλίο ύλης <<Και θα προτιμούσα την επόμενη φορά να είστε
ξύπνιος στο μάθημά μου, νεαρέ>>
Πλησίασα
την έδρα και ήμουν έτοιμος να απολογηθώ, αλλά με σταμάτησε και ρώτησε
<<Είδες κάτι καλό και κοιμήθηκες σε όλο το μάθημα;>>
<<Για
την ακρίβεια....>>είπα διστακτικά <<Ήταν περίεργο. Δεν έχω καμία
ιδέα γιατί το είδα>>
<<Μερικές
φόρες, το μυαλό παίζει διάφορα παιχνίδια για να δούμε την πραγματικότητα με
έναν άλλον, διαφορετικό τρόπο για να την καταλάβουμε.>> μου είπε
χαμογελώντας.
Την
κοίταξα με περίεργο βλέμμα και γέλασα <<Κυρία, δε νομίζω ότι ήταν κάτι
πραγματικό. Κυρίως επειδή ήταν στο κεφάλι μου.>>
<<Μα
και φυσικά ήταν στο κεφάλι σου! Αλλά γιατί να σημαίνει ότι δεν είναι
αληθινό;>> μου ανακοίνωσε και βάδισε προς την πόρτα.
<<Αυτό
το σκεφτήκατε εσείς!>> υπέθεσα
<<Μπα!
Με πρόλαβε ο Ντάμπλουντορ από το Χάρι Πότερ.>> είπε εκείνη γελώντας και
έφυγε.
Για
πρώτη φορά, χάρηκα που συζήτησα ένα τέτοιο θέμα με έναν καθηγητή μου. Και αυτή
ήταν η πρώτη φόρα που συμπάθησα έναν καθηγητή
που μου γκρίνιαξε που κοιμήθηκα
στο μάθημα της. Ίσως όντως να σήμαινε κάτι αυτό το όνειρο και όντως να υπήρχε
κάτι πραγματικό και σήμαινε κάτι. Όμως τι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου