Μη φύγεις! (10η θέση)
Ξεκλειδώνω την πόρτα
και μπαίνω μέσα στο σπίτι. Γνώριμος ήχος έρχεται από την κουζίνα. Κραυγές
ακούγονται από τη μικρή τηλεορασίτσα. Πάλι θα καβγαδίζουν οι σωτήρες μας, για
το ποιος εφάρμοσε καλύτερα τα μνημόνια σκέφτηκα και ένα γέλιο έσκασε στα ξερά μου
χείλη. Έβγαλα τα παπούτσια και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα.
-Καλώς τον, μου λέει η
μάνα μου, καθώς καθαρίζει φασολάκια στο τραπέζι.
-Καλώς σε βρήκα μάνα,
της απαντάω.
-Πες μου τι έγινε με τη
συνέντευξη; Έχω μεγάλη αγωνία. Σε προσέλαβαν;
-Όχι, μάνα...
-Αχ παιδί μου στα
έλεγα...
Πάλι ξεκίνησε είπα μέσα
μου και έκανα κίνηση να πάω στο υπνοδωμάτιο μου. Μα εκείνη πρόλαβε και μου είπε
εκείνη τη λέξη που όταν την ακούω με καρφώνει σα μαχαίρι μέσα στην
καρδιά.
-Να φύγεις! Να φύγεις
αγόρι μου στο εξωτερικό, να σωθείς!
-Πάλι άρχισες ρε μάνα;
-Φύγε, φύγε, φύγε!
-Μα εγώ δε θέλω να
φύγω...
-Τι άλλο καλύτερο έχεις
να κάνεις σε μία μαραζωμένη χώρα που το μόνο που κάνει είναι να τρώει τα παιδιά
της;
-Να πολεμήσω για να το
αλλάξω αυτό και να καλυτερεύσει η ζωή μας.
-Μα δεν υπάρχει ζωή σ’
αυτόν το χρεοκοπημένο τόπο. Θέλεις να γίνεις ζητιάνος και να ζητιανεύεις στα
φανάρια;
-Θα δουλέψω μάνα!
-Και που θα βρεις
δουλειά, όταν πάνω από τους μισούς νέους της ηλικίας σου κάθονται άνεργοι στα
σπίτια τους; Χα! Ποια σπίτια, αυτά θα τα πάρουν οι τράπεζες, αν δεν τα έχουν
πάρει ήδη.
-Γι’ αυτό το λόγο θα
μείνω στην πατρίδα μου μάνα, για να δουλέψω μαζί με τους άλλους αντάμα και να
σώσουμε την αξιοπρέπεια μας, τη στέγη και την οικογένεια μας!
-Και πως θα μας σώσετε
από τον καναπέ ή τις καφετέριες με το φραπέ στο χέρι;
-Μην ακούς τι λένε στις
τηλεοράσεις. Αυτά είναι προπαγάνδα. Κανένας δεν θ’ αφήσει το σπίτι του να χαθεί
ή να πεινάσει!
-Σε ρωτάω, αλλά δεν μου
απαντάς. Που θα βρεις αγόρι μου δουλειά;
-Δε χρειάζεται να βρω,
θα δημιουργήσω μόνος μου. Τι τα έχουμε τα χωράφια στο χωριό; Θα πάω, θα τα
οργώσω, θα τα καλλιεργήσω, θα μαζέψω τον καρπό και στο τέλος θα τον πουλήσω.
-Και τι θα κερδίσεις
από αυτό; Με τόσους φόρους και αρπακτικά μεσάζοντες; Το επίδομα ανεργίας θα σε
ωφελήσει περισσότερο.
-Ακούς τι λες μάνα; Μου
υποδεικνύεις να μείνω άπραγος και να μην εκμεταλλευτώ το δώρο της αειφόρου γης
που μας έδωσε η μητέρα μας, Ελλάδα;
-Φύγε, φύγε, φύγε!
-Και που να πάω;
-Να πας στα ξένα, να
βρεις εργασία. Η Γερμανία ζητάει γιατρούς και η Ελβετία παθολόγους! Τι θα τα
κάνεις διαφορετικά τα πτυχία σου εδώ, απλώς θα τα έχεις κρεμασμένα στο σαλόνι.
Γι’ αυτό άκουσε με αγόρι μου. Φύγε, φύγε γρήγορα να σωθείς!
-Και θεωρείς πως η
ξενιτιά θα μ’ ωφελήσει;
-Πρέπει να φύγετε παιδί
μου όλοι οι νέοι, όπως ο ξάδερφος σου ο Γιάννης στην Αμερική. Κοίταξε τον πως
ζει σα βασιλιάς. Δύο εστιατόρια άνοιξε. Φύγε, λοιπόν, αγόρι μου, φύγε να
σωθείς!
-Και την Ελλάδα ποιος
θα τη σώσει; Μήπως οι γραβατωμένες μαριονέτες που μας κυβερνούν;
-Πήγαινε εσύ και άσε
την Ελλάδα να τα βγάλει πέρα μόνη της. Μα για πια Ελλάδα μιλάω, λες πως υπάρχει
ακόμη αυτή η χώρα. Μία σκλάβα είναι μονάχα.
-Ε, όχι δα! Πως θα
αφήσω τη χώρα μου σκλάβα κι εγώ θα ζήσω ήρεμος στα ξένα; Πως θα ελευθερωθεί αν
όλα παιδιά της φύγουν στην ξενιτιά και μείνει μοναχή της; Θα μαραζώσει, θα
σαπίσει μέχρι το κουφάρι της να αφεθεί βορά στ’ αρπακτικά και να χαθεί τελείως. Όχι, αυτός
ο πολιτισμός, αυτό το πνεύμα, αυτή η γλώσσα δεν έσβησαν και δε θα σβήσουν ποτέ.
Όχι, όχι, όχι... δε φεύγω θα μείνω κι ας παραμείνουν κρεμασμένα τα πτυχία μου
στον τοίχο. Θα γίνω αγρότης. Θα καλλιεργήσω αυτό τον τόπο, αυτή τη θεία γη, με
το αρχαίο και αθάνατο ελληνικό πνεύμα.
-Μα τι κουταμάρες είναι
αυτές που μου τσαμπουνάς; Δε σε σπούδασα εγώ για να μου γίνεις εσύ αγρότης. Το
παιδί μου, γιατρός πράγμα, αγρότης; Ας γελάσω δυνατά!
-Και τι με συμβουλεύεις
μάνα, να φύγω μακριά από τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα; Να φύγω μακριά
από εσένα, τον πατέρα, τ’ αδέρφια μου και τους φίλους μου; Να φύγω και ν’ αφήσω
πίσω μου ότι αγάπησα και συνεχίζω ν’ αγαπώ;
-Φύγε, φύγε, φύγε! Φύγε
να σωθείς να γίνεις άνθρωπος!
-Μα τώρα τι είμαι μάνα,
δεν είμαι άνθρωπος ή μήπως τα χρήματα κάνουν την ανθρωποσύνη;
-Φύ...
-Σταμάτα μάνα μην
κουράζεσαι άλλο. Ξέρω πως μου τα λες όλα αυτά γιατί θέλεις το καλό μου. Όμως,
μέσα σου βαθιά το ξέρεις και συ, πως μία μάνα Σπαρτιάτη, Μαραθωνομάχου,
Μακεδόνα ποτέ δεν θα άφηνε τις Θερμοπύλες διάπλατα ανοικτές για να περάσουν
ελεύθερα οι εχθροί της πατρίδας της. Όχι μάνα εγώ δεν είμαι Εφιάλτης. Δε θα
φύγω κι ας με διώχνουν. Κι αν λιποτακτήσουν όλοι, κι αν μείνουμε μονάχα
τριακόσιοι, εμείς θ’ αγωνιστούμε, θα μοχθήσουμε για να χτίσουμε ξανά την
ξεχαρβαλωμένη τούτη κοινωνία. Καμία οικογένεια δε θα διαμελιστεί και δε θα
ξεριζωθεί πια. Γιατί το μόνο που χρειαζόμαστε, όπως είπε κι ο Ελύτης, είναι μία
ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι για να ξαναφτιάξουμε και πάλι την Ελλάδα!
-Μη φύγεις, μη φύγεις,
μη φύγεις, μου απαντάει με δάκρυα στα μάτια και με γραπώνει γερά με τα χέρια
της, βάζοντας με μέσα στη ζεστή μητρική αγκαλιά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου