11 Ιουλ 2016

"Οι παραθεριστές του ονείρου" (4ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής)

Από τον Αντώνη Ευθυμίου


Ήταν καλοκαίρι του 2006. Οι πρώτες ηλιαχτίδες άρχισαν να λογχίζουν διακριτικά τα ολόλευκα παραθυρόφυλλα του δωματίου μου και το πρωινό αγέρι γλιστρούσε με επιδεξιότητα ανάμεσα στις γρίλιες. Δεν άργησα να σηκωθώ. Τέντωσα άρρυθμα το κορμί μου και με περιφρονητικές κινήσεις ξεφορτώθηκα το πανωσέντονο. Κατευθύνθηκα γρήγορα προς το παράθυρο να υποδεχθώ τον αυγινό επισκέπτη. Σαν καλός οικοδεσπότης άνοιξα διάπλατα τα παντζούρια για να εισβάλει ο πυριφλεγής ήλιος. Ξαφνικά, άπλετο φως διασκορπίστηκε παντού και όλα τα έπιπλα ενδύθηκαν τα πιο έντονα χρώματά τους. Ο νους μου ήταν ακόμη νεφελώδης και χρειαζόμουν επειγόντως λίγο καφέ για να τακτοποιήσω τις σκέψεις μου. Άνοιξα το ψυγείο και γέμισα με έτοιμο παγωμένο καφέ την κούπα που αγόρασα την προηγούμενη μέρα από το νησί. Λίγες γουλιές ήταν αρκετές για να ξυπνήσω. Έκανε αφόρητη ζέστη εκείνη την ημέρα, ικανή να με υποβάλει σε μια αναπόφευκτη ραθυμία. Η μόνη λύση ήταν ένα δροσερό μπάνιο στη θάλασσα. Έτσι ντύθηκα βιαστικά, χωρίς να καλοσκεφτώ τι θα φορέσω, κι έτρεξα προς το νέο λιμάνι για να πάρω το υπεραστικό ΚΤΕΛ για το Σιδάρι.
Το ταξίδι ήταν μακρύ, αλλά η διαδρομή θαυμάσια. Η Κέρκυρα εξάλλου είναι το αγαπημένο μου νησί. Τι να πρωτομνημονεύσω, το Αχίλλειο που έχει συνδεθεί με τη θλιμμένη πριγκίπισσα Σίσι, το Ποντικονήσι στην περιοχή Κανόνι, το Μον Ρεπό, τις θεσπέσιες παραλίες Μπενίτσες και Παλαιοκαστρίτσα ή τις πεντανόστιμες τοπικές σπεσιαλιτέ παστιτσάδα, σοφρίτο και μπουρδέτο; Μετά από μιάμιση ώρα φτάσαμε επιτέλους στο Σιδάρι. Θα μπορούσα να κάνω μπάνιο κι εκεί, αλλά εγώ προτίμησα το «Canal d’ Amour», δηλαδή το «Κανάλι του Έρωτα». Ανάμεσα στο Σιδάρι και τους Περουλάδες απλώνεται ένα μεγαλοπρεπές τοπίο με γαλαζοπράσινα νερά, λευκά βράχια και σπηλιές. Ο μύθος λέει πως όποιος κολυμπήσει στο στενό πέρασμα που σχηματίζει το άνοιγμα στο βράχο, θα συναντήσει στην άλλη πλευρά τον έρωτα της ζωής του. Γι’ αυτό το λόγο απαρνήθηκα τις αγαπημένες μου παραλίες για να δοκιμάσω την τύχη μου στο «Κανάλι του Έρωτα».

Άπλωσα στην αμμουδιά μια μαβιά πετσέτα που είχα βρει στην Πίνια την πρώτη μέρα που ήρθα στο νησί. Ήταν απλή, αλλά καλόγουστη. Ξάπλωσα λίγο για να κάνω ηλιοθεραπεία πριν βουτήξω. Δεν είχε πολύ κόσμο, γιατί ήταν ακόμη πολύ νωρίς για τους τουρίστες. Ήμουν γαλήνιος, όταν αίφνης μια λιγνή σκιά με πλησίασε. Έβγαλα νωχελικά τα μαύρα μου γυαλιά κι αντίκρισα μια όμορφη κοπέλα να στέκεται σιμά μου. Είχε αγαλματένια κορμοστασιά, σαν Καρυάτιδα. Ο λαιμός της ήταν αλαβάστρινος, τα χέρια της χυτά, τα πόδια της καλλίγραμμα, τα χείλη της κοντυλογραμμένα και τα ξανθά της μαλλιά έμοιαζαν με δεμάτι από στάχυα. Αυτό, όμως, που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν τα πλάνα γκριζοπράσινα μάτια της και το σαγηνευτικό βλέμμα της.
Παραμείναμε σιωπηλοί για αρκετή ώρα θωρώντας κατάματα ο ένας τον άλλον. Μπορεί να μη μιλούσαμε, αλλά είχαμε πει σχεδόν τα πάντα. Η παράδοξη σιωπή μας θύμιζε ακατάσχετη φλυαρία δύο ερωτευμένων ανθρώπων σε βουβή ταινία. Μετά από λίγο η κοπέλα κάθισε δίπλα μου και μου είπε ευθαρσώς το όνομά της, «Ναυσικά». Τι εξαίσιο όνομα σκέφτηκα, πόσο μελωδικό! «Πώς σε λένε εσένα;» με ρώτησε με σκέρτσο. Προς στιγμήν κόμπιασα, ξεροκατάπια. Τελικά ψέλλισα «Οδυσσέας» και κατευθείαν συνειδητοποίησα ότι μόλις της είχα πει ψέματα. Σπάνια ψεύδομαι, αλλά για πρώτη φορά ήθελα ζήσω το όνειρο, ένα παραμύθι. Ως εκ τούτου, ακόμη και τα ονόματα μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο σε αυτό το όνειρο. Η Ναυσικά άδραξε με περισσό θάρρος το χέρι μου και με οδήγησε στη θάλασσα. Αφεθήκαμε και οι δύο χωρίς αναστολές στην υγρή αγκαλιά των κυμάτων. Η πελαγίσια αύρα θώπευε ηδυπαθώς τις γυμνές καμπύλες του προσώπου μας κι οι γλάροι αιωρίζονταν από πάνω μας σα μεθυσμένοι χορευτές. Αποκηρύξαμε τον αυτάρεσκο εγωισμό μας, ενώσαμε τα σώματά μας και γίναμε ένα. Κάθε άγγιγμά της αναστάτωνε την αφή μου. Ένιωθα ένα σπάνιο ακριβό βελούδο να με περιβάλλει με τρυφερότητα. Πάνω στην παραφορά του έρωτά μας ξεκλειδώσαμε ένα «Σ’ αγαπώ» να ηχήσει πέρα κει στα βράχια. Στο βωμό του πάθους θυσιάσαμε τις ενοχές μας, χωρίς δισταγμό. Κάθε φορά που με φιλούσε αισθανόμουν ένα μυροβόλο τριαντάφυλλο να ανθίζει στο στόμα μου.
Είχε αρχίσει κιόλας να μουχρώνει, αλλά δεν ήθελα με τίποτα να τελειώσει η ερωτική μας έκσταση. Δεν ήξερα αν ήταν έρωτας, αγάπη ή απλός ενθουσιασμός. Δε μ’ ενδιέφερε. Ήθελα μόνο να απολαύσω κάθε δευτερόλεπτο μαζί της. Βγήκαμε μουλιασμένοι από τη θάλασσα, αλλά πολύ ευτυχισμένοι. Της πρότεινα να συνεχίσουμε για ένα ποτό σε ένα μπαράκι στη Γουβιά, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Μου ζήτησε να δώσουμε ραντεβού το επόμενο πρωινό και πάλι στο «Canal d’ Amour». Κάθε μέρα βρισκόμασταν στην παραλία, συζητούσαμε, κάναμε έρωτα και αγναντεύαμε μαζί τη θάλασσα. Μια αγγλική παροιμία βέβαια, λέει ότι «όλα τα ωραία πράγματα κάποτε τελειώνουν». Τέλεψαν οι μέρες κι οι διακοπές μου είχαν σχεδόν τελειώσει. Ούτε κατάλαβα πότε πέρασε μια εβδομάδα. Είχα αποφασίσει, στο τελευταίο μας ραντεβού να της αποκαλύψω το πραγματικό μου όνομα. Όταν την είδα να με περιμένει στην ακρογιαλιά, μου κόπηκαν κυριολεκτικά τα πόδια κι ένιωσα μια ελαφρά εφίδρωση στις παλάμες μου. Στην καρδιά μου μαινόταν μια τρελή ταχυπαλμία, λες και ήθελε να εκραγεί. Η Ναυσικά με πλησίασε, άνοιξε τα χέρια της σα φτερούγες και με αγκάλιασε σφιχτά. Εγώ έγειρα το κεφάλι μου και ψιθύρισα στο αυτί της «Το πραγματικό μου όνομα είναι...». Πριν προλάβω να αποσώσω τη φράση μου, εκείνη μου σφάλισε το στόμα με τα υπέροχα κρινοδάχτυλά της και με στεντόρεια φωνή μου είπε: «Για μένα θα είσαι πάντα ο Οδυσσέας κι εγώ η Ναυσικά. Έτσι ζήσαμε το όνειρό μας». Τη χάιδεψα για στερνή φορά στο λαιμό κι εκείνη γύρισε την πλάτη της κι αλάργεψε σαν αποδημητικό πουλί. Εκείνο το καλοκαίρι στην Κέρκυρα δε θα το ξεχάσω ποτέ. Η Ναυσικά κι εγώ ήμασταν... οι Παραθεριστές του Ονείρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

who is online

Ad24