6 Ιουλ 2016

"Η Βαγγελιώ" (4ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής)

Από την Λένα Μαυρουδή Μούλιου




Η Βαγγελίτσα, χωριατοπούλα όμορφη, αγνή, τίμια, πλην πτωχή και έτοιμη προς γάμου κοινωνία, δέχεται το προξενιό και παντρεύεται τον Τάσο, το κάπως σιτεμένο παλληκάρι και πάλαι ποτέ περιζήτητο γαμπρό.
Κλαρίνα, ντουπελέκια και βιολιά, τριήμερο το γλέντι ως είθισται και καλεσμένο όλο το χωριό πλην νηπίων και γερόντων. Καμιά δεκαριά ξένοι τουρίστες καλεσμένοι κι’ αυτοί, με τον Τάσο να στρίβει με αυταρέσκεια ό, τι έχει απομείνει από τον άλλοτε αρειμάνιο μύστακα και να καμώνεται πότε τον τραγουδιστή και πότε τον πρώτο χορευτή (πώς λέμε το πρώτο βιολί; Ε, κάτι τέτοιο τέλος πάντων). 
Στο χρόνο απάνω όμως, η “κυρά Βαγγελιώ ένα νερό κρύο νερό”, σαν να οσμίζεται στον αγέρα μια κάποια αλλαγή συμπεριφοράς από τον Τάσο της, που καθόλου δεν την κολακεύει σαν γυναίκα και μάλιστα νιόπαντρη. Η γυναίκα, ως γνωστό και στον τομέα αυτό όπως και σε πολλούς άλλους τομείς, έχει ανεπτυγμένο το ένστικτο και οσμίζεται στον αγέρα σαν καλό λαγωνικό πράγματα που το αρσενικό ούτε που τα φαντάζεται. Αποφασίζει χωρίς περιστροφές και πολύ σκέψη να τον πιάσει και να τον ρωτήσει για το ακανθώδες τούτο θέμα. Όχι βέβαια πως αμφέβαλε, μα έτσι για να επιβεβαιωθεί, γιατί η επιβεβαίωση ή μη, θα έπαιζε σπουδαιότατο ρόλο στην ιστορία του γάμου του ζευγαριού. 
Το ευχάριστο ήταν (ευχάριστο, τρόπος του λέγειν) ότι ακόμα δεν είχαν αποκτήσει απογόνους, αν και η Βαγγελίτσα αυτό το λογάριαζε σαν ένα από τα σενάρια αλλαγής συμπεριφοράς του Τάσου της. Μα το κορίτσι ήταν σίγουρο ότι δεν ήταν δικό της το φταίξιμο. Τώρα πώς το ήξερε αυτό; Τι να σας πούμε θα σας γελάσουμε και δεν το έχουμε σκοπό.    
Κι’ ένα βράδυ που ‘βρεχε, που ’βρεχε μονότονα, ακούει η Βαγγελίτσα τη φωνή της να τον ρωτά θαρραλέα και στα ίσα:
«Για πες μου κύρη μου κι’ αφέντη μου, πώς θέλεις στ’ αλήθεια να είμαι για σένα; Σαν την μανούλα που έχασες λίγο πριν το γάμο μας και σου λείπει τόσο πολύ; Καλή η πεθερά μου η συγχωρεμένη δεν λέω, αλλά τι να κάνουμε έτσι το θέλησε ο Θεός.
Ή σαν αδερφή που μια ζωή παρακαλούσες τους γέρους σου να σου χαρίσουν αλλά δεν τα κατάφεραν οΙ άμοιροι και τους το κρατάς; -Δεν το λέω εγώ αυτό Τάσο μου, δικά σου λόγια είναι…
Μήπως σαν μιαν άφυλή σου φίλη να στέργει στην όποια σωστή ή τρελή σου επιθυμία και φαντασίωση, μη χαλώντας σου ποτέ χατίρι; Καταλαβαίνεις τι εννοώ…
Με θέλεις σαν ένα τσαμπί ροζακί σταφύλι, (τώρα γιατί η Βαγγελίτσα είπε “ροζακί”; Τι να σας πούμε ούτε και αυτό το γνωρίζουμε) να το τσιμπολογάς από το πρωί ίσαμε το βράδυ και μετά να κοιτάς το κοτσανάκι και να αναρωτιέσαι με απορία πώς και τέλειωσαν τόσο γρήγορα οι ρώγες όλες; Καταλαβαίνεις Τάσο τι εννοώ;…»
Ο Τάσος εμβρόντητος άρχισε να τα παίρνει, αλλά χωρίς να το δείξει είπε:
«Μάλιστα… Βρε για δες η ‘’Βαγγελιώ κυρά Βαγγελιώ ένα νερό κρύο νερό!’’ Συνέχισε, ήθελα να πω…».
Και η Βαγγελιώ, μιας και πήρε φόρα δεν τη σταμάταγε Χριστός…
«Να ’μαι σαν γατούλα θες, να της λες: ‘’ψιτ, έλα δω να σου δώσω ένα χαδάκι κι’ ύστερα άμε στο καλό;’’ Καταλαβαίνεις Τάσο μου τι εννοώ…»
«Αμ καταλαβαίνω πώς δεν καταλαβαίνω. Μα για λέγε για λέγε…».
«Σου αρέσει τόσο πολύ να κάθεσαι ολημερίς κι’ ολονυχτίς πίσω από μια εφημερίδα (ε, καλά τώρα, εφημερίδα η φυλλάδα του χωριού, μην τρελαθούμε κιόλας) κι εγώ να στήνομαι στη T.V.από την ώρα της έναρξης του προγράμματος το πρωί μέχρι και το τελευταίο δελτίο ειδήσεων τα μεσάνυχτα μπας και εσύ έχεις αποκοιμηθεί και γλυτώσω την αγγαρεία… Καταλαβαίνεις Τάσο μου τι εννοώ…
Μου πέρασε από το μυαλό κι’ η σκέψη μη και ήταν καλό να καυγαδίζαμε λιγάκι πού και πού, έτσι σαν να βάζουμε λίγο πιπεράκι στο ανούσιο φαγητό μας, μπας και νοστιμέψει αυτό λιγάκι, ξέρεις Τάσο μήπως ΤΙ εννοώ;
Και μιας και ανέφερα για φαγητό, μήπως στο πρόσωπό μου συνάντησες τον σεφ της ζωής σου (ξέρεις τι είναι ο σεφ, δεν ξέρεις;) που σου έχει πάντα το φαγάκι σου στην ώρα του και στην σωστή του θερμοκρασία σερβιρισμένο και κατά πώς το έφτιαχνε ακριβώς η συγχωρεμένη η μανούλα σου και μόνον αυτή; Γ ι’ αυτό με θέλεις Τάσο μου; Και πού να τρέχουμε τώρα να βρούμε καλύτερες μαγείρισσες που να’ ναι και μικρούλες και καλές νοικοκυρούλες, και πολύ ομορφούλες καληώρα σαν ελόγου μου;»
Όμως ξέρεις Τάσο, λυπάμαι αλλά όπως και αν με θέλεις πια, μου είναι αδιάφορο πολύ. Παίρνω το κουβαδάκι μου και σε άλλη παραλία. Χίλιες φορές μόνη, ή παρέα με τον γάτο μου και τη γκρίνια της μάνας μου, που ναι μεν δεν αντέχεται, μα εκείνη τουλάχιστον ξέρω ότι με αγαπάει. Και αυτή η ΑΓΑΠΗ είναι που ουδέποτε μπήκε μέσα σ’ αυτό το σπιτικό. Και αφού αυτό δεν έγινε στον ένα χρόνο γάμου πότε θα γίνει Τάσο μου; Εγώ να σου το πω: δεν θα γίνει ΠΟΤΕ… Τι κάθομαι όμως και  κουβεντιάσω μαζί σου; Μη και θα με καταλάβεις τι εννοώ; Απόδειξη ότι τόσην ώρα μιλιά δεν έβγαλες από το στόμα σου, λάθος κάνω; 
Μα αν δεν καταλαβαίνεις τι εννοώ Τάσο μου πρόβλημα δικό σου.
 Άντε γεια και καλά στερνά να έχεις. Σου το εύχομαι από καρδιάς… Ξέρω ότι Δεν θα σου λείψω… Το μόνο σίγουρο. Αν δεν ήταν σίγουρο, δεν θα με έβλεπες τώρα με τη βαλίτσα στο χέρι. Θα έμενα, ακόμα και αν παράβλεπα όλα τα ΓΙΑΤΙ  με θέλεις.

Και ο Τάσος ναι μεν ως εκ θαύματος  γλύτωσε το εγκεφαλικό εκείνο το βράδυ που ‘βρεχε, που ‘βρεχε μονότονα, μα μέχρι τώρα αν και στρίβει και ξανά στρίβει τον μύστακα δεν κατεβάζει  ιδέες για το τι έφταιξε, ούτε μπορεί ακόμα να συνειδητοποιήσει ότι οι καιροί άλλαξαν μα και οι νοοτροπίες που ήθελαν την γυναίκα μέρος του νοικοκυριού μέρος της οικοσκευής ένα πράγμα και όχι Σύντροφο, πέρασαν ανεπιστρεπτί.
Μα αλήθεια πέρασαν; Αυτό, έχουμε την βασανιστική υποψία ότι ακόμη παίζεται Βαγγελιώ κυρά Βαγγελιώ. Κατάλαβες κι’ εσύ τι εννοούμε;
Δεν κατάλαβες;
Έλα τώρα. Εσύ δεν είσαι Τάσος. Αν και νομίζουμε ότι η ερώτησή μας ήταν τόσο σαφής, που ακόμη και ο Τάσος θα την καταλάβαινε… Θα σου εξηγούσαμε  γιατί, αλλά το διήγημα μόλις συμπλήρωσε τις 1000 λέξεις!!!


Τ  Ε  Λ  Ο  Σ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

who is online

Ad24