Από την Έλενα Λιάτου
Του
χρόνου το κουβάρι ξετυλίγω και πίσω γυρνώ στα περασμένα, να σου πω μια ιστορία
για δεινοσαυράκια ξεχασμένα. Μια φορά και έναν καιρό, στο παρελθόν το μακρινό,
σε μια δεινοσαυροπολιτεία ζούσαν δεινόσαυροι πολλοί στην προϊστορία.
Η
οικογένεια του Λούλη, του κύριου δεινοσαυρούλη, έχει χαρά ξεχωριστή, γιατί ήρθε
σήμερα στον κόσμο το δικό τους το παιδί. Όλοι στη δεινοσαυροπολιτεία
καταφθάνουν τώρα, με πολλά και πλούσια δώρα. Το μωράκι τους να δουν και όμορφες
ευχές στους γονείς να ευχηθούν.
Μα
συμβαίνει κάτι παράξενο, κάτι μοναδικό! Είναι πολύ διαφορετικό απ΄τα άλλα
νεογέννητα ετούτο το μωρό. Στην πλάτη του έχει δυο μικρά, μικρούτσικα φτεράκια,
που το κάνουν να ξεχωρίζει από τα άλλα τα δεινοσαυράκια.
Οι
γονείς του απορήσαν, το σπάνιο αυτό φαινόμενο μόλις το αντικρίσαν. Προσπάθειες
έκαναν πολλές να βρούνε μια λύση και επισκέψεις ιατρικές το δεινοσαυράκι ευθύς
θα αρχίσει.
«Γιατρέ
μου, άραγε γιατί συμβαίνει αυτό σε μένα; Στην πλάτη μου δυο φτερά βρίσκονται
ριζωμένα» είπε παραπονεμένα.
«Πρώτη
φορά μου έχει συμβεί στην καριέρα μου την ιατρική, δεινοσαυράκι να έχει φτερά.
Τι να συμβαίνει τελικά; Μήπως κάποιος στη γενιά σου, απ΄την οικογένειά σου,
είχε κάποτε φτερά; Δεν εξηγούνται όλα αυτά! Ίσως και να κατάγεσαι από
πτερόσαυρο ή… από πτερανόδοντα και με κάποια διασταύρωση να έγινες δεινόσαυρος»
απάντησε ο γιατροδεινόσαυρος.
Τους
έδωσε μια συνταγή για καιρό να ακολουθούν και αποτελέσματα σύντομα τους
υποσχέθηκε θα δουν. Μα… οι προσπάθειες τελικά δεν θα καρποφορήσουν. Στην πλάτη μείναν τα φτερά, για πάντα θα
κολλήσουν. Μέρα με τη μέρα μεγάλωνε ο Νούλης και μαζί μεγάλωνε και η θλίψη του
και πλημμύριζε την ευαίσθητη καρδούλα του.
Άρχισε
να νιώθει τόσο διαφορετικό από τα άλλα δεινοσαυράκια, που δεν έχαναν την
ευκαιρία στη γειτονιά να το κοροϊδέψουν.
«Τι
σόι δεινόσαυρος είσαι εσύ; Φτερά γιατί έχεις βγάλει; Δεν έχεις θέση τώρα εδώ,
να πας σε πόλη άλλη» του φώναζαν όλοι μαζί σαν το έβλεπαν.
Το
μικρό δεινοσαυράκι, ο Νούλης, πληγωνόταν τόσο! Θλίψη μπήκε στην καρδιά του κι
έχει κλέψει τη χαρά του. Δάκρυα πλημμύριζαν τα ματάκια του, μαρτυρώντας τον
πόνο που είχε απλωθεί στην ψυχή του. Άρχισε να πιστεύει ότι δεν έχει θέση
ανάμεσά τους. Αναρωτιόταν μήπως τελικά είναι δράκος και άρχισε σιγά σιγά να
απομονώνεται.
«Είμαι
τελικά δεινοσαυράκι ή μήπως είμαι ένα δρακάκι; Ποια είναι η ταυτότητά μου;»
μονολογούσε και φλόγες να βγάλει προσπαθούσε. Φυσούσε, φυσούσε και πάλι αυτό
ρωτούσε:
«Μήπως
δεν είμαι ούτε δρακάκι και είμαι τελικά δεινοσαυράκι; Ποια είναι η ταυτότητά
μου; Στο τέλος θα χάσω τα μυαλά μου» ψιθύριζε απογοητευμένο.
Η
μοναξιά του είχε γίνει φίλη καλή. Οι
δύσκολες τούτες ώρες που περνούσαν, σκόρπισαν στην καρδιά του χρώματα μουντά. Η
θεραπεία του δεν είχε αποτέλεσμα κανένα και ο Νούλης αναρωτιόταν: «Μα γιατί να
συμβαίνει αυτό σε μένα;»
Οι
γονείς του του έδιναν κουράγιο. «Κάνε υπομονή καλό μου, χρειάζεται λιγάκι
χρόνο, θάρρος να έχεις μόνο», όμως μέσα τους ανησυχούσαν τόσο…
Τα
φτερά του, παρά τη μακρόχρονη θεραπεία του, αντί να εξαφανιστούν μεγάλωναν μέρα
με τη μέρα και για πάντα στην πλάτη του κολλούν. Παράλληλα όμως, δυνάμωνε και ο
εγκέφαλός του και αναπτυσσόταν διαρκώς, κάνοντάς τον πολύ έξυπνο και δίνοντάς
του εντυπωσιακό έλεγχο όλων των κινήσεών του.
Ένα
βράδυ ο Νούλης βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία. Η νύχτα προχωρούσε βιαστικά χωρίς
να περιμένει, απλώνοντας το πέπλο της, κεντημένο με αστέρια και ολόχρυσες
κλωστές. Μόλις λοιπόν όλοι βυθίστηκαν σε ένα γλυκό ύπνο, έφυγε κρυφά τη νεράιδα
να συναντήσει και βοήθεια να ζητήσει.
«Πρέπει
να είσαι δυνατός, η κριτική να μην σε αγγίζει. Θάρρος, τόλμη, υπομονή η καρδιά
να πλημμυρίζει. Να πιστεύεις σε εσένα και στη δυνατότητά σου. Σύντομα θα
ανακαλύψεις, Νούλη, την ταυτότητά σου. Έχεις χαρίσματα πολλά που πρέπει να
εκτιμήσεις. Τα δυνατά σου τα φτερά μην τα περιφρονήσεις. Θα έρθει η μέρα που
για αυτά περήφανος θα νιώσεις, βοήθεια σημαντική, Νούλη, εσύ θα δώσεις».
Έτσι
ο Νούλης, μετά την επίσκεψη στη νεράιδα, άρχισε να το συνηθίζει και να
αποδέχεται ότι θα μείνει έτσι για πάντα. Ήταν ο μοναδικός δεινόσαυρος που
μπορούσε να πετάει. Πετούσε ψηλά και έκανε μόνος του βόλτες στον ατελείωτο
ορίζοντα τραγουδώντας.
«Η
μοίρα μου το έγραψε να έχω δυο φτερά,
ταξίδια στον ορίζοντα να κάνω μακρινά.
Να’ χω φίλους τα σύννεφα, τον ήλιο, το βοριά,
τον
πόνο να γιατρέψουν που έχω στην καρδιά».
Πετούσε,
πετούσε και απολάμβανε τον κόσμο από ψηλά. Κάποια μέρα, στην απογευματινή του
βόλτα, καθώς πετούσε και σιγοτραγουδούσε, άκουσε φωνές τρόμου να αντηχούν και
σε βοήθεια να καλούν.
Αμέσως
άρχισε να κατεβαίνει προς το σημείο απ’ όπου προέρχονταν και τότε είδε σε μια
χαράδρα πεσμένο το μικρό δεινοσαυράκι του αρχηγού τους. Καθώς έπαιζε
απομακρύνθηκε, γλίστρησε και χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε μέσα.
Η
μόνη σκέψη που πέραασε από το μυαλό του Νούλη ήταν ευθύς βοήθεια να καλέσει και
το μικρό δεινοσαυράκι να απεγκλωβίσει από τη χαράδρα που ‘χε πέσει. Έτσι, χωρίς
να χάσει λεπτό, άνοιξε διάπλατα τα μεγάλα του φτερά και με μεθοδικές κινήσεις
πέταξε γρήγορα κοντά. Τα βράχια ήταν
κοφτερά και έπρεπε να κινηθεί σωστά, το δεινοσαυράκι να απεγλωβίσει και ζωντανό
πίσω στους γονείς του να το γυρίσει.
«Μη
φοβάσαι, θα σε σώσω φίλε μου, βοήθεια θα σου δώσω» του φώναξε από ψηλά καθώς
κατέβαινε.
Το
μικρό δεινοσαυράκι κοιτούσε με μάτια γεμάτα αγωνία. Μέσα του γεννήθηκε η ελπίδα
ότι θα τα καταφέρουν. Χαμογέλασε και έμοιαζε σαν να φωτίστηκε ο κόσμος όλος.
Στο
μεταξύ, οι γονείς του πολύ είχαν αναστατωθεί μόλις αντιλήφθηκαν του μικρού την απουσία
και ξεκίνησαν για την εύρεσή του μεγάλη εκστρατεία. Το έψαχναν όλοι παντού. Η
μανούλα ανησυχούσε για την εξέλιξη αυτή και αναρωτιόταν τι έχει συμβεί.
«Κάνε
υπομονή, καλή μου! Η αγάπη ξέρει να περιμένει» την καθησύχαζε ο αρχηγός
δεινόσαυρος, όμως μέσα του πονούσε τόσο!
Ύστερα
από αρκετές προσπάθειες, ο Νούλης ο δεινοσαυρούλης κατάφερε να διπλώσει τα
μεγάλα του φτερά και στη χαράδρα έτσι χωρά. Κινήθηκε με κινήσεις αργές και πολύ
μεθοδικές. Πήρε το μικρό δεινοσαυράκι στην πλάτη του και άρχισαν μαζί πορεία
ανοδική.
Η
ανάβαση ήταν δύσκολη πολύ, γιατί το δεινοσαυράκι λιγάκι ήταν βαρύ. Πολλές φορές
γλιστρούσε και στην πλάτη του να μείνει με κόπο προσπαθούσε. Πέτρες, χώματα
κυλούσαν και το σώμα τους χτυπούσαν!
Τι
ευτυχία! Μετά από ώρα αρκετή, στην είσοδο της χαράδρας έφτασαν ζωντανοί! Ο
λαμπερός ήλιος, τους καλωσόρισε με τις ολόχρυσες ακτίδες του, ζεσταίνοντας το
σώμα και την ψυχή τους.
Όλοι
οι δεινοσαυροπολίτες στο μεταξύ βρίσκονταν εκεί, να δουν τη συγκινητική αυτή
στιγμή. Ο αρχηγός δεινόσαυρος άνοιξε διάπλατα μια τρυφερή αγκαλιά και το μικρό
του έμεινε εκεί ώρα πολλή να χορτάσει την απόλυτη ευτυχία.
«Σε
ευχαριστώ, είσαι σπουδαίος! Νούλη είσαι εσύ γενναίος. Τα σπάνιά σου τα φτερά τη
λύση έχουν δώσει. Το μονάκριβό μου το παιδί για πάντα το’ χουν σώσει» του είπε
με ευγνωμοσύνη και δάκρυα στα μάτια.
Ο
Νούλης χαμογέλασε ικανοποιημένος! Ένιωσε πραγματικά ευτυχισμένος. Για όλους στη
δεινοσαυροπολιτεία ήταν ένας ήρωας τώρα. Τον ευχαρίστησαν κάνοντας προς τιμή
του μια γιορτή και του πρόσφεραν πλούσια δώρα. Κράτησε μέχρι το πρωί κι όλοι
ήταν εκεί. «Το μετάλλιο του σωτήρα» θα κερδίσει και η φήμη του σε όλη τη
δεινοσαυροπολιτεία σύντομα θα κυκλοφορήσει.
Οι
γονείς του Νούλη, περήφανοι για το παιδί τους καμαρώνουν σαν βλέπουν με
μετάλλιο να τον στεφανώνουν. Όλοι μαζί έκαναν έναν κύκλο γύρω του και του
τραγούδησαν:
«Η
μοίρα σου το θέλησε να έχεις δυο φτερά.
Για
μας με αυτά ξεχώρισες και μπήκες στην καρδιά.
Είσαι
ένας ήρωας, ήρωας μεγάλος,
στη
δεινοσαυρούπολη δεν υπάρχει άλλος.
Νούλη,
σου ζητάμε να μας συγχωρέσεις
και
στη μεγάλη σου καρδιά όλους να μας χωρέσεις».
Ο Νούλης χάρηκε τόσο! Αντιλήφθηκε πόσο
σημαντικός είναι και ποτέ δε σκέφτηκε ούτε για μια φορά να φύγει από εκεί.
Έμεινε για πάντα μαζί τους και απολάμβανε τη μοναδικότητά του αυτή κάθε στιγμή!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου