«Το μυρίζεις κι εσύ»; Με ρώτησε η Δήμητρα.
«Τι να μυρίσω»;
«Το άρωμα βρε! Μοιάζει με εξωτικό μπαχαρικό»!
Περπατούσαμε σε μια στοά. Σ’ ένα απ’ αυτά τα
σκεπαστά περάσματα που ξετυλίγονται στο εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας, μέσα από
πελώρια κτίρια που το καθένα τους καταλαμβάνει ένα ολόκληρο οικοδομικό
τετράγωνο. Απ’ την οροφή της κρεμόταν ένας μικρός γαλαξίας από πινακίδες νέον
που φώτιζαν τις προσόψεις παλιών καταστημάτων.
Ήταν δική της ιδέα να έρθουμε εδώ. Είχε αναπτύξει
μια πραγματική εμμονή με τη συγκεκριμένη στοά. Ειδικά από τότε που είχε
διαβάσει ένα βιβλίο για τους Flaneurs, τους Γάλλους περιπατητές που περιπλανιόντουσαν
άσκοπα στα Παρισινά Passages της Βelle Époque, ψάχνοντας για διόδους
που έβγαζαν σε άλλους κόσμους.
Εισέπνευσα βαθιά. Το μόνο που κατάφερα να μυρίσω ήταν
η ξεθωριασμένη πινελιά ενός γυναικείου αποσμητικού. Της Δήμητρας προφανώς.
Το βουητό της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων που
κινούταν στους γύρω δρόμους, πέρα απ’ τους τοίχους του τεράστιου κτιρίου που μας
σκέπαζε, ακουγόταν πολύ μακρινό.
Με τη Δήμητρα ήμασταν απλοί φίλοι. Ίσως αν η σχέση
μας ήταν διαφορετική, η ιστορία που θα σας αφηγηθώ να είχε διαφορετική κατάληξη.
Είχαμε κοινά ενδιαφέροντα. Μας γοήτευαν οι κρυφές
γωνιές της Αθήνας. Περνούσαμε τ’ απογεύματά μας εξερευνώντας τα σοκάκια και τους
παραδρόμους που ξετυλίγονται ανάμεσα στις αρτηρίες του ιστορικού της κέντρου.
Εκεί, είχαμε ανακαλύψει κάτι ακόμα πιο συναρπαστικό: Τις εμπορικές στοές. Άλλες
μικρές και άλλες μεγάλες, κάποιες αδιέξοδες, κάποιες αλληλοσυνδεόμενες και
κάποιες λαβυρινθώδεις.
«Πιστεύεις ότι ο χρόνος κυλάει διαφορετικά εδώ
πέρα»; με ρώτησε η Δήμητρα.
«Έτσι
φαίνεται…» μουρμούρισα άθελα μου. Αλληλοκοιταχτήκαμε και βάλαμε τα γέλια.
Συνήθως εγώ ήμουν ο προσγειωμένος της ομάδας. Η Δήμητρα ήταν αλαφροΐσκιωτη. Είχε
κληρονομήσει το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό
από μια γιαγιά της που μιλούσε με νεράιδες, κάπου στα δάση της Αρκαδίας. Πολλές
φορές έμοιαζε ν’ αφουγκράζεται τον παλμό ενός άλλου κόσμου. Ήξερα ότι δεν ήταν
ευτυχισμένη. Δεν τα πήγαινε καλά με την οικογένεια της και αντιμετώπιζε πολλά
οικονομικά προβλήματα. Είχε ελάχιστους φίλους. Γενικά ζούσε σ’ ένα δικό της
σύμπαν. Πίστευε σε παράλληλες πραγματικότητες και εναλλακτικά σύμπαντα. Μου
έλεγε ότι υπήρχαν περάσματα. Όποτε άνοιγαν, μπορούσε κανείς να περάσει σ’ έναν
άλλο κόσμο.
Ξανασκέφτηκα την τελευταία της ερώτηση: Σίγουρα
ορισμένα από τα κλειστά καταστήματα που βλέπαμε έμοιαζαν να έχουν μείνει
ανέγγιχτα από το χρόνο.
Το λείο δάπεδο, οι φωτεινές πινακίδες, τα χαμηλωμένα φώτα των βιτρινών και
τα κατεβασμένα ρολά τους μου φάνηκαν ψεύτικα ξαφνικά, σαν επίπεδα σκηνικά που
έκρυβαν ένα άγνωστο προσωπείο. Το διάχυτο και μακρινό βουητό της κυκλοφορίας
ακουγόταν ασυνήθιστα πνιγμένο, λες και φιλτράρονταν από ένα παχύ στρώμα ομίχλης
που είχε φράξει τις εξόδους της στοάς. «Πάμε να φύγουμε»; Της πρότεινα με
χαμηλή φωνή. Η Δήμητρα δεν φάνηκε να συμμερίζεται την ανησυχία μου. Θα ‘λεγε
κανείς ότι εκείνη η αλλαγή που είχε σημειωθεί στην ακίνητη ατμόσφαιρα επιδρούσε
επάνω της διαφορετικά. Σαν να στόχευε εκείνη.
Της έπιασα το χέρι. Εκείνη με αγνόησε. Της έριξα ένα έκπληκτο βλέμμα. Ποτέ
δεν είχε αντιδράσει έτσι στο άγγιγμά μου.
«Μα πως γίνεται να μην μυρίζεις αυτό το θεσπέσιο άρωμα; Είναι σαν να έχει
δραπετεύσει από κάποιο εξωτικό παζάρι της Ανατολής!»
«Αφού στο είπα, δεν μυρίζω απολύτως τίποτα!» της απάντησα με θυμό αυτή τη
φορά.
Δεν φάνηκε να με ακούει. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της. Το
βλέμμα εστιάστηκε σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο. Εκείνη τη στιγμή με πλημμύρισε
ένα συντριπτικό κύμα αγνού τρόμου. Αρνήθηκα να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της
και να δω τι ήταν αυτό που κοιτούσε με τόση χαρά. Ήξερα ότι ήταν κάτι το
εντελώς αφύσικο και επομένως τρομακτικό, κάτι το εντελώς αντίθετο με τον φυσιολογικό κόσμο.
Μας είχε σκεπάσει μια βαθιά σιωπή. Το ηλεκτρικό φως της στοάς είχε γίνει
εντελώς ρηχό. Έπεφτε πάνω μας σαν άϋλη μπογιά. Οι πινακίδες νέον έσβησαν
στιγμιαία.
Η Δήμητρα με αγνόησε. Απομακρύνθηκε από κοντά μου λες και ανταποκρινόταν σε
κάποιο άηχο κάλεσμα. Την ακολούθησα με το βλέμμα μου ανήμπορα.
Η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο. Στο σημείο όπου βρισκόταν η σφραγισμένη
βιτρίνα ενός κοσμηματοπωλείου, διαγραφόταν τώρα ένα πέρασμα. Μια καινούργια στοά που δεν υπήρχε προηγουμένως: Αντίκρισα
χρυσοποίκιλτους κίονες. Μια θολωτή οροφή από κρύσταλλα βιτρώ μεταμόρφωναν το
φως του ήλιου σε πολύχρωμες δέσμες που έπεφταν σ’ ένα δάπεδο με γαλανά αραβουργήματα.
Δεξιά και αριστερά, είδα περίτεχνες προσόψεις καταστημάτων με αστραφτερά κρύσταλλα
και υφάσματα. Το άρωμα μπαχαρικών και σπάνιων αρωμάτων γέμιζε την ατμόσφαιρα.
«Θα έρθεις»; Με ρώτησε η Δήμητρα. Την κοίταξα άναυδος. Τρομοκρατημένος απ’ αυτά
που έβλεπα. Εκείνη μου έστειλε ένα φιλί και μου είπε:
«Σ’ ευχαριστώ που στάθηκες φίλος μου. Θα σε θυμάμαι και κάποια μέρα θα σε
ξαναβρώ.» Μετά μπήκε στην καινούργια στοά με βήμα ζωηρό. Τα φώτα τρεμόπαιξαν και
πάλι. Το πλουμιστό πέρασμα εξαφανίστηκε. Το ίδιο και η Δήμητρα.
Μου λείπει πολύ αλλά με παρηγορεί η σκέψη ότι βρίσκεται σ’ ένα κόσμο που μάλλον
της ταιριάζει περισσότερο. Επίσης, διασχίζω ακόμα πότε-πότε εκείνη τη στοά, αργά
το βράδυ. Γιατί κάπου μέσα μου ξέρω ότι η άλλη
στοά θα εμφανιστεί και πάλι.
Έρικ Σμυρναίος
30.07.19
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου