Συμμετοχή στον 7ο Διαγωνισμό Ελεύθερης Γραφής
Το
νησί, στο οποίο θα αποβιβαζόμαστε, άρχισε να διαφαίνεται, μέσα , στο γαλάζιο
που πορευόμαστε. Τελειώνοντας οι
παραλίες , ξεπρόβαλε η βλάστηση. Πολλοί θάμνοι διαφόρων χρωμάτων και υψών. Πιο μέσα , θεόρατα δέντρα με καρπούς. Το δάσος.
Πλησιάζοντας, διακρίναμε και τους κατοίκους. Φτάσαμε ,πατήσαμε στην στεριά.
Ολόκληρος στρατός εμείς, με στολές σαν
πανοπλία, όπλα, σιρίτια , κονκάρδες κι απέναντί μας γυμνοί άνθρωποι με άχυρα
στην μέση τους και βαμμένα πρόσωπα κι στέρνα. Κοιταχτήκαμε. Ξεκίνησαν να
χορεύουν τριγύρω μας, αλαλάζοντας.
Κοιτάω
ψηλά από τον φεγγίτη. Ίσα –ίσα που φαίνεται ένα κομμάτι γκρίζο σαν ουρανός.
Όλα τα υπάρχοντά μου σε είκοσι
τετραγωνικά. Κίτρινοι λερωμένοι τοίχοι. Ένα παλιό στρώμα , ένα γκαζάκι κι μια
βρώμικη κουβέρτα η περιουσία μου. Στην καρδιά της πόλης, στο Μανχάταν. Όταν
χρεοκόπησε η εταιρεία και απολύθηκα, είχα ελπίδες ότι θα ξαναβρώ δουλειά. Μέχρι
που εξανεμίστηκαν μαζί με τα χρήματά μου. Άρχισαν να μου αφήνουν φαγητό οι
γείτονες, και μετά να το ζητιανεύω εγώ στην γωνία. Χθες πέρασε μια παρέα
παιδιών και με χλεύασε, κάποια με κλώτσησαν κιόλας.
Αυτοί
που χόρευαν τριγύρω μας ψέλνοντας , μας οδήγησαν , με ακατανόητες λέξεις σ’ ένα ξέφωτο. Πλησίασαν ,
περισσότερο, εμένα. Ήμουν ο μοναδικός μαύρος ανάμεσα σε λευκούς. Ήμουν
δικός τους ,αλλά και ξεχωριστός. Αργότερα ,μέσα σε μια καλύβα, μου ΄δειξαν ,
ένα παιδί άρρωστο. Είχε μια πληγή στο πόδι. Περίμεναν κάτι από μένα.
αισθανόμουν δυνατός. Έκοψα ότι
χρωματιστά φυτά, βρήκα. Τα ζεμάτισα και τα έβαλα στην πληγή. Τον ζωμό , του τον
έδωσα, να τον πιεί. Το επανέλαβαν. Σε δύο μέρες, το παιδί ήταν όρθιο.
Ένα
ελατήριο από το στρώμα, μου τρυπάει τα πλευρά. Έχω ρίγη εδώ και δέκα μέρες. Γυρνώντας πλευρό, το
δεξί μου μάγουλο μου δίνει μια σουβλιά κι κάτι υγρό σαν πύον, μουσκεύει το μαξιλάρι
μου. Ακουμπάω το χέρι μου πάνω , κολλάει κι καίει .Προσπαθώ να θυμηθώ. Ανάμεσα στα γένια μου, είχα δει ένα τόσο δα σπυράκι
πριν από μέρες. Κάποια φορά το έξυσα και
το ξέχασα. Τώρα με εκδικείται.
Το
παιδί θεραπεύτηκε. Οι δικοί του διέδωσαν το νέο. Όπου κι αν βρισκόμουν είχα
γύρω μου, ανθρώπους που ήθελαν να με ακουμπήσουν. Έβαζα το χέρι μου στο κεφάλι
τους κι γιατρεύονταν από όλα.
Σηκώθηκα
με δυσκολία. Το αποφάσισα, πηγαίνω στο νοσοκομείο. Στο δρόμο , με αποφεύγουν
οι διαβάτες. Αποστρέφουν το βλέμμα τους.
Όσοι
θεραπεύονταν ήταν πια οι πιστοί μου. Με ακολουθούσαν παντού. Είχαμε βρει μια γλώσσα επικοινωνίας, λίγα
νοήματα-λίγα Γαλλικά. Τους είχα υποσχεθεί τρόφιμα και βάρκες.
Φτάνω
στο νοσοκομείο. Δηλώνω άπορος. Η προϊστάμενη με αγριοκοιτάζει κι με οδηγεί σ’
έναν θάλαμο με άλλους εννιά βρόμικους , αξύριστους γέρους.
Οι
πιστοί μου ήθελαν να διατηρήσουν την ζωή τους ,χωρίς παρεμβολές από τον έξω
κόσμο, χωρίς την ανάγκη χρημάτων. Τους
το υποσχέθηκα.
Τρίζει
η πόρτα του θαλάμου μου κι μπαίνουν οι γιατροί και οι νοσοκόμες.
Τέλειωσε
η αποστολή μας στα νησιά κι έπρεπε να φύγουμε.
Οι
νοσοκόμες με ετοιμάζουν για το χειρουργείο.
Ο
Διοικητής με συνέλαβε και με συνοδεία με οδηγεί στο πλοίο επιστροφής.
Είμαι
σ’ ένα άδειο, χειρουργικό τραπέζι, ολομόναχος.
Οι
πιστοί μου, έκλαιγαν, ζητούσαν να επιστρέψω
στις δεκαπέντε Φεβρουαρίου ,με ότι υποσχέθηκα.
Στον
άσπρο τοίχο απέναντι μου, το ημερολόγιο δείχνει δέκα πέντε Φεβρουαρίου. Με
ναρκώνουν.
Επιτέλους,
επιστρέφω στον Παράδεισο, νέος ,δυνατός, βλέπω τις τελετουργίες τους για χάρη
μου. Με βάζουν στο κέντρο του κύκλου τους κι χορεύουν γύρω μου με στολές από
άχυρο κι κόκκινες μπογιές.
Ένας-ένας
βγάζουν τα γάντια τους κι την άσπρη ποδιά τους. Ακούω από μακριά, μια φωνή να
λέει: ώρα θανάτου δύο το μεσημέρι στις δέκα πέντε Φεβρουαρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου