Πίναμε
όλο το βράδυ
από το ρουμπίνι
που μοίραζε
πρόθυμα
τον χυμό του
κι έβαφε
το γυάλινο
περίβλημα
των ποτηριών
με πορφυρές
ανταύγιες
συζητώντας
ανούσια
για πράγματα
αδιάφορα
και κάπου κάπου
παραληρούσαμε
λες
και κάποια
αόρατη δύναμη
πήγαινε τη
γλώσσα μας
πέρα δώθε
κι εμείς
τη νοιώθαμε
ακυβέρνητη
πίσω απ’ τα
χείλη
κι όντας
ανήμποροι
να την
κατευθύνουμε
σε λογικούς
συνειρμούς
σηκώναμε το χέρι
και τσουγκρίζαμε
τα ποτήρια μας
συντονισμένοι
στη διαπασών
φωνάζοντας
όλοι μαζί:
«εβίβα»
ενώ το κόκκινο
πήγαινε ως τα
μάγουλα
κι ανηφόριζε
πιο πάνω
μέχρι τα μάτια
κι αυτά
έπαιρναν μιαν
όψη
φλογισμένου
κάρβουνου
που αντανακλούσε
ελπιδοφόρα
συγκατάβαση
για το ταξίδι
της επόμενης
ημέρας.
Έτσι μεθυσμένους
μας βρήκε το
ξημέρωμα
να δίνουμε
όρκους
παντοτινής
φιλίας
πριν γείρουμε το
κεφάλι
πάνω στο τραπέζι
κι αποκοιμηθούμε
εκεί
όπως
μας βρήκε το
ξημέρωμα.
Κι έμοιαζε το
ροχαλητό
καθώς έβγαινε
σαν παράπονο
από τα έγκατα
του είναι μας
με βρυχηθμό
πληγωμένου
θηρίου
που πάλευε
να ελευθερώσει
το μισοκομμένο
πόδι του
από το δόκανο
του κυνηγού.
Όταν ξυπνήσαμε
δεν θυμόμασταν
τίποτα
ούτε καν
ο ένας τον άλλο
κι αναχωρήσαμε
παίρνοντας
ο καθένας
τον δικό του
δρόμο
άγνωστοι πια
μεταξύ αγνώστων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου