8 Μαΐ 2018

"Σκιές του Μυαλού" από τη Σοφία Κραββαρίτη

Το δάσος θαρρείς και την κατάπιε μπαίνοντας μέσα του τρομακτική και ανατριχιαστική φιγούρα, καθώς πλησίαζε το σούρουπο τρομαγμένο και αυτό. Περπατούσε με αργά βήματα θανάτου αφήνοντας πίσω της νεκρή γη στο δηλητηριώδες πέρασμά της. Τα δέντρα μαράζωναν μόνο που την αντίκριζαν και παραδίνονταν και αυτά στο τραγικά πένθιμο και σουρεαλιστικό τοπίο με το πράσινο εμπρός της και την καμμένη γη πίσω της. Όσο προχωρούσε, τα πάντα έσβηναν στο διάβα της. Τα πουλιά που την συνόδευαν, μαύρα κι αυτά σαν την κόλαση, σαν την ίδια, σαν την ψυχή της, σαν τον πίνακα που ζωγράφιζαν τα βήματά της. Σύντροφοι πιστοί σ` ένα μολυσμένο ταξίδι. Σ` ένα κάλεσμα τρόμου. Το μπαστούνι της οδηγούσε τα βήματά της. Ήταν τυφλή. Κι όχι μόνο αυτό. Δεν είχε καν μάτια. Δυο άδειες τρύπες πάνω στο πρόσωπό της, φρικιαστικές, απόκοσμες, πέρα από κάθε λογική. Ήταν αποτέλεσμα κατάρας η κατάστασή της. Είχε προκαλέσει πολύ κακό και ένας ισχυρός μάγος κατάφερε να εγκλωβίσει τα μάτια της βαθιά στα μαύρα σωθικά της, ικανοποιημένος που δεν θα έκανε πια σε κανέναν κακό. Της είχε πει πως η κατάρα θα λυνόταν μόνο αν κάποιος την αγαπούσε πολύ, ποιος θα μπορούσε όμως να αισθανθεί οτιδήποτε για ένα τόσο αποκρουστικό πλάσμα;
Δεν ήξερε πόσο καιρό περιπλανιόταν. Δεν γνώριζε ούτε τι έτρωγε. Προσπαθούσε να βρει κάποιο καρπό δέντρου κι άλλες πάλι φορές, τα πουλιά ήταν αυτά που της έβαζαν την τροφή στο χέρι. Δε σκεφτόταν τίποτα, παρά την εκδίκηση. Ας έβρισκε πάλι την όρασή της και θα το πλήρωνε ακριβά ο μάγος. Απλά να την ξανάβρισκε. Συνέχισε την περιπλάνηση στα χαμένα, ώσπου μυρωδιά καμμένου ξύλου έφτασε στα ρουθούνια της. Προσπάθησε να προσανατολιστεί ακολουθώντας τον καπνό που έμοιαζε να έχει τρυπώσει μέσα της. Ο ξυλοκόπος βρισκόταν έξω από το σπίτι και έκοβε ξύλα. Ήταν ένας όμορφος άντρας, μυώδης, ξανθός με άτακτα γένια να πλαισιώνουν το πρόσωπό του. Είχε σηκώσει το τσεκούρι ψηλά όταν φάνηκε μπροστά του και από το σοκ, το άφησε να πέσει στο έδαφος. Είδε τα πουλιά να πετάνε γύρω της και τρόμαξε με το περίεργο πλάσμα που αντίκριζε. Αν εξαιρούσες τις άδειες κόγχες των ματιών της, ήταν όμορφη. Όμορφη και φρικιαστική. Ένιωσε την παρουσία του και ζήτησε βοήθεια. Αν και ήταν διστακτικός, την οδήγησε μέσα στο σπίτι. Τα πουλιά πέταξαν μακριά. Της έδωσε ρούχα του να κάνει ένα μπάνιο και της έβαλε να φάει. Του διηγήθηκε την ιστορία της. Ο μάγος την ήθελε κι όταν αυτή αρνήθηκε τον έρωτά του, της έκανε αυτό το πράγμα. Ο νεαρός άντρας άκουγε κατάπληκτος. Ένιωσε ευθύνη απέναντί της και θέλησε να γίνει ο προστάτης της. Την κράτησε κοντά του και μέρα με τη μέρα, εκείνη άρχισε να δυναμώνει. Ο ξυλοκόπος ζούσε πολύ καιρό μόνος του και δεν άργησε να την αγαπήσει. Της το είπε ένα μεσημέρι που έτρωγαν και μια λάμψη ξεχύθηκε στο πρόσωπό της που έβγαινε από τις άδεις κόγχες. Την κοίταζε σαν χαμένος παρακολουθώντας την να αλλάζει. Έντρομος την είδε να σκεπάζει τη θέση των ματιών με τα χέρια της και να ακουμπάει το κεφάλι της πάνω στο τραπέζι βγάζοντας μικρές κραυγές. Λίγα λεπτά μετά είχαν τελειώσει όλα και ανασήκωσε το κεφάλι της χαμογελώντας. Δύο γαλάζια μάτια τον αντίκριζαν, ενώ αυτός βρισκόταν ακόμη σε κατάσταση πανικού. Του εξήγησε την επίλυση της κατάρας, χωρίς να μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Αποφάσισε αμέσως να την κάνει γυναίκα του και να εξοντώσει τον μάγο. Της ζήτησε να τον οδηγήσει σε αυτόν και ξεκίνησαν την ίδια στιγμή. Τα μάτια της άστραφταν, δε χόρταινε να κοιτάζει γύρω της. Το δάσος έμοιαζε να ξαναγεννιέται. Δεν έβλεπε καμμένη γη. Όσο μακριά αγκάλιαζε το μάτι τους το τοπίο, η φύση όλη έμοιαζε ν` ανασταίνεται, μιας και το πράσινο τη χάιδευε και πάλι τρυφερά. Εισέπνευσε ευτυχισμένη. Στράφηκε σ` εκείνον κοιτάζοντάς τον βαθιά στα μάτια. Ήξερε τι χρειαζόταν. Τη δύναμη της καρδιάς του. Ένιωσε ευγνωμοσύνη που μπορούσε να το έχει. Λίγες στιγμές μετά, συνέχιζε να περπατά γνωρίζοντας τι έπρεπε να κάνει. Τώρα πια ένιωθε δυνατή. Η κατάρα είχε λυθεί και είχε φτάσει η ώρα της εκδίκησης. Κι όλα αυτά χάρη σ` εκείνον. Τον κοίταξε για μία τελευταία φορά. Το άψυχο πια κουφάρι του, από το δηλητηριώδες μπαστούνι που είχε χώσει στην καρδιά του, έλιωνε πάνω στη σάπια πλέον γη. Τα πουλιά επέστρεψαν, άγρυπνοι φρουροί του σκότους. Κοίταξε πάλι μπροστά. Τα πάντα σάπιζαν πλέον, η φύση πέθαινε παραδομένη στην ίδια την κόλαση. Δεν την ένοιαζε. Τώρα ήταν δυνατή...

Σ.Κραββαρίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

who is online

Ad24