22 Μαΐ 2018

"Σκιές του Μυαλού" από τη Σοφία Κραββαρίτη

Η Ανατολή ήταν πάντα η ώρα που της άρεσε να κολυμπάει. Και κάθε φορά στο ίδιο μέρος. Στην "ανθισμένη παραλία" όπως την αποκαλούσε. Ήταν πάντα μόνη της εκείνη την ώρα. Αυτός ήταν και ο λόγος που επέλεγε κάθε μέρα να συναντήσει την αυγή πριν το σώμα της και η ψυχή της λυτρωθούν από την ευεργετική επίδραση του θαλασσινού νερού.
Το μπάνιο της ήταν κάθε μέρα τελετουργικό. Έφτανε πάντα την ίδια ώρα, φορώντας ένα γαλάζιο φόρεμα μακρύ ως τον αστράγαλο κι ένα κίτρινο φουλάρι στα μαλλιά της. Ένα τέλειο συμπλήρωμα στο πανέμορφο κάδρο της "ανθισμένης παραλίας" με τα κίτρινα λουλούδια να ερωτοτροπούν ξεδιάντροπα με τα βότσαλα, που έδειχναν ν' απολαμβάνουν τα αισθησιακά τους χάδια.
Έβγαζε το φόρεμα από τους ώμους αφήνοντάς το να πέσει κάτω, αποκαλύπτοντας το μωλωπισμένο της κορμί. Έκανε λίγα βήματα ώσπου τα πόδια της ν' αγγίξουν το αλμυρό νερό και στεκόταν για λίγες στιγμές ατενίζοντας τον ορίζοντα, με έναν ήλιο ντροπαλό να κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή του. Στη συνέχεια έλυνε το φουλάρι και με μια αργή κίνηση, το άφηνε να πέσει πίσω από τους ώμους της.

Λίγα βήματα ακόμα και η θάλασσα την υποδεχόταν στην αγκαλιά της, χαρίζοντάς της την αγάπη και τρυφερότητα που της έλειπαν, αλλά και την παρηγοριά για το σημαδεμένο της κορμί και την σακατεμένη της ψυχή.
Ήταν ευτυχισμένη μέσα στο νερό. Ένιωθε σαν έμβρυο στη μήτρα της μάνας της, ασφαλής και προστατευμένη. Και είχε τόση ανάγκη από αυτά τα συναισθήματα! Δε βιαζόταν να βγει, απολάμβανε την κάθε σταγόνα που την χάιδευε τρυφερά και της ψιθύριζε γλυκά γαληνεύοντας τη λαβωμένη της καρδιά.
Όταν αποφάσιζε να επιστρέψει και πάλι στην αμμουδιά, το φουλάρι τής αγκάλιαζε το κορμί της, τρυφερός εραστής, παίρνοντας όλη την υγρασία από πάνω της. Λίγη ώρα μετά, άφηνε πίσω της την παραλία με τους βράχους δίπλα στα κίτρινα άνθη, άπραγοι ηδονοβλεψίες, μάρτυρες του έρωτά της με την θάλασσα.
Δεν ήταν όμως οι μόνοι. Ένα ζευγάρι μάτια κρυμμένο πίσω τους, την παρατηρούσε μέρες τώρα. Ήταν ένας νέος άντρας που είχε βρεθεί τυχαία εκεί μιαν αυγή πριν φτάσει ακόμα εκείνη κι έμεινε κρυμμένος. Δεν ήθελε να τον δει κανείς, ούτε να την ενοχλήσει. Απέμεινε στη θέση του να την χαζεύει, μένοντας έκθαμβος αρχικά από την ομορφιά της και κατάπληκτος στη συνέχεια από τα σημάδια στο κορμί της. Η θλίψη που ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπό της και σε όλες τις κινήσεις του σώματός της, τον είχε μαγνητίσει. Συνέχισε να πηγαίνει κάθε μέρα πιο νωρίς περιμένοντας την, κρυμμένος πάντα πίσω από τους βράχους. Αυτό που επιθυμούσε, ήταν να πάρει τη δυστυχία της, να φορτώσει όλο της τον καημό στους δικούς του ώμους. Άλλωστε κι αυτός μόνος του ήταν, τι πιο εύκολο από το να σμίξουν δύο μοναξιές και να ταιριάξουν δύο δυστυχισμένος ψυχές;
Μία μέρα, αποφάσισε να της μιλήσει. Θα την περίμενε να βγει από την θάλασσα, ήταν σίγουρος πως ήταν η λύτρωσή της και δεν ήθελε να της το χαλάσει. Το κορμί της εκείνη τη μέρα ήταν σε άθλια κατάσταση και βούρκωσε αντικρίζοντάς το. Ορκίστηκε ότι δε θα επέτρεπε να υποφέρει ποτέ ξανά. Όταν την είδε να ξεμακραίνει λίγο, βγήκε από την κρυψώνα του και πλησίασε στην ακτή. Έσκυψε και πήρε το φουλάρι της. Το κράτησε στα χέρια του απαλά σα να κρατούσε το κορμί της. Την περίμενε να γυρίσει. Θα της μιλούσε, ναι. Δε θα πονούσε ποτέ πια, γιατί θα την φρόντιζε αυτός.
Εκείνη δεν τον είχε πάρει είδηση. Κολυμπούσε όλο και πιο βαθιά. Αυτή τη φορά πονούσε πολύ, το κορμί της σχεδόν δεν το ένιωθε. Ήταν αποφασισμένη να μην το επιτρέψει ξανά, δε θα γινόταν έρμαιο στα χέρια κανενός. Δε θα γυρνούσε πίσω, όχι ποτέ ξανά. Ποτέ...
Συνέχισε να κολυμπά όλο και πιο βαθιά...

Σ.Κραββαρίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

who is online

Ad24