Σ' ένα οικογενειακό τραπέζι
Κυριακή
μεσημέρι στο αρχοντικό του Ηλία και της Αμαλίας Βενιέρη. Η τραπεζαρία άστραφτε
από τα κρυστάλλινα ποτήρια, τα πορσελάνινα πιάτα και τα ασημένια
μαχαιροπίρουνα. Είναι σημαντική μέρα σήμερα μιας και ο Γιάγκος, ο πολυαγαπημένος
γιος της οικογένειας, πήρε επιτέλους τον πολυπόθητο διορισμό του.
Με
υπερηφάνεια διαβάζει ξανά και ξανά το τηλεγράφημα: «Διορίζεστε ως καθηγητής βυζαντινής
μουσικής εις το Εκκλησιαστικόν Λύκειον Ξάνθης. Παρακαλώ όπως παρουσιασθείτε
εντός μίας εβδομάδος δια να ορκισθείτε και να αναλάβετε επισήμως τα καθήκοντά
σας».
«Καλή
σταδιοδρομία, λεβέντη μου!» του ευχήθηκε η μητέρα του, σηκώνοντας το ποτήρι
της.
Ταυτόχρονα,
σκούντησε με τον αγκώνα της τον άντρα της.
«Σαλατούλα,
Ηλία μου, σαλατούλα», είπε σιγανά. «Το είπε κι ο γιατρός…»
Ο
καημένος ο Ηλίας περιορίστηκε να νεύσει καταφατικά.
Δεν έχει και τόσο άδικο η Αμαλία μου. Η ρημάδα η χοληστερίνη θέλει προσοχή, σκέφτηκε.
«Ευχαριστώ
μητέρα!» είπε ο Γιάγκος.
Η
Αλεξάνδρα, η αδελφή του, τακτοποίησε ένα τσουλούφι που της έπεφτε μονίμως στα
μάτια.
Καλά κρασιά! Τι στην ευχή βρίσκει σ’ αυτό το ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ ο
αδελφούλης μου; Όχι πως ήταν και για τίποτα καλύτερο, δηλαδή, σιγομουρμούρισε, καθώς έβαζε σ’ ένα
πιάτο μια καλή μερίδα κοτόπουλο με πατάτες από την πιατέλα μπροστά της.
«΄Ελα,
Γιώργο μου, να τιμήσεις τα νόστιμα μεζεδάκια της μαμάς», είπε στο σύντροφό της.
«Σ’
ευχαριστώ, γλυκιά μου», απάντησε εκείνος, βάζοντας μια καλή μπουκιά στο στόμα
του.
Η
Αλεξάνδρα είναι η καλλιτέχνιδα της οικογένειας. Ιδιοκτήτρια μιας
επιτυχημένης-είναι αλήθεια!- γκαλερί τέχνης, έχει στο βιογραφικό της (εκτός των
άλλων) δυο γάμους και δυο διαζύγια. Ο τωρινός της σύντροφος, ο Γιώργος, δηλώνει
ζωγράφος και περιμένει εναγωνίως την ημέρα που επιτέλους θα αναγνωριστεί το
ταλέντο του και θα λάμψει το άστρο του στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Εν τω μεταξύ,
είναι μονίμως άφραγκος, ζει μονίμως με δανεικά και λατρεύει το καλό φαγητό,
αρκεί, φυσικά, να είναι τσάμπα.
Μεγάλη
του αδυναμία τα φαγητά της Αμαλίας, την οποία αποκαλεί μαμά, αν και δεν είναι καν αρραβωνιασμένος με την
Αλεξάνδρα.
Η
Αμαλία είναι γοητευμένη από την αβρότητα του εκλεκτού αυτού νέου και πιέζει τον Ηλία να
χρησιμοποιήσει τις γνωριμίες του ώστε να βοηθήσουν το “παιδί” να αποκατασταθεί.
«Γιώργο,
μίλησα με το δήμαρχο σήμερα…», είπε ο Ηλίας.
Ο
Γιώργος σήκωσε το κεφάλι του και σκουπίστηκε με τη χαρτοπετσέτα.
«Θα
αναλάβεις πόστο σ’ έναν οργανισμό του δήμου που θα ασχολείται με τα
καλλιτεχνικά και πολιτιστικά δρώμενα στην περιοχή μας. Είναι όλα κανονισμένα…»
«Ε…ναι…να
το σκεφτώ….»
Ο Γιάγκος,
που μέχρι εκείνη την ώρα ήταν σιωπηλός, αποφάσισε να επέμβει.
«Τι να
σκεφτείς, δηλαδή;» είπε στο Γιώργο. «Κάποια στιγμή δεν πρέπει κι εσύ να βάλεις
μια τάξη στη ζωή σου;»
«Μην
ξεχνάς…είμαι καλλιτέχνης…»
«Ο
οποίος τα ροκανίζει κανονικά από την αδελφή μου το κορόιδο….»
«Άκου
να σου πω…», θύμωσε η Αλεξάνδρα.
«Μαμά,
θείε, σας παρακαλώ. Δεν είναι ώρα…»
Ο
Αντρίκος, ο 15χρονος γιος της Αλεξάνδρας, ρίχνει ένα βλέμμα παρακλητικό
στη μητέρα και στο θείο του. Εδώ και ώρα έχει αρχίσει να νιώθει άβολα. Βασικά,
σήμερα θα προτιμούσε να ήταν στη μεγάλη καφετέρια της πλατείας, μαζί με την
παρέα του. Η Αλίκη, η δίδυμη αδελφή του, συμμερίζεται τις σκέψεις του. Από το
να βλέπουν τη μάνα τους με το νέο της σύντροφο να διαπληκτίζονται με την
υπόλοιπη οικογένεια………….
Μάνα!
Ποια μάνα, δηλαδή. Αραιά και που τη βλέπουν. Μετά το διαζύγιο, ανέλαβε
την κηδεμονία τους ο πατέρας τους, μιας και η Αλεξάνδρα ήταν “αλλού”. Γενικώς,
πάντα ήταν “αλλού”. Μα είναι μάνα τους και την αγαπούν.
Η
Αμαλία έκανε ένα νεύμα στον άντρα της να φέρει άλλη μια μποτίλια κρασί.
«Όλα
έτοιμα για το ταξίδι σου;» ρώτησε το γιο της.
«Ναι,
μητέρα», απάντησε εκείνος.
«
Έβαλες στη βαλίτσα τα ζεστά σου πουλόβερ και τις ζεστές μάλλινες κάλτσες
που σου έχω πλέξει; Κάνει κρύο πάνω στην Ξάνθη που θα πας…»
Να μην χαϊδολογήσει τον κανακάρη της; Κοτζάμ γάιδαρος και τον έχει σαν μωρό
παιδί,σκέφτηκε η
Αλεξάνδρα.
«Είναι
μεγάλο κι έξυπνο παιδί ο αδελφός μου, μητέρα, μην ανησυχείς», είπε.
«Πολύ
νόστιμα πάντως τα μεζεδάκια σας, μαμά», πετάχτηκε ο Γιώργος.
«Μακάρι
να μαγείρευε έτσι εξαίσια και η Αλεξάνδρα….», συνέχισε για να εισπράξει μια
δυνατή τσιμπιά στο χέρι από τη σύντροφό του.
«Σκάσε
επιτέλους!» του ψιθύρισε.
«Μαμά,
εγώ το απόγευμα λέω να…», ξεκίνησε να λέει ο Αντρίκος.
«Είσαι
ελεύθερος από μένα», η Αλεξάνδρα δεν τον άφησε να ολοκληρώσει.
Ο Ηλίας
μπήκε στην τραπεζαρία κρατώντας στο χέρι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί.
«Φέρτε
τα ποτήρια σας να τα γεμίσω!» είπε χαμογελώντας.
΄Εβαλε
κρασί σε όλους, αφήνοντας το δικό του ποτήρι τελευταίο.
«Κι
άλλο κρασί θα πιείς;» τσίριξε η Αμαλία. «΄Ένα ποτηράκι κι αυτό κάπου κάπου,
είπε ο γιατρός, μην το ξεχνάς!»
«Αμαλία
μου μια ζωή την έχουμε! Σήμερα θέλω να πιω και να χαρώ. Επιτέλους ο γιος μου
πραγματοποίησε το όνειρό του»
Ναι πως! Λιβάνια, κεριά, και ΒΟΥ ΠΑ ΠΑ ΒΟΥ ΠΑ ΠΑ… Αχ, Θεούλη μου, μια ζωή
μας φλόμωσε στις νότες τις βυζαντινές, να φύγει να ησυχάσουμε, μουρμούρισε η Αλεξάνδρα.
«Οι
αρχές με τις οποίες τον μεγάλωσα έπιασαν τόπο!.» είπε η Αμαλία.
Ο Ηλίας
κοίταξε λοξά τη γυναίκα του.
«Εβίβα,
λοιπόν!» επενέβη ο Γιώργος.
Και
ύστερα συμπλήρωσε.
«Σίγουρα
και τα γλυκά που έχετε φτιάξει θα είναι θεσπέσια, μαμά. Ανυπομονώ να τα
δοκιμάσω…να τα δοκιμάσουμε όλοι, δηλαδή».
Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου