Δέκατη
μέρα που βρισκόταν στη θάλασσα, στη μέση του πουθενά. Το νερό ήταν πια
ελάχιστο, μερικές σταγόνες μόνο είχαν απομείνει, μια ψεύτικη δωροδοκία
στην επιβίωση. Μια τελευταία κονσέρβα περίμενε τη δική της σειρά να
γίνει θυσία στο βωμό της πείνας.
Δε βιάστηκε να τη φάει, ούτε να πιει νερό. Κοίταξε γύρω του απορημένος, μπορεί και απελπισμένος Αν δεν έκανε τόση ζέστη εκείνες τις μέρες, αν ο ήλιος δεν ήταν συνεχώς τόσο επιθετικός πάνω από το κεφάλι του, ίσως και να κατάφερνε να συλλάβει ολοκληρωτικά την δυσχερή του θέση. Η κατάσταση που βρισκόταν όμως δεν επέτρεπε στη λογική να κυριαχήσει, έτσι το μόνο που απέμενε ήταν να ρίχνει το άδειο του βλέμμα στην απέραντη θάλασσα και στον γαλανό ορίζοντα που ερωτοτροπούσε μαζί της. Προσπάθησε να θυμηθεί γι' άλλη μία φορά πως βρέθηκε εκεί. Μάταια όμως. Ήταν καταβεβλημένος.
Αποφάσισε να κοιμηθεί λιγάκι, ο ήλιος όμως που είχε ξυπνήσει λίγο πριν, ήθελε παρέα καθώς ανέβαινε την σκάλα του ουρανού. Τον κοίταξε μέσα από την βάρκα και χαμογέλασε χαζά. Σήκωσε το χέρι του σ' έναν παιδιάστικο χαιρετισμό και φώναξε "καλημέρα". Εκείνος όμως δεν του αποκρίθηκε, παρά συνέχισε την ανοδική του πορεία καθώς ετοιμαζόταν να προσφέρει στην πλάση ακόμη μία ζεστή μέρα.
Το βλέμμα του περιπλανήθηκε και πάλι στα γαλανά νερά. Κανείς δε θα μπορούσε να μαντέψει τι περνούσε από το μυαλό του εκείνες τις στιγμές, εκτός από την τρέλα ίσως. Αυτή ναι, σίγουρα θα κατάφερνε να διαβάσει την σκέψη του.
Αρκετά μακριά του ένα πλοίο έκανε την εμφάνιση του. Η καρδιά του σκίρτησε, δεν κουνήθηκε όμως από τη θέση του. Έμεινε εκεί να κοιτάζει με το χαζό χαμόγελο μόνιμα αποτυπωμένο στο πρόσωπό του.
Το πλοίο άργησε πολύ να φτάσει κοντά του. Είχαν εντοπίσει την βάρκα και μία σωστική λέμβος με τρεις άντρες κατευθυνόταν προς το μέρος της. Λίγη ώρα μετά ανέβηκαν στο καράβι που τους περίμεναν όλοι με αγωνία. Βεβαίωσαν τον καπετάνιο πως η βάρκα ήταν άδεια υποθέτοντας πως κάποιος θα είχε μαζέψει τον κάτοχο και συνέχισαν το ταξίδι τους.
Πίσω στο σημείο που βρισκόταν η βάρκα, ένα άλλο ταξίδι είχε ξεκινήσει. Το τελευταίο που σκέφτηκε πριν τον εγκαταλείψει η ψυχή του μέσα στα ήσυχα νερά, ήταν το πόσο όμορφο ήταν αυτό το γαλάζιο γύρω του και πόσο τον γαλήνευε...
Σ.Κραββαρίτη
Δε βιάστηκε να τη φάει, ούτε να πιει νερό. Κοίταξε γύρω του απορημένος, μπορεί και απελπισμένος Αν δεν έκανε τόση ζέστη εκείνες τις μέρες, αν ο ήλιος δεν ήταν συνεχώς τόσο επιθετικός πάνω από το κεφάλι του, ίσως και να κατάφερνε να συλλάβει ολοκληρωτικά την δυσχερή του θέση. Η κατάσταση που βρισκόταν όμως δεν επέτρεπε στη λογική να κυριαχήσει, έτσι το μόνο που απέμενε ήταν να ρίχνει το άδειο του βλέμμα στην απέραντη θάλασσα και στον γαλανό ορίζοντα που ερωτοτροπούσε μαζί της. Προσπάθησε να θυμηθεί γι' άλλη μία φορά πως βρέθηκε εκεί. Μάταια όμως. Ήταν καταβεβλημένος.
Αποφάσισε να κοιμηθεί λιγάκι, ο ήλιος όμως που είχε ξυπνήσει λίγο πριν, ήθελε παρέα καθώς ανέβαινε την σκάλα του ουρανού. Τον κοίταξε μέσα από την βάρκα και χαμογέλασε χαζά. Σήκωσε το χέρι του σ' έναν παιδιάστικο χαιρετισμό και φώναξε "καλημέρα". Εκείνος όμως δεν του αποκρίθηκε, παρά συνέχισε την ανοδική του πορεία καθώς ετοιμαζόταν να προσφέρει στην πλάση ακόμη μία ζεστή μέρα.
Το βλέμμα του περιπλανήθηκε και πάλι στα γαλανά νερά. Κανείς δε θα μπορούσε να μαντέψει τι περνούσε από το μυαλό του εκείνες τις στιγμές, εκτός από την τρέλα ίσως. Αυτή ναι, σίγουρα θα κατάφερνε να διαβάσει την σκέψη του.
Αρκετά μακριά του ένα πλοίο έκανε την εμφάνιση του. Η καρδιά του σκίρτησε, δεν κουνήθηκε όμως από τη θέση του. Έμεινε εκεί να κοιτάζει με το χαζό χαμόγελο μόνιμα αποτυπωμένο στο πρόσωπό του.
Το πλοίο άργησε πολύ να φτάσει κοντά του. Είχαν εντοπίσει την βάρκα και μία σωστική λέμβος με τρεις άντρες κατευθυνόταν προς το μέρος της. Λίγη ώρα μετά ανέβηκαν στο καράβι που τους περίμεναν όλοι με αγωνία. Βεβαίωσαν τον καπετάνιο πως η βάρκα ήταν άδεια υποθέτοντας πως κάποιος θα είχε μαζέψει τον κάτοχο και συνέχισαν το ταξίδι τους.
Πίσω στο σημείο που βρισκόταν η βάρκα, ένα άλλο ταξίδι είχε ξεκινήσει. Το τελευταίο που σκέφτηκε πριν τον εγκαταλείψει η ψυχή του μέσα στα ήσυχα νερά, ήταν το πόσο όμορφο ήταν αυτό το γαλάζιο γύρω του και πόσο τον γαλήνευε...
Σ.Κραββαρίτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου