(Συμμετοχή στην τελική φάση του 7ου Διαγωνισμού Ελεύθερης Γραφής - Πεζογραφία)
Ψηφίστε εδώ!!
Ψηφίστε εδώ!!
(Το πεζό ποιήμα της Ράκσα Αλξ αφιερωμένο σε εκείνο)
Η
πρώτη φορά που τον είδα ήταν πέντε χρόνια πριν. Σχεδόν έξι, πλέον. Τη στιγμή
που το βλέμμα μου ακούμπησε το πρόσωπό του, το κεφάλι μου έγειρε στο πλάι, σαν
τα σκυλιά που κοιτάνε τα αφεντικά τους με ένα βλέμμα απορίας. Χρειάστηκε να τον
περιεργαστώ για κάμποσα λεπτά. Τόσο μεγάλη ήταν η απορία μου. Πώς, άραγε, είναι
δυνατόν να είναι ένας άνθρωπος τόσο όμορφος;
Εκείνος
δεν με είχε προσέξει. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο πάτωμα με μία πρωτοφανή,
για εμένα, προσήλωση. Θα συνειδητοποιούσα, αργότερα, ότι αυτή ήταν μία από τις
συνηθισμένες του στάσεις. Το κεφάλι χαμηλωμένο και τα μάτια του να διατρέχουν
το δάπεδο, λες και ήταν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που είχε δει ποτέ.
Το περπάτημά του ήταν πάντοτε αθόρυβο, σαν να φοβόταν ότι η σιωπή του θα
ενοχλούσε έναν εκκωφαντικό κόσμο. Με κάθε του βήμα, η αύρα του, βαριά σαν την
ψυχή που κουβαλούσε πάνω στις κυρτές του πλάτες, απλωνόταν στο χώρο και γέμιζες
με τη γλυκιά μελαγχολία. Είναι αυτή η μελαγχολία που κουβαλάνε οι άμοιρες
ψυχές, που σεργιανίζουν στον κόσμο αυτό, χρόνια πολλά περισσότερα από τα σώματά
τους. Οι ψυχές που δυσανασχετούν και βασανίζονται παγιδευμένες σε μία ζωή που
δεν μπορεί μήτε να τις καταλάβει μήτε να τις ευχαριστήσει. Έχεις δει και εσύ
σίγουρα ψυχές τέτοιες, πολλές. Είναι εκείνες που η ανάσα τους έχει μία
δυσχέρεια, τα μάτια τους μιλάνε περισσότερο από τα στόματά τους, η χάρη είναι
έμφυτη και η θλίψη δεδομένη.
Εγώ,
πιτσιρίκα ακόμα και άμαθη, επίσης, τον έβλεπα και τον θαύμαζα, ακριβώς για αυτή
του θλίψη. Για αυτή του τη σιωπή, μιας και όσο στενάχωρη και να’ταν, ήταν
όμορφη. Και εκείνος ήτανε όμορφος. Δεν τολμούσα να τον πλησιάσω, ούτε να του μιλήσω.
Μονάχα από μακριά, που και που, τον κοιτούσα, ποτέ χωρίς δέος και θαυμασμό.
Πέρασαν
χρόνια μέχρι να του μιλήσω και να τον γνωρίσω. Δεν ξέρω να σου πω πότε συνέβη,
διότι ούτε εγώ η ίδια το κατάλαβα. Συνειδητοποίησα, όμως, με μεγάλη έκπληξη,
ότι λάτρευα το χαμόγελό του. Λάτρευα αυτό τον παράξενο τρόπο με τον οποίο τα
μάτια του άλλαζαν χρώμα, λες και τα χτυπούσε ο ήλιος. Κάθε φορά που
χαμογελούσε, το σώμα του άλλαζε και η ψυχή του έχανε βάρος. Λάτρευα μέχρι και
εκείνες τις μικρές ρυτίδες που έσκαγαν στην άκρη των ματιών του και πάλλονταν
κάθε φορά που με κοιτούσε με το γλυκό του βλέμμα, ρυτίδες γέλιου που σπάνια
έχουν άνθρωποι σαν και αυτόν. Ήταν τόσο ιδιαίτερες εκείνες του οι στιγμές, που
έμοιαζε δύσκολο και απίθανο να τον φανταστείς να κουβαλάει όλη αυτή τη σιωπή.
Συγγνώμη
που θα σου το πω, από τώρα, αλλά πιστεύω, πρέπει να το ξέρεις. Τα χείλη μου δεν
ακούμπησαν ποτέ τα δικά του. Τα σώματά μας δεν έγιναν ποτέ ένα. Αφήναμε πάντοτε
ο ένας στον άλλο έναν ιδιαίτερο χώρο. Δεν αγγιζόμασταν πολύ. Εγώ από έλλειψη
τόλμης και ντροπή και εκείνος γιατί ήταν έτσι. Ό,τι συνέβαινε μεταξύ μας,
συνέβαινε μέσα μας. Μονάχα στα λόγια. Στα μάτια. Στον αέρα.
Δεν
θα ξεχάσω ποτέ μου εκείνο το βράδυ, που μες τη μέθη του, κοιτώντας με στα
μάτια, όπως δεν με έχει ξανακοιτάξει άνθρωπος, ψέλλισε εκείνους τους στίχους.
Μπορεί να ήμαστε με άλλους. Μπορεί να ήμαστε στο κέντρο μίας κατάμεστης από
κόσμο πλατείας. Αλλά ήμαστε δύο. Μονάχοι
μας. Εγώ και εκείνος. Εγώ να κολυμπάω σε εκείνο του το βλέμμα. Μέσα στα μάτια
του. Όπως τη μέρα που με κοίταξε και μου είπε «σ’αγαπώ, το ξέρεις;» και ας μην
σήμαινε στη γλώσσα του εκείνο που εγώ προσδοκούσα.
Εγώ
και εκείνος. Πάντοτε. Σαν δύο δορυφόροι. Πάντα κοντά, αλληλοεξαρτώμενοι. Πάντα
μακριά, αλληλοεξαρτώμενοι. Σε παράλληλες τροχιές. Χαμένοι. Κοντά. Έτοιμοι ο
ένας να ακουμπήσει τον άλλο. Έτοιμοι ο ένας να προστατέψει τον άλλο. Συμπλήρωνε
τις φράσεις μου. Θύμωνα και ζήλευα όποια τον πλησίαζε. Πάντοτε με έψαχνε.
Πάντοτε έλεγχα να δω το πρόσωπό του, αν ήταν καλά. Όταν με αισθανόταν
«περίεργη», όπως έλεγε εκείνος, ερχόταν και στεκόταν δίπλα μου. Χωρίς να μιλά.
Κάνοντας, συνήθως τον αδιάφορο. Κλεφτές ματιές ρίχνοντας, μονάχα, προς εμένα.
Γράφοντάς
σου αυτές τις γραμμές, καλή μου Άννα, ο κόμπος στο λαιμό μου ανεβαίνει ψηλά και
με πνίγει. Γίνεται αβάσταχτος. Δάκρυα ποτίζουν το χαρτί και σκοτεινιά απλώνεται
γύρω μου από το παράπονο. Αυτές οι αναμνήσεις που σου γράφω με πονάνε όσο
τίποτε άλλο. Από αυτές τις αναμνήσεις είναι που καταλαβαίνω ότι όλα αυτά ήταν
μία μεγάλη αυταπάτη. Δεν τολμώ να πιστέψω ότι ήταν και απάτη. Αυταπάτη μονάχα.
Αυτό αποδεικνύει και το προσκλητήριο του γάμου που ήρθε στο σπίτι, ενάμιση μήνα
πριν.
Η
αδερφική του αγάπη είναι που με σκοτώνει. Το μόνο που μου έχει απομείνει, είναι
να ελπίζω. Να παρακαλάω, βαθιά μέσα μου, να υπάρχουν άλλοι κόσμοι. Άλλοι
κόσμοι, στους οποίους η αδερφική του αγάπη, αυτή, για εμένα, να είναι έρωτας
βαθύς και γλυκός, που τον καίει όπως καίγομαι εγώ για εκείνο. Αυτή είναι η μόνη
μου σκέψη τα βράδια που ξαγρυπνώ και κλαίω. Αυτή είναι η μόνη μου παρηγοριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου