"Η
μάχη θα έρθει από ψηλά και το βασίλειο θα καταστραφεί" έλεγε η
προφητεία, κάτι που μπορούσε να επιβεβαιώσει και ο μάντης, ο βασιλιάς
όμως δεν τον άκουγε.
"Τι ανοησίες είναι αυτές;" τον απόπαιρνε, "μήπως θα μας επιτεθούν τα πουλιά;"
"Όχι βασιλιά μου" του απαντούσε ανήσυχος, "θα είναι κάτι ξένο. Δε θα το βλέπουμε καν, αλλά η απειλή θα είναι παντού γύρω μας. Σε ικετεύω να εγκαταλείψουμε το βασίλειο. Θ" αφανιστούμε όλοι αν δε με ακούσεις".
"Μάντη, μου φαίνεται πως γερνάς και ξεμωραίνεις. Κοίτα μόνο μην αρχίσεις και διαδίδεις πουθενά αλλού αυτές τις σαχλαμάρες, γιατί δε θα σεβαστώ τα χρόνια σου και θα σε χώσω στο πιο σκοτεινό μπουντρούμι" του ανταπάντησε ο βασιλιάς εξοργισμένος.
Ο μάντης έφυγε με το κεφάλι σκυφτό, απογοητευμένος από την άρνηση του βασιλιά. Μόνη του ελπίδα πια, ήταν ο μάγος. Αυτός ίσως τον άκουγε. Έπρεπε να τον ακούσει. Αποφάσισε να τον βρει και να του μιλήσει. Έφτασε στο σπίτι του καταβεβλημένος και χτύπησε την πόρτα.
"Τι συμβαίνει μάντη; Γιατί είσαι σε αυτά τα χάλια;" ρώτησε ανήσυχος ο μάγος όταν άνοιξε την πόρτα και είδε το αυλακωμένο από ρυτίδες πρόσωπο του γέροντα, μουσκεμένο από τα δάκρυα.
"Πρέπει να μ' ακούσεις" του είπε ο μάντης με φωνή που μόλις έβγαινε, κάποιος πρέπει να με πιστέψει".
"Πέρασε μέσα".
"Όχι, πάμε στο σπίτι μου. Πρέπει να σου δείξω. Εσύ ίσως καταλάβεις".
"Πάμε λοιπόν" υπάκουσε ο μάγος κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Λίγη ώρα μετά, βρίσκονταν και οι δύο στη σοφίτα του μάντη ξεφυλλίζοντας σωρούς σκονισμένων βιβλίων. Ώρες μετά, στέκονταν αμϊλητοι με την κούραση αποτυπωμένη πάνω τους.
"Είχες δίκιο" μίλησε πρώτος ο μάγος με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Πρέπει να του μιλήσουμε πάλι. Θα έρθω μαζί σου αυτή τη φορά".
"Κι αν δε θελήσει να μας ακούσει;"
"Θα τον υποχρεώσω. Πάμε" είπε ο μάγος αποφασιστικά.
"Τι στο καλό συμβαίνει πάλι;" ρώτησε ο βασιλιάς όταν εμφανίστηκαν μπροστά του.
"Κανένα καλό βασιλιά μου. Η προφητεία είναι αληθινή και πρέπει να την πάρεις στα σοβαρά" απάντησε θαρρετά ο μάγος.
"Αν δεν σταματήσετε αμέσως, θα φάτε το κεφάλι σας, μ' ακούς; Ξεμωράθηκες κι εσύ όπως βλέπω, αλλά δεν θα επιτρέψω καμία αναστάτωση στο βασίλειο".
"Το βασίλειο θα πάψει να υπάρχει αν δεν μας ακούσεις. Πως μπορείς ν' αποφασίσεις για την τύχη των υπηκοων σου; Με ποιο δικαίωμα θα τους οδηγήσεις στον αφανισμό;" ξέσπασε αγανακτισμένος ο μάγος.
"Τολμάς και υψώνεις τη φωνή σου αφηφώντας το λόγο του βασιλιά; Φρουροί! Πετάξτε τους στο μπουντρούμι!" βροντοφώναξε έχοντας χάσει την υπομονή του.
"Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό! Δεν μπορείς να φυλακίσεις δύο σεβάσμια πρόσωπα" μίλησε ο μάντης σε πιο ήπιο τόνο.
"Θα δεις πολύ καλά αν μπορώ. Και να ξέρετε πως είστε πολύ τυχεροί που δε διατάζω τη θανάτωσή σας. Οδηγήστε τους στο μπουντρούμι και αλυσοδέστε τους ώσπου να βρουν και πάλι τα λογικά τους" έδωσε εντολή στους στρατιώτες που είχαν καταφθάσει.
Τους οδήγησαν στο σκοτεινό κελί αναστατωμένοι με την απόφαση του βασιλιά, μην τολμώντας όμως να ρωτήσει κανείς τίποτα. Τους κλείδωσαν με χαμηλωμένα βλέμματα, δηλώνοντας αμηχανία με την σιωπή τους και απομακρύνθηκαν με την ενοχή σύντροφό τους.
"Τι θα κάνουμε;" ρώτησε ο μάγος.
"Θα περιμένουμε το τέλος".
"Πότε θα 'ρθει;"
"Μόλις γεμίσει το φεγγάρι".
"Σε δέκα μέρες. Τόσο σύντομα λοιπόν".
"Τόσο".
"Μήπως να τους προειδοποιήσουμε;" ξαναρώτησε ο μάγος.
"Ξέρω τι σκέφτεσαι. Να μιλήσουμε στους στρατιώτες που θα μας φέρουν τα ξεροκόματα να φάμε. Αλίμονο, το έχει σκεφτεί και θα έρθει ο ίδιος. Δεν υπάρχει ελπίδα. Απλά θα περιμένουμε" απάντησε ο μάντης κουρασμένα.
Πράγματι, ο βασιλιάς πήγαινε ο ίδιος χλευάζοντάς τους κάθε φορά. Μάταια προσπαθούσαν να του αλλάξουν γνώμη. Όταν τους απείλησε με αποκεφαλισμό από το ίδιο του το χέρι, τον παρακάλεσε ο μάντης να το κάνει για να γλιτώσουν από το κακό που έφτανε, προκαλώντας ακόμα περισσότερο την οργή του.
"Θα σας αφήσω ζωντανούς ώσπου να πεθάνετε από ασιτία" φώναξε κλείνοντας με δύναμη την πόρτα του κελιού.
Τρεις μέρες μετά, το φεγγάρι γέμισε δίχως όμως να στέλνει πουθενά φως. Ένα περίεργο αντικείμενο φάνηκε στον ουρανό και φώτισε για λίγο τη νύχτα.
"Τι διάολο είναι αυτό;" αναρωτήθηκε ένας στρατιώτης που βρισκόταν επάνω στα τείχη.
Μια κολλώδη ουσία άρχισε να πέφτει σαν βροχή και να πλημμυρίζει τον τόπο. Ο στρατιώτης άρχισε να ουρλιάζει απεγνωσμένα όταν έπεσε πάνω του και ένιωσε να του καίει τη σάρκα. Κάποιοι άκουσαν τις φωνές του και βγήκαν τρέχοντας να δουν τι συμβαίνει. Τρομοκρατημένοι αντίκρισαν ένα φρικτό θέαμα. Τα πάντα γύρω τους σάπιζαν και μια μολυσμένη ατμόσφαιρα, τους έπνιγε τα σωθικά. Η ουσία υπήρχε παντού. Στο έδαφος που πατούσαν, στον αέρα που ανέπνεαν, σκαρφάλωνε στα δέντρα, στο κάστρο, στους τοίχους των σπιτιών. Έντρομοι κλείστηκαν όλοι μέσα, μη γνωρίζοντας πως τίποτα δεν μπορούσε να τους σώσει. Τα παντα σάπιζαν γύρω τους και όπου κι αν ακουμπούσαν είχαν το ίδιο φρικτό τέλος. Γονείς έβλεπαν τα παιδιά τους να λιώνουν μέσα σε ουρλιαχτά από το δηλητήριο που χυνόταν παντού και ανήμποροι είχαν το ιδιο τέλος. Οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να πολεμήσουν, αφού δεν είχαν αντίπαλο και τα όπλα τους σάπιζαν και αυτά, μεταφέροντας τη μόλυνση στους ιδιους.
Στα σημεία που έπεφταν οι νεκροί, ερπετοειδή τέρατα έβγαιναν από τα έγκατα της γης και τρέφονταν απο τη σαπίλα που κυριαρχούσε παντού. Ο βασιλιάς μόνο πρόλαβε να φύγει τρέχοντας απο ενα μυστικό δωμάτιο και κατευθυνόταν στο κελι που ηταν φυλακισμενοι οι γεροντες, κρατώντας τα κλειδια στο χερι.
Φτάνοντας απέξω, ένα δυνατό σύριγμα πίσω του, τον έκανε να παγώσει και να γυρίσει αργά το κεφάλι του. Μια ζεστή λίμνη ούρων έτρεξε στο έδαφος αντικρίζοντας τον διώκτη του. Δύο ερπετοειδή κεφάλια πάνω σ' ένα τεράστιο ανθρώπινο κορμί, συμπλήρωναν όλη την εικόνα τρόμου που είχε συναντήσει πριν φτάσει στο κελί. Προτού προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε, το τέρας του επιτέθηκε κατασπαράζοντας το κεφάλι του και στη συνέχεια μπήκε στο κελί, αφήνοντας πίσω το ακέφαλο πτώμα να σαπίζει.
"Κύριε των δυνάμεων!" ψέλισαν οι δύο αιχμάλωτοι με μια φωνή.
"Αυτό μάλλον δεν μπορούσες να το προβλέψεις, έτσι δεν είναι μάντη;" μίλησε με καθαρή φωνή το τερας. "Άσε με να σε βοηθήσω" συνέχισε και μια πράσινη ομίχλη τύλιξε το ίδιο και τον μάντη.
Ο μάγος δεν μπορούσε να δει τίποτα, για τον μάντη όμως ήταν όλα ξεκάθαρα και παρακολουθούσε κλαίγοντας τις εικόνες μέσα στο πράσινο σύννεφο.
"Μη" ικέτεψε, "μην το κάνεις σε παρακαλώ".
"Δεν θέλεις να δεις το τέλος;" διασκέδαζε το τέρας με την αγωνία του.
Η επόμενη σκηνή ήταν η τελευταία που που είδε ο μάντης πριν τον προδώσει η καρδιά του και το κεφάλι του πεσει βαρύ στο στήθος του. Το φρικτό πλάσμα στράφηκε στον μάγο.
"Και τώρα οι δυο μας" του είπε παίρνοντας την κανονική του μορφή.
Ο μάγος γούρλωσε τα ματια και άνοιξε το στόμα να μιλήσει, κανένας ήχος όμως δε βγήκε.
"Με θυμασαι;" τον ρώτησε η μορφή.
"Εσύ; Μα... μα... πως;"
Δύο μάτια γεμάτα μίσος τον κοίταξαν.
"Θέλεις να μάθεις στ' αλήθεια γέρο; Πάμε λοιπόν".
Με μια βίαιη κίνηση τον ελευθέρωσε από τις αλυσίδες και βούτηξε βαθιά στη γη, παρασύροντάς τον μαζί του σ' ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Ο μάγος κατάλαβε και ξαφνικά ο σάπιος κόσμος που βρισκόταν στην επιφάνεια της γης, του φάνηκε λίγο πιο όμορφος από τον παράδεισο...
Σ.Κραββαρίτη
"Τι ανοησίες είναι αυτές;" τον απόπαιρνε, "μήπως θα μας επιτεθούν τα πουλιά;"
"Όχι βασιλιά μου" του απαντούσε ανήσυχος, "θα είναι κάτι ξένο. Δε θα το βλέπουμε καν, αλλά η απειλή θα είναι παντού γύρω μας. Σε ικετεύω να εγκαταλείψουμε το βασίλειο. Θ" αφανιστούμε όλοι αν δε με ακούσεις".
"Μάντη, μου φαίνεται πως γερνάς και ξεμωραίνεις. Κοίτα μόνο μην αρχίσεις και διαδίδεις πουθενά αλλού αυτές τις σαχλαμάρες, γιατί δε θα σεβαστώ τα χρόνια σου και θα σε χώσω στο πιο σκοτεινό μπουντρούμι" του ανταπάντησε ο βασιλιάς εξοργισμένος.
Ο μάντης έφυγε με το κεφάλι σκυφτό, απογοητευμένος από την άρνηση του βασιλιά. Μόνη του ελπίδα πια, ήταν ο μάγος. Αυτός ίσως τον άκουγε. Έπρεπε να τον ακούσει. Αποφάσισε να τον βρει και να του μιλήσει. Έφτασε στο σπίτι του καταβεβλημένος και χτύπησε την πόρτα.
"Τι συμβαίνει μάντη; Γιατί είσαι σε αυτά τα χάλια;" ρώτησε ανήσυχος ο μάγος όταν άνοιξε την πόρτα και είδε το αυλακωμένο από ρυτίδες πρόσωπο του γέροντα, μουσκεμένο από τα δάκρυα.
"Πρέπει να μ' ακούσεις" του είπε ο μάντης με φωνή που μόλις έβγαινε, κάποιος πρέπει να με πιστέψει".
"Πέρασε μέσα".
"Όχι, πάμε στο σπίτι μου. Πρέπει να σου δείξω. Εσύ ίσως καταλάβεις".
"Πάμε λοιπόν" υπάκουσε ο μάγος κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Λίγη ώρα μετά, βρίσκονταν και οι δύο στη σοφίτα του μάντη ξεφυλλίζοντας σωρούς σκονισμένων βιβλίων. Ώρες μετά, στέκονταν αμϊλητοι με την κούραση αποτυπωμένη πάνω τους.
"Είχες δίκιο" μίλησε πρώτος ο μάγος με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Πρέπει να του μιλήσουμε πάλι. Θα έρθω μαζί σου αυτή τη φορά".
"Κι αν δε θελήσει να μας ακούσει;"
"Θα τον υποχρεώσω. Πάμε" είπε ο μάγος αποφασιστικά.
"Τι στο καλό συμβαίνει πάλι;" ρώτησε ο βασιλιάς όταν εμφανίστηκαν μπροστά του.
"Κανένα καλό βασιλιά μου. Η προφητεία είναι αληθινή και πρέπει να την πάρεις στα σοβαρά" απάντησε θαρρετά ο μάγος.
"Αν δεν σταματήσετε αμέσως, θα φάτε το κεφάλι σας, μ' ακούς; Ξεμωράθηκες κι εσύ όπως βλέπω, αλλά δεν θα επιτρέψω καμία αναστάτωση στο βασίλειο".
"Το βασίλειο θα πάψει να υπάρχει αν δεν μας ακούσεις. Πως μπορείς ν' αποφασίσεις για την τύχη των υπηκοων σου; Με ποιο δικαίωμα θα τους οδηγήσεις στον αφανισμό;" ξέσπασε αγανακτισμένος ο μάγος.
"Τολμάς και υψώνεις τη φωνή σου αφηφώντας το λόγο του βασιλιά; Φρουροί! Πετάξτε τους στο μπουντρούμι!" βροντοφώναξε έχοντας χάσει την υπομονή του.
"Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό! Δεν μπορείς να φυλακίσεις δύο σεβάσμια πρόσωπα" μίλησε ο μάντης σε πιο ήπιο τόνο.
"Θα δεις πολύ καλά αν μπορώ. Και να ξέρετε πως είστε πολύ τυχεροί που δε διατάζω τη θανάτωσή σας. Οδηγήστε τους στο μπουντρούμι και αλυσοδέστε τους ώσπου να βρουν και πάλι τα λογικά τους" έδωσε εντολή στους στρατιώτες που είχαν καταφθάσει.
Τους οδήγησαν στο σκοτεινό κελί αναστατωμένοι με την απόφαση του βασιλιά, μην τολμώντας όμως να ρωτήσει κανείς τίποτα. Τους κλείδωσαν με χαμηλωμένα βλέμματα, δηλώνοντας αμηχανία με την σιωπή τους και απομακρύνθηκαν με την ενοχή σύντροφό τους.
"Τι θα κάνουμε;" ρώτησε ο μάγος.
"Θα περιμένουμε το τέλος".
"Πότε θα 'ρθει;"
"Μόλις γεμίσει το φεγγάρι".
"Σε δέκα μέρες. Τόσο σύντομα λοιπόν".
"Τόσο".
"Μήπως να τους προειδοποιήσουμε;" ξαναρώτησε ο μάγος.
"Ξέρω τι σκέφτεσαι. Να μιλήσουμε στους στρατιώτες που θα μας φέρουν τα ξεροκόματα να φάμε. Αλίμονο, το έχει σκεφτεί και θα έρθει ο ίδιος. Δεν υπάρχει ελπίδα. Απλά θα περιμένουμε" απάντησε ο μάντης κουρασμένα.
Πράγματι, ο βασιλιάς πήγαινε ο ίδιος χλευάζοντάς τους κάθε φορά. Μάταια προσπαθούσαν να του αλλάξουν γνώμη. Όταν τους απείλησε με αποκεφαλισμό από το ίδιο του το χέρι, τον παρακάλεσε ο μάντης να το κάνει για να γλιτώσουν από το κακό που έφτανε, προκαλώντας ακόμα περισσότερο την οργή του.
"Θα σας αφήσω ζωντανούς ώσπου να πεθάνετε από ασιτία" φώναξε κλείνοντας με δύναμη την πόρτα του κελιού.
Τρεις μέρες μετά, το φεγγάρι γέμισε δίχως όμως να στέλνει πουθενά φως. Ένα περίεργο αντικείμενο φάνηκε στον ουρανό και φώτισε για λίγο τη νύχτα.
"Τι διάολο είναι αυτό;" αναρωτήθηκε ένας στρατιώτης που βρισκόταν επάνω στα τείχη.
Μια κολλώδη ουσία άρχισε να πέφτει σαν βροχή και να πλημμυρίζει τον τόπο. Ο στρατιώτης άρχισε να ουρλιάζει απεγνωσμένα όταν έπεσε πάνω του και ένιωσε να του καίει τη σάρκα. Κάποιοι άκουσαν τις φωνές του και βγήκαν τρέχοντας να δουν τι συμβαίνει. Τρομοκρατημένοι αντίκρισαν ένα φρικτό θέαμα. Τα πάντα γύρω τους σάπιζαν και μια μολυσμένη ατμόσφαιρα, τους έπνιγε τα σωθικά. Η ουσία υπήρχε παντού. Στο έδαφος που πατούσαν, στον αέρα που ανέπνεαν, σκαρφάλωνε στα δέντρα, στο κάστρο, στους τοίχους των σπιτιών. Έντρομοι κλείστηκαν όλοι μέσα, μη γνωρίζοντας πως τίποτα δεν μπορούσε να τους σώσει. Τα παντα σάπιζαν γύρω τους και όπου κι αν ακουμπούσαν είχαν το ίδιο φρικτό τέλος. Γονείς έβλεπαν τα παιδιά τους να λιώνουν μέσα σε ουρλιαχτά από το δηλητήριο που χυνόταν παντού και ανήμποροι είχαν το ιδιο τέλος. Οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να πολεμήσουν, αφού δεν είχαν αντίπαλο και τα όπλα τους σάπιζαν και αυτά, μεταφέροντας τη μόλυνση στους ιδιους.
Στα σημεία που έπεφταν οι νεκροί, ερπετοειδή τέρατα έβγαιναν από τα έγκατα της γης και τρέφονταν απο τη σαπίλα που κυριαρχούσε παντού. Ο βασιλιάς μόνο πρόλαβε να φύγει τρέχοντας απο ενα μυστικό δωμάτιο και κατευθυνόταν στο κελι που ηταν φυλακισμενοι οι γεροντες, κρατώντας τα κλειδια στο χερι.
Φτάνοντας απέξω, ένα δυνατό σύριγμα πίσω του, τον έκανε να παγώσει και να γυρίσει αργά το κεφάλι του. Μια ζεστή λίμνη ούρων έτρεξε στο έδαφος αντικρίζοντας τον διώκτη του. Δύο ερπετοειδή κεφάλια πάνω σ' ένα τεράστιο ανθρώπινο κορμί, συμπλήρωναν όλη την εικόνα τρόμου που είχε συναντήσει πριν φτάσει στο κελί. Προτού προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε, το τέρας του επιτέθηκε κατασπαράζοντας το κεφάλι του και στη συνέχεια μπήκε στο κελί, αφήνοντας πίσω το ακέφαλο πτώμα να σαπίζει.
"Κύριε των δυνάμεων!" ψέλισαν οι δύο αιχμάλωτοι με μια φωνή.
"Αυτό μάλλον δεν μπορούσες να το προβλέψεις, έτσι δεν είναι μάντη;" μίλησε με καθαρή φωνή το τερας. "Άσε με να σε βοηθήσω" συνέχισε και μια πράσινη ομίχλη τύλιξε το ίδιο και τον μάντη.
Ο μάγος δεν μπορούσε να δει τίποτα, για τον μάντη όμως ήταν όλα ξεκάθαρα και παρακολουθούσε κλαίγοντας τις εικόνες μέσα στο πράσινο σύννεφο.
"Μη" ικέτεψε, "μην το κάνεις σε παρακαλώ".
"Δεν θέλεις να δεις το τέλος;" διασκέδαζε το τέρας με την αγωνία του.
Η επόμενη σκηνή ήταν η τελευταία που που είδε ο μάντης πριν τον προδώσει η καρδιά του και το κεφάλι του πεσει βαρύ στο στήθος του. Το φρικτό πλάσμα στράφηκε στον μάγο.
"Και τώρα οι δυο μας" του είπε παίρνοντας την κανονική του μορφή.
Ο μάγος γούρλωσε τα ματια και άνοιξε το στόμα να μιλήσει, κανένας ήχος όμως δε βγήκε.
"Με θυμασαι;" τον ρώτησε η μορφή.
"Εσύ; Μα... μα... πως;"
Δύο μάτια γεμάτα μίσος τον κοίταξαν.
"Θέλεις να μάθεις στ' αλήθεια γέρο; Πάμε λοιπόν".
Με μια βίαιη κίνηση τον ελευθέρωσε από τις αλυσίδες και βούτηξε βαθιά στη γη, παρασύροντάς τον μαζί του σ' ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Ο μάγος κατάλαβε και ξαφνικά ο σάπιος κόσμος που βρισκόταν στην επιφάνεια της γης, του φάνηκε λίγο πιο όμορφος από τον παράδεισο...
Σ.Κραββαρίτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου