17 Νοε 2017

"Σκιές του Μυαλού" από τη Σοφία Κραββαρίτη

Το δέντρο του θανάτου

"Είμαι το καταραμένο δέντρο! Η πύλη του θανάτου! Κανείς δεν πέρασε από μένα ζωντανός. Όλοι έφτασαν ως εδώ. Κανένας δεν πήγε πιο πέρα. Κανείς δεν θα πάει πιο πέρα. Οι ρίζες μου είναι τα οστά όσων κατάπια. Πολλά βράδια ακούω τις κραυγές τους, όμως δεν βρίσκομαι εδώ για να δείξω έλεος. Μόνο για να σκοτώσω. Σε αυτό το σπίτι δε θα πλησιάσει ποτέ κανείς. Το σκοτάδι δε θα φύγει ποτέ. Δε θα το επιτρέψω. Είμαι το δέντρο της κολάσεως! Είμαι ο μεγάλος τιμωρός! Είμαι ο δήμιος των ενόχων και όχι μόνο. Είμαι ο δικαστής και ο εκτελεστής. Είμαι ο μεγάλος Μάγος! Είμαι ο θάνατος! Είμαι ο αιώνιος φύλακας! Είμαι αυτός που όρισε το μέρος απάτητο. Είμαι η εκδίκηση! Συναίνεσαν όλοι στο έγκλημα και πλήρωσαν όλοι. Δεν έπρεπε να γίνει αυτό. Από εδώ άκουγα τις κραυγές της. Ήταν τόσο μικρή! Κανείς δε μίλησε. Όλοι το απέκρυψαν. Κι όμως όλοι ήξεραν. Ήταν τόσο λεπτό το κορμάκι της και τόσο αθώα τα ματάκια της! Έτρεχε σε μένα κάθε φορά. Το τραγούδι της πρασίνιζε τα φύλλα μου που μάτωναν κάθε νύχτα από τις φωνές της. Η κούνια της από το κλαδί μου κρεμόταν και την ταξίδευε ψηλά στους μαγικούς της κήπους και στους όμορφους κόσμους της. Ταξίδευα κι εγώ μαζί της. Ταξίδευα με τη φωνούλα της, αγκάλιαζα την σκέψη της, προστάτευα την καρδιά της να μην πέσουν κάτω τα σπασμένα της κομμάτια. Ήμουν ο δικός της κόσμος, το οξυγόνο της στην εντατική του σπιτιού της. Ένα βράδυ δεν ήθελε να φύγει. Έτρεμε κρυμμένη στο φύλλωμά μου. 

Την βρήκαν όμως. Την κακοποίησαν εδώ κάτω, μπροστά μου. Το ματωμένο της κορμί έβαψε το χώμα και το χεράκι της με άγγιξε λίγο πριν ξεψυχήσει. Ορκίστηκα εκδίκηση. Για πάντα! Έριξα τα φύλλα μου και γύμνωσα τα κλαδιά μου. Τα άπλωσα απειλητικά γύρω τους. Τους μαστίγωσα με ορμή στο πρόσωπο. Τα ουρλιαχτά τους δε θα τους έσωζαν, όπως δεν έσωσαν εκείνη τα δικά της. Τα πιο λεπτά κλαδιά μου, χώθηκαν με μανία στα μάτια τους. Τους τα έβγαλα με μίσος. Άρχισα να τους γδέρνω παντού. Ήθελα το αίμα τους να χυθεί όλο. Ακριβώς όπως είχαν ματώσει την μικρή μου. Στη συνέχεια τύλιξα τα κλαδιά γύρω τους και τους σήκωσα ψηλά χτυπώντας τους μεταξύ τους. Τους έσφιξα μέχρι που άκουσα τα κόκκαλά τους να σπάνε. Τα κλαδιά συνέχισαν το έργο τους σκάβοντας το χώμα και βάζοντάς τους μέσα σχεδόν ζωντανούς. Το ίδιο συνέβη και σε όλους όσους έψαξαν. Εκτός από τη μάνα της. Αυτή την έβαλα στο πιο ψηλό κλαδί και την κρέμασα. Ήξερε. Ήξερε και δεν μιλούσε. Ήταν συνεργός στο έγκλημα. Κανείς δε θα ζούσε. Όλους εδώ κάτω τους έθαψα. Όλους εκτός από την μικρούλα μου. Την τύλιξα προστατευτικά γύρω από τον κορμό μου. Το κορμάκι της έγινε ένα μαζί μου, τα κλαδιά το κάλυψαν και δε φαινόταν. Δεν έπρεπε να φαίνεται. Τώρα πια θα ήταν προστατευμένη κοντά μου. Όσο για τους άλλους, τα οστά τους μπλέχτηκαν με τις ρίζες μου, το αίμα τους με πότισε και το μίσος τους με θέριεψε. Το ίδιο τέλος είχε όποιος τόλμησε να πλησιάσει. Εδώ ο ουρανός είναι πάντα σκοτεινός, εδώ δε θα φανεί το φως. Εγώ είμαι η δύναμη, εγώ είμαι ο κυρίαρχος! Το σπίτι του μίσους και του εγκλήματος θα σαπίσει μόνο του. Κανείς ποτέ δε θα το δει, ούτε από μακριά. Έλα καλό μου, κατέβα, μη φοβάσαι. Δεν κινδυνεύεις πια. Κατέβα και τραγούδα στον γέρο φίλο σου όπως παλιά". Μια κούνια άρχισε να κατεβαίνει από το φύλλωμα του δέντρου και μια μικρή οπτασία φάνηκε να λικνίζεται με χάρη πάνω της. Οι ξανθιές της μπούκλες έλαμψαν στο φως του φεγγαριού και μια παιδική φωνούλα ξεχύθηκε παντού: "Από το σπίτι θα φύγω μακριά για να σωθώ και θα τρέξω να βρεθώ στο δέντρο που αγαπώ. Στην κούνια μου θ` ανεβώ και πολύ θα κουνηθώ, μες τα φύλλα να κρυφτώ. Κι ευτυχισμένη θα `μαι εγώ, κοντά στο δέντρο που αγαπώ..."

Σ.Κραββαρίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

who is online

Ad24