7η Συμμετοχή από την Τσιτσικάου Μαρία -Ευαγγελία
Η
αλήθεια είναι πως η γωνία δεν ήτανε μακριά, καθόλου μακριά, μα γι’ αυτόν που
ήταν πληγωμένος φάνταζε απόσταση μεγάλη. Ολόκληρος μια πληγή ήταν. Το δεξί πόδι
του καταματωμένο, η κοιλιά χτυπημένη, μέχρι και το ένα αυτί του αιμορραγούσε
λίγο.
Ένα τετράγωνο του ’μενε ακόμα.
Έπρεπε να κάνει υπομονή ένα τετράγωνο ακόμη, να βρει τη δύναμη να περπατήσει,
να συρθεί ως εκεί αν ήταν δυνατό, να τα καταφέρει κι ύστερα ας άφηνε την
τελευταία του πνοή. Λίγο τον ένοιαζε. Θ’ αφηνόταν και τώρα ακόμη, θα ξάπλωνε,
να εκεί, κάτω από κείνο το μεγάλο δέντρο στην άκρη της πλατείας και δε θα τον
ένοιαζε τίποτα πια. Θα ’πινε πρώτα λίγο νερό και μετά θα ’κλεινε τα μάτια και
θα δεχόταν το απαλό, ευεργετικό αεράκι. Θα ’σβηνε έτσι σιγά σιγά και με ηρεμία,
χωρίς να τον απασχολεί τίποτε άλλο πια.
Ένιωσε τα
πόδια του να λυγίζουν, η ανάσα του έγινε ασθματική, μα ίσα ίσα τότε ενέτεινε
τις προσπάθειές του, έβαλε τις ισχνές δυνάμεις που του είχαν απομείνει να
δουλέψουν στο φουλ και κατάφερε να κάνει μερικά βήματα ακόμη.
«Κάνε
λίγο κουράγιο, παλιόγερε!», μάλωνε κάθε τόσο τρυφερά τον εαυτό του.
»Λίγο
ακόμα, να στρίψεις στη γωνία και μετά σωριάσου καταγής. Μη ντραπείς κανέναν,
στιγμή μη διστάσεις. Άπλωσε τα πόδια σου και άσε το έρμο το κορμί σου να πέσει
στο δρόμο να ξεκουραστεί επιτέλους. Μια και καλή να ξεκουραστεί».
«Βρε,
τα κοπρόσκυλα πώς με καταντήσανε!», έβρισκε το κουράγιο να το σκεφτεί κι αυτό.
»Κοίτα
να δεις! Στα καλά του καθουμένου! Εκεί που καθόμασταν ήσυχα ήσυχα στο παγκάκι
μας με το μικρό και απολαμβάναμε το δροσερό αεράκι, να σου και σκάνε μύτη τ’
αλάνια να του ζητήσουν το λόγο λέει που δεν τους έδωσε τις καλύτερες μπίλιες
του να παίξουν! Λες και ήταν υποχρεωμένος να τους τις ακουμπήσει, επειδή αυτοί
είναι νταήδες! Και πριν προλάβω ν’ αγριέψω, πέφτουν οι πρώτες μπουνιές. Τι να
’κανα; Ν’ άφηνα το παιδί απροστάτευτο; Από μωρό εγώ δεν τον πρόσεχα, εγώ δεν
έστεκα συνέχεια δίπλα στην κούνια του μην τύχει και πάθει τίποτα; Εγώ δεν τον
συνόδευα μετά στο σχολείο πρωί μεσημέρι; Και ύστερα στις βόλτες και στα
παιχνίδια; Είναι μοναχικός ο Μιχαλάκης, τι να κάνουμε; Και τι να τις κάνει τις
φιλίες με τέτοια μούτρα; Βρε, πώς με κάνανε! Σεβασμός σου λέει μετά... Για πότε
μ’ άρχισαν στις πετριές ούτε που πήρα χαμπάρι. Έχε χάρη που είμαι γέρος και τα’
χω φάει τα ψωμιά μου, αλλιώς θα τους έδειχνα εγώ! Ύστερα πήραν να κανονίσουν το
παιδί. Πώς να’ ναι το παιδί τώρα; Να γλίτωσε απ’ τα χέρια τους ή να το
σακάτεψαν κι αυτό; Άντε, λίγο κουράγιο ως τη γωνία…
Να
’τοι! Στη γωνία. Το δέρνουν οι άτιμοι! Βρε, τρεις με έναν γίνεται; Έτσι θα
φανείτε άντρες; Φτάνω, λίγο ακόμα και φτάνω…»
Αρπάζει
τον έναν απ’ το πόδι, βάζει αμέσως φωνή αυτός, γυρνάνε κι οι άλλοι δύο να τον
βοηθήσουν.
«Κλώτσα τον,
ρε Νώντα, τι τον προσκυνάς;»
«Δε μπορώ, μ’
έχει αρπάξει και δε μ’ αφήνει!»
«Πάρε ένα
ξύλο, ρε συ Κώστα, άντε τι κοιτάς; Φέρ’ το δω!»
«Μη, ρε Τάσο,
δεν κάνει!»
«Τι μη, ρε
μυγόφτυμα; Θα τον φοβηθούμε κιόλας; Φέρε εδώ να του δώσω να καταλάβει!»
Ορμάει τότε ο
Μιχαλάκης καταπάνω τους, πασχίζει, μπήγει τα νύχια του, κλωτσάει, δαγκώνει…
«Φύγε, βρε
μάπα! Κάν’ την όσο είναι καιρός!», του λέει ο γεράκος. Πιο πολύ με τα μάτια το
λέει, φωνή πια δεν του ’μεινε.
»Άντε! Για να
σωθείς εσύ δεν κάθομαι να τις φάω εγώ; Φύγε! Άσε με μένα, εγώ έτσι κι αλλιώς τα
’φαγα τα ψωμιά μου».
Τρέχει ο
Μιχαλάκης, πάει να φέρει βοήθεια, κάποιον μεγάλο να φέρει, να μην αφήσει να
συνεχιστεί αυτό το κακό, αυτή η ντροπή. Δέκα λεπτά αργότερα φτάνει στο σοκάκι
μ’ έναν ξάδερφό του, μα δε βρίσκουν κανέναν. Μονάχα εκεί σε μια ακρούλα βλέπει
το γέρο του μαζεμένο κουβάρι και τρέχει όλο λαχτάρα και χωρίς ανάσα προς τα
κει.
«Έφυγαν!
Έφυγαν, γεράκο μου, έλα να σε βοηθήσω».
Εκείνος
μισανοίγει τα μάτια και μια φευγαλέα λάμψη τα διατρέχει στη σκέψη ότι σώθηκε ο
Μιχαλάκης, ξέφυγε απ’ τα χέρια τους. Ξανακλείνει τα μάτια όλο ικανοποίηση που
τα κατάφερε και τον έσωσε και μια γλυκιά ανακούφιση απλώνεται σ’ όλο το
πονεμένο, το σακατεμένο του κορμί. Ο Μιχαλάκης κλαίει, δε μπορεί να σταματήσει
να κλαίει μέχρι που τον ακουμπάει ο ξάδερφος στον ώμο που τραντάζεται απ’ τους
λυγμούς.
«Πάμε,
τελείωσε, δε μπορείς να κάνεις τίποτα πια. Άλλωστε, αυτό θα γινόταν αργά ή
γρήγορα».
Σηκώθηκε με
κόπο ο Μιχαλάκης και πήρε το δρόμο για το σπίτι παραπατώντας. Τα δάκρυα τού
έκαιγαν το πρόσωπο, η απόλυτη θλίψη την καρδιά. Στην αγκαλιά του ο γεράκος και
στο δεξί του χέρι το κόκκινο, κόκκινο απ’ το αίμα, λουρί που αυτός ο ίδιος με
το πρώτο του χαρτζιλίκι είχε αγοράσει για να βγάζει βόλτα το γεράκο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου