4η Συμμετοχή από την Νάσια
Πιέζω το μέτωπό μου στο παράθυρο
και παρακολουθώ, τα παιδιά
που παίζουν στο γρασίδι.
Η θλίψη πάλλεται,
σαν το αίμα,
στις φλέβες μου
και τα δάχτυλά μου απλώνονται,
μάταια,
αναζητώντας καθοδήγηση.
Γεύομαι την κόψη,
βυθίζεται βαθύτερα στο κόκκινο.
Γεύομαι τη γαλήνη...
για ένα διστακτικό δευτερόλεπτο.
Ο θυμός μου ρέει,
πάνω στο χέρι μου,
καθώς το πικρό, μαύρο μου αίμα
καίει τα ακροδάχτυλά μου.
Ο θάνατος κολυμπά,
μπροστά μου και γύρω μου,
σε ομιχλώδη παραίσθηση.
Εικόνες της αιωνιότητας
χορεύουν, ξεδιάντροπα,
στο μυαλό μου.
Ο πόνος με περιβάλλει.
Μένω ακίνητη.
Το χέρι μου ταξιδεύει
στο δακρυσμένο παράθυρο
και
παραμορφωμένα
τα παιδιά συνεχίζουν να παίζουν.
Πώς έχασα την πίστη μου;
Στους άλλους.
Στον εαυτό μου.
Στα πάντα.
Σε όλους.
Έχασα την πίστη μου.
Κολυμπώ, ολομόναχη,
σε μια λίμνη φτιαγμένη από σκοτάδι
και παρακολουθώ, τα παιδιά
που παίζουν στο γρασίδι.
Η θλίψη πάλλεται,
σαν το αίμα,
στις φλέβες μου
και τα δάχτυλά μου απλώνονται,
μάταια,
αναζητώντας καθοδήγηση.
Γεύομαι την κόψη,
βυθίζεται βαθύτερα στο κόκκινο.
Γεύομαι τη γαλήνη...
για ένα διστακτικό δευτερόλεπτο.
Ο θυμός μου ρέει,
πάνω στο χέρι μου,
καθώς το πικρό, μαύρο μου αίμα
καίει τα ακροδάχτυλά μου.
Ο θάνατος κολυμπά,
μπροστά μου και γύρω μου,
σε ομιχλώδη παραίσθηση.
Εικόνες της αιωνιότητας
χορεύουν, ξεδιάντροπα,
στο μυαλό μου.
Ο πόνος με περιβάλλει.
Μένω ακίνητη.
Το χέρι μου ταξιδεύει
στο δακρυσμένο παράθυρο
και
παραμορφωμένα
τα παιδιά συνεχίζουν να παίζουν.
Πώς έχασα την πίστη μου;
Στους άλλους.
Στον εαυτό μου.
Στα πάντα.
Σε όλους.
Έχασα την πίστη μου.
Κολυμπώ, ολομόναχη,
σε μια λίμνη φτιαγμένη από σκοτάδι
και νιώθω το σκοτάδι, αυτό,
να με βυθίζει σιωπηλά.
Φωνάζω για βοήθεια
μα δεν υπάρχει κανείς...
Το νερό φτάνει στα μάτια μου.
Τινάζομαι και σπαρταρώ
παλεύοντας το σκοτάδι μα...
με κρατάει γερά, δεν με αφήνει και,
δειλά δειλά, αρχίζω να παραδίνομαι
στο συναίσθημα που παραμονεύει
κάτω από την επιφάνεια του νερού.
Το νερό γεμίζει αργά το στήθος μου,
Το στήθος, αυτό, που – κάποτε –
ήταν γεμάτο ζωή.
Μα τώρα, τη ζωή αυτή,
αντικαθιστά το ζοφερό νερό.
Ξέρω πως αυτό το μονοπάτι
δεν οδηγεί στην ευτυχία.
Μα γιατί δεν μου δίνει κάποιος το χέρι του;
Δεν με τραβά από την αρπάγη του σκοταδιού;
Γιατί κανένας δεν ξέρει
πως βρίσκομαι στο σύνορο...
Το σύνορο μεταξύ σκότους και φωτός.
Κι έτσι, παραδίνομαι.
Σε αυτό που με περιβάλλει.
Που με κρατάει.
Όλη η δύναμη,
και όλο το κουράγιο
που είχα, κάποτε, στην καρδιά μου
δεν μπορούν, πλέον,
να με σώσουν από το νερό.
Κι έτσι γλιστρώ, αργά,
σε έναν κόσμο
κάτω από αυτόν της φιλοπονίας.
Απαρατήρητη από τους κατοίκους
αυτού του κόσμου.
Δεν μπορώ...
δεν θέλω να παλέψω άλλο.
να με βυθίζει σιωπηλά.
Φωνάζω για βοήθεια
μα δεν υπάρχει κανείς...
Το νερό φτάνει στα μάτια μου.
Τινάζομαι και σπαρταρώ
παλεύοντας το σκοτάδι μα...
με κρατάει γερά, δεν με αφήνει και,
δειλά δειλά, αρχίζω να παραδίνομαι
στο συναίσθημα που παραμονεύει
κάτω από την επιφάνεια του νερού.
Το νερό γεμίζει αργά το στήθος μου,
Το στήθος, αυτό, που – κάποτε –
ήταν γεμάτο ζωή.
Μα τώρα, τη ζωή αυτή,
αντικαθιστά το ζοφερό νερό.
Ξέρω πως αυτό το μονοπάτι
δεν οδηγεί στην ευτυχία.
Μα γιατί δεν μου δίνει κάποιος το χέρι του;
Δεν με τραβά από την αρπάγη του σκοταδιού;
Γιατί κανένας δεν ξέρει
πως βρίσκομαι στο σύνορο...
Το σύνορο μεταξύ σκότους και φωτός.
Κι έτσι, παραδίνομαι.
Σε αυτό που με περιβάλλει.
Που με κρατάει.
Όλη η δύναμη,
και όλο το κουράγιο
που είχα, κάποτε, στην καρδιά μου
δεν μπορούν, πλέον,
να με σώσουν από το νερό.
Κι έτσι γλιστρώ, αργά,
σε έναν κόσμο
κάτω από αυτόν της φιλοπονίας.
Απαρατήρητη από τους κατοίκους
αυτού του κόσμου.
Δεν μπορώ...
δεν θέλω να παλέψω άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου