Συμμετοχή στον 7ο Διαγωνισμό Ελεύθερης Γραφής
Είμαστε
στα 1956, εγώ μόλις έντεκα χρονών και ήδη δέκα χρόνια πεθαμένος ο πατέρας μου.
Ζούμε με τη Μάνα μου, που έγινε, εκτός από μάνα, πατέρας, αδελφός, καλλιεργητής
και οικονομικός διαχειριστής. Από πολύ νωρίς με έσπρωχνε στα θέματα πληρωμών
και εισπράξεων από τα αγροτικά προϊόντα που παράγαμε. Ένα τεράστιο πρόβλημα,
τότε, αλλά και τώρα, για όλους τους αγρότες, ήταν τα χρέη στην Αγροτική Τράπεζα.
Κανένας μας δεν εξοφλούσε με μιας το χρέος της χρονιάς, αλλά πληρώναμε έναντι,
εκατό, διακόσιες ή περισσότερες δραχμές. Τα δάνεια των αγροτών, ήταν δάνεια σε
χρήμα, για τις καλλιεργητικές ανάγκες και δάνεια σε είδος, λάδια, συνήθως
σπορέλαια, σαπούνι, σπόροι και λιπάσματα. Ελάχιστοι κατάφερναν να ξοφλήσουν τη
χρονιά τους περισσότερους τους πλάκωναν τα δάνεια της επόμενης χρονιάς, με
αποτέλεσμα το χρέος στην αγροτική να μην εξοφλείται ποτέ. Εφιάλτης όλων μας,
ήταν η αγροτική τράπεζα και σ`εμάς που είχαμε χωράφια στην Κωπαΐδα, ήταν και ο
Οργανισμός Κωπαϊδος, αρπακτικό μέχρι πρόσφατα. Η μάνα μου θεώρησε ότι ήρθε η
ώρα να πάω να πληρώσω εγώ μια δόση έναντι στη Λιβαδειά, που ήταν το
υποκατάστημα της αγροτικής. Μου δίνει δυο κατοστάρικα, τα τυλίγει προσεκτικά
στο μαντήλι μου και με απειλές μην τα χάσω, με ξαποστέλνει.
Είχα
ακούσει να συζητούν οι μεγαλύτεροι στο καφενείο, τον τρόπο που μας «ξαφρίζει» η
τράπεζα. Το δάνειο σε χρήμα, είχε ψηλότερο επιτόκιο από το δάνειο σε είδος,
όταν έδινες έναντι σου αφαιρούσε από το κομμάτι του δανείου σε είδος και
παρέμεινε ολόκληρο το δάνειο σε χρήμα με
ψηλότερους τόκους, γι`αυτό έλεγε ένας σοβαρός καλλιεργητής, όταν πάτε να
πληρώσετε να ζητάτε να αφαιρείται το ποσόν από το δάνειο σε χρήμα!! Αφού μπερδεύτηκα λίγο με επιτόκια, τόκοι,
πληρωμές, ρώτησα τον δάσκαλο μου, που μου εξήγησε και περίπου κατάλαβα.
Φτάνω
στην τράπεζα στη Λιβαδειά, μπαίνω μέσα, ο χώρος ήταν γεμάτος αγρότες από το
χωριό μου, αλλά και από όλα τα χωριά της επαρχίας, αφού ήταν το μοναδικό
υποκατάστημα. Όλος ο χώρος ήταν πνιγμένος στον καπνό από τσιγάρα, είχε ένα
απαίσιο ξύλινο πάτωμα που έτριζε σε κάθε σου κίνηση και ο φωτισμός ήταν μάλλον
από ταινία θρίλερ. Καθυστέρησα πάρα πολύ για να έρθει η σειρά μου, αφού μικρός
και μικροσκοπικός εγώ, με προσπερνούσαν οι μεγαλύτεροι με την δικαιολογία
«μικρός είσαι εσύ». Επιτέλους φτάνω μπροστά στον γκισέ, ψηλότερο από μένα και ο
υπάλληλος αναγκάστηκε να ανασηκωθεί για να με δει. Πρώτη επίθεση, γιατί
έστειλαν εσένα, κανένας μεγαλύτερος δεν υπήρχε σπίτι; Η απάντηση μου, τάραξε λίγο την ατμόσφαιρα
γύρω και προκάλεσε το ενδιαφέρον του συναλλασσόμενου κοινού: Όχι κύριε δεν
υπάρχει, ο πατέρας μου πέθανε πριν δέκα χρόνια και η μάνα μου δουλεύει στον
κάμπο για να με ζήσει και να με σπουδάσει!! Καλά, καλά λέει, πες μου τι θες.
Ξεδιπλώνω το μαντήλι, ισιώνω τα κατοστάρικα και του λέω, έναντι για το κομμάτι
του δανείου σε χρήμα, με κοιτάει με απορία και λέει, τι πάει να πει αυτό, η
τράπεζα εισπράττει έναντι, τίποτα περισσότερο. Του εξηγώ με καμάρι πλέον, όσα
είχα ακούσει στο καφενείο για επιτόκια και με κοιτάζει έκπληκτος, οι γύρω
αγρότες βλέπουν με ενδιαφέρον την διένεξη και κάνουν κλοιό γύρω μου. Δεν ξέρω
τίποτα ξαναλέει ο υπάλληλος, εγώ επιμένω λίγο δυνατότερα και με ακούει ο διευθυντής του
υποκαταστήματος που πλησιάζει με ενδιαφέρον. Του εξηγώ λεπτομερειακά και
επιμένω για τα επιτόκια. Χαμογελάει ειρωνικά, εγώ συμμαζεύομαι και με μια απλή
κίνηση με χτυπάει ήρεμα στο σβέρκο. Καταρρέω, με πιάνουν κλάματα με αναφιλητά
και ένας από τους γύρω αγρότες, λέει έντονα
στον διευθυντή: Ρε μαλάκα, το παιδάκι χτύπησες, δεν ντρέπεσαι αλήτη, έλα
ρε, έλα να χτυπήσεις εμένα, να σε θάψω
μέσα στα χρέη μας, αρπαχτικό του κόπου μας!!
Το σύνολο των αγροτών κινείται απειλητικά προς τον διευθυντή που
τρέχοντας φεύγει από την τράπεζα, μαζεύω τα δυο κατοστάρικα που ήταν ακόμα στον
γκισέ, τα χώνω στην τσέπη μου και εξαφανίζομαι, Έμαθα από χωριανούς μου ότι μετά έγινε το έλα να δεις, οι αγρότες
επετέθησαν φραστικά στον διευθυντή που επέστρεψε, ντροπή σου, χτύπησες
αλύπητα(!) ένα ορφανό μωρό που τόλμησε
να μιλήσει, πρέπει να πας να πνιγείς, διευθυντής τράπεζας είσαι εσύ ή φυλακής!!
Γυρίζω σπίτι, χωρίς να έχω πληρώσει και τρώω μια κατσάδα από τη μάνα μου, δεν
είσαι ικανός ούτε μια δόση να πληρώσεις…
Η
τραυματική μου εμπειρία με την αγροτική τράπεζα, κράτησε όλη μου τη ζωή, μέχρι
που πρόσφατα αγοράστηκε από την Πειραιώς και έσβησε η φίρμα της. Δεν ξέρω αν
βοήθησε τους αγρότες, σίγουρα όμως τους εκμεταλλεύτηκε μέχρι αηδίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου