Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την
πρώτη μου προσπάθεια μυθιστορηματικής γραφής. Οπότε, please, δείξτε επιείκεια! Το πλάνο
είναι η προσπάθεια να συνεχιστεί και η ιστορία της Σοφίας να αναρτάται
τμήμα-τμήμα. Μπορεί όμως να μείνει και ως έχει, να αφήσω εσάς να φαντάζεστε το
παρελθόν και το μέλλον της…
Η Σοφία
βρέθηκε στη μέση του δωματίου δακρυσμένη από συγκίνηση και αηδία. Η μυρωδιά της
κλεισούρας εισχωρούσε στις παιδικές της αναμνήσεις, όπου έπαιζε ξέγνοιαστη δίπλα
στην ποδιά της γιαγιάς της. Θυμόταν ακόμα πόσο ευτυχισμένη ήταν τότε, θυμάται τα
αυτοσχέδια παιχνίδια της αλλά και τη σιδερένια ξυλόσομπα που γουργούριζε
μεθυσμένη από τις μυρωδιές των κατσαρολικών που φιλοξενούσε. Φλούδες
πορτοκαλιού, κανέλα στο σιτάρι και μερικά κουρέλια που πάσχιζαν να σχηματίσουν
κοριτσίστικα πρόσωπα, ήταν αρκετά για να νιώθει ευτυχισμένη. Εικόνες που τώρα συγχέονται
με μούχλα, μοναξιά, εγκατάλειψη.
Βγήκε έξω να
πάρει αέρα. Ακούμπησε την παλάμη της στην σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο
και έσκυψε για να ξεράσει τα συναισθήματα της. Λίγα λεπτά αργότερα κοίταξε τον
ουρανό και αναστέναξε με πόνο. Πόσο πόνο αντέχει ο άνθρωπος; Που βρίσκει τη
δύναμη να συνεχίσει;
Έκλεισε την πόρτα και πήρε το κλειδί. Στο αυτοκίνητο βρήκε την τσάντα της και κατευθύνθηκε προς την πλατεία του χωριού. Δεν άντεχε να μείνει ούτε λεπτό παραπάνω στο σπίτι. Δεν πρόλαβε καν να ανοίξει το παράθυρο να αεριστεί ο χώρος. Ίσως έπρεπε να κοιμηθεί σε κάποιο ξενοδοχείο σήμερα - αν υπάρχει ξενοδοχείο στο χωριό – αλλά αυτό ήταν κάτι που θα αποφάσιζε αργότερα. Τώρα το μόνο που ήθελε ήταν ένα ποτό. Ένα δυνατό ποτό.
Πάρκαρε στην
κάτω πλευρά της πλατείας, μπροστά σε ένα κατάστημα που έμοιαζε εγκαταλελειμμένο
χρόνια. Έπειτα κοίταξε στο βάθος του δρόμου, αναγνωρίζοντας την ετοιμόρροπη
σκεπή του πατρικού της μητέρας της. Σχεδόν λυπήθηκε τον εαυτό της για τον τρόπο
με τον οποίο το αυτοκίνητο κουμαντάρει τη ζωή της. Στο νέο της ξεκίνημα -αν μπορεί κανείς να το αποκαλέσει έτσι-,
οι παλιές της συνήθειες προβάλουν σθεναρή αντίσταση. Αλλά δε θα νικήσουν.
Δυστυχώς.
Μπήκε
απογοητευμένη στο «Καφέ Μπαρ» της γωνίας. Προφανώς ήταν το μοναδικό στο χωριό, οπότε
δεν χρειαζόταν κάποιον πρόσθετο διακριτικό τίτλο. Τρία ή τέσσερα κεφάλια, όσοι
ήταν και οι θαμώνες του μαγαζιού, γύρισαν και την κοίταζαν επίμονα. Μπορούσε να
διακρίνει τα ερωτηματικά στις σκέψεις τους, την ανάγκη τους -διότι περί ανάγκης πρόκειται, όχι επιθυμίας-
να μάθουν την απαρχή ενός τόσο περίεργου γεγονότος. Μία ξένη, και μάλιστα γυναίκα,
να μπαίνει αργά το απόγευμα στο μαγαζί -τι
ώρα είναι;-, μοιάζει με σκηνή που διαδραματίζεται στην τηλεόραση, σε μέρη
άλλα. Εδώ το χωριό μετράει τους κατοίκους του σε συγκεκριμένες θέσεις κάθε ώρα
και ακόμα και μία τόσο μικρή αλλαγή μπορεί να συγκλονίσει την καθημερινότητα
αυτού του τόπου.
Κάθισε στο
πιο απομακρυσμένο τραπέζι του μαγαζιού γιατί ούτε η ίδια ήταν συνηθισμένη να
μπαίνει ξένη, και μάλιστα γυναίκα, στο «Καφέ Μπαρ» της πλατείας. Έπιανε με το
ένα χέρι τους κροτάφους της, προσπαθώντας να διώξει τον πόνο και τη ζαλούρα από
μέσα της, όταν άκουσε μία αντρική φωνή να τη ρωτάει τι να της φέρει.
- Βότκα…Μία
βότκα παρακαλώ…
- Σκέτη;
- Με
πάγο.
Δεν έπινε
ποτέ της βότκα, πόσο μάλιστα σκέτη. Μία φορά μόνο είχε παραγγείλει βότκα
πορτοκάλι, στην πρώτη έξοδο της σε club, γιατί δεν ήξερε τι άλλα ποτά υπήρχαν
για να ζητήσει. Δεν την ήπιε όλη, ο χορός, τα ιδρωμένα νεανικά κορμιά, οι
πρώτες πονηρές ματιές, τα φώτα, τα έντονα γυναικεία αρώματα κλεμμένα από κοριτσίστικα
χέρια, αρκούσαν να τη μεθύσουν. Μόλο που δεν καταλάβαινε γιατί ο κόσμος πλήρωνε
τόσα λεφτά για μία τόσο άσχημη γεύση. Δύο-τρία χρόνια αργότερα, βέβαια,
θα αντάλλαζε το μεροκάματο της με δύο-τρία ποτηράκια ρούμι αλλά αυτές είναι
σκέψεις που δεν της αρέσει να γίνονται.
Ήταν στην τρίτη
βότκα και είχε αποκτήσει ήδη την ψευδαίσθηση της χαλάρωσης που σου προσφέρει το
ποτό. Δεν ήταν η Σοφία. Ήταν μία οποιαδήποτε κοπέλα σε ένα μπαρ. Θα μπορούσε να
είναι τουρίστρια σε κάποιο παραθαλάσσιο χωριό που περιμένει τη φίλη της να
ξυπνήσει από τον απογευματινό της ύπνο. Ή επαγγελματίας που περιμένει τα
νέα δείγματα του προμηθευτή της σε κάποιο καφέ στο λιμάνι. Ίσως πάλι να είναι τραγουδίστρια,
έχει μόλις τελειώσει την πρόβα της και περιμένει τον κόσμο να μαζευτεί
για να ξεκινήσει το live. Ναι, θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε, οπουδήποτε στον
κόσμο. Όχι η Σοφία στο Καφέ Μπαρ χωρίς όνομα.
Μετά την
τέταρτη βότκα, ο πονοκέφαλος της είναι πια λιγότερο έντονος, δε συμβαίνει το
ίδιο όμως και με τα βλέμματα των πελατών που έχουν αρχίσει να μαζεύονται στο
μαγαζί εκτελώντας την καθημερινή τους ρουτίνα. Παρέμενε η μοναδική γυναίκα στο
χώρο και αυτό την έκανε να νιώθει ακόμα πιο άβολα. Ήταν σίγουρη πως πολύ
σύντομα κάποιος θα την πλησίαζε και θα προσπαθούσε να δώσει απαντήσεις στα
δεκάδες ερωτήματα που περιπλανιόντουσαν στο χώρο. Το ένιωθε πως από στιγμή σε
στιγμή ο πιο νταής, ένας 40χρονος σε ρούχα εφήβου, θα την πλησίασε. Έβλεπε το
ελαφρύ κύρτωμα του κορμού του, το κύρτωμα που σε λίγα λεπτά θα του έδινε την
ώθηση που χρειάζεται για να σηκωθεί.
- Γεια
σου.
- Γεια
σας.
- Δεν
είσαι από εδώ, έτσι δεν είναι;
- Ναι.
Ή μάλλον όχι. Από εδώ είμαι…η καταγωγή μου δηλαδή…απλά δεν έμενα εδώ.
- Α.
Τίνος είσαι;
- Παρακαλώ;
- Λέω,
η καταγωγή σου είναι από εδώ…ποιανού κόρη είσαι;
- Είμαι
εγγονή του κυρ Σταύρου που έμενε στην παραπάνω γωνία. Με μία ανεπαίσθητη κίνηση
του κεφαλιού της έδειξε τη σωστή κατεύθυνση.
- Α.
Μάλιστα….Της μικρής κόρης είσαι, για της μεγάλης;
- Της
μεγάλης…είπε και κοίταξε προς την πόρτα, ένα ζευγαράκι που έμπαινε στο μαγαζί. Ήταν
ιδέα της ή η γυναίκα κοιτούσε πιο επίμονα από όλους;
- Πάντως,
χαθήκατε εσείς. Η οικογένεια σου δηλαδή. Φύγατε μία μέρα μου φαίνεται, και δεν
ξανάρθατε ποτές.
- Ε,
κάπως έτσι…
- Και
που έμενες;
Η Σοφία είχε αρχίσει να δυσφορεί αλλά προσπαθούσε να
παραμείνει ψύχραιμη. Είχε μπει με το έτσι θέλω στα λημέρια τους, στο ΔΙΚΟ τους χώρο,
τους όφειλε τουλάχιστον μία εξήγηση. Άσε που όση ώρα μιλούσε μαζί του, οι
υπόλοιποι είχαν στρέψει τα βλέμματα αλλού. Κανένας δεν ήθελε να δείξει
ενδιαφέρον για κάτι που κάποιος άλλος είχε. Εκτός από τη γυναίκα. Αυτή είχε
ξελαιμιαστεί να γυρίζει προς το μέρος τους, ο ανταγωνισμός μεταξύ των αντρών
δεν ήταν κάτι που έβαζε φρένο στη δική της περιέργεια.
- Στην
Αθήνα. Δούλευα εκεί. Δεν σε ρώτησε Σοφία
τι έκανες στην Αθήνα, μόνο που έμενες σε ρώτησε. Η Σοφία είχε θυμώσει με
τον εαυτό της. Έπαψε να είναι οποιαδήποτε γυναίκα σε οποιοδήποτε μέρος. Ήταν η Σοφία και ήταν στο Καφέ Μπαρ χωρίς όνομα.
- Και
τώρα, δεν δουλεύεις;
- Όχι,
τώρα δεν δουλεύω. Προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυα που ανέβηκαν στα μάτια της.
Δεν ήταν δάκρυα για την απόλυση της. Ήταν δάκρυα για το πόσο σκατά έχει γίνει η
ζωή της.
- Και
τι θα κάνεις;
- Ποιος
είπαμε ότι είστε; Σαν να συνήλθε ξαφνικά και συνειδητοποίησε πόσο λάθος ήταν η
παρουσία της στο συγκεκριμένο μαγαζί τη συγκεκριμένη ώρα, κατέβαλε μία απέλπιδα
προσπάθεια να περισώσει την εικόνα που δημιούργησε στους ντόπιους.
- Μάκης.
Για τους φίλους και τις όμορφες γυναίκες, Μάκης. Είμαι γιος του κρεοπώλη.
Συνόδεψε τα λόγια του με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο.
- Μάκης. Ο γιος του κρεοπώλη δεν
χρειάζεται επίθετο, ούτε δικό του επάγγελμα. Ούτε καν το βαφτιστικό του όνομα
ολόκληρο. Είναι ο Μάκης. Όλοι τον ξέρουν. Είναι ο γιος του κρεοπώλη. Είναι ο
άχρηστος γιος ενός αξιοσέβαστου ανθρώπου. Χάρηκα Μάκη. Αλλά τώρα πρέπει να φύγω. Ξέρεις αν
υπάρχει κάποιο ξενοδοχείο εδώ κοντά;
Η αποφασιστικότητα
στη φωνή της τον τάραξε. Σαν να συνήλθε ξαφνικά από ένα άσχημο όνειρο, μία άσχημη
σκέψη, αυτή η γυναίκα που στεκόταν όρθια και επιβλητική μπροστά του, έμοιαζε να
συχνάζει στο μαγαζί μία ολόκληρη ζωή. Ήταν εκεί που έπρεπε να ήταν. Δεν ήταν
μία οποιαδήποτε γυναίκα, σε ένα οποιοδήποτε μέρος. Ήταν η Σοφία και ήταν στο Καφέ
Μπαρ.
- Έχουμε
έναν παραδοσιακό ξενώνα στο χωριό. Μόλις βγεις από το μαγαζί θα κάνεις δεξιά
και θα τον δεις στα εκατό μέτρα. Αν τον βρεις κλειστό, χτύπα στο σπίτι
απέναντι. Εκεί μένει η γυναίκα που τον έχει.
- Σε
ευχαριστώ πολύ. Ίσως ανταμώσουμε πάλι αύριο. Συνόδεψε τα λόγια της με ένα ευγενικό
χαμόγελο.
- Παρακαλώ…
Ο Μάκης έχασκε στη θέα μίας τόσο γοητευτικής και δυναμικής
γυναίκας. Άλλη κοπέλα μπήκε στο μαγαζί, άλλη έφευγε τώρα.
- Και
πόσο θα μείνεις Σοφία; πρόλαβε να ψελλίσει παρακολουθώντας τη Σοφία να
απομακρύνεται από το τραπέζι.
- Δεν
ξέρω. Πάντως, ήρθα για μείνω...
Τέλειο είναι!!! Μπράβο!! Θα υπάρχει και συνέχεια?
ΑπάντησηΔιαγραφήπολυ καλο!περιμενουμε την συνεχεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήσυγχαρητηρια στον/στην συγγραφεα καταληκτικο αλλα πρεπει να εχει και συνεχεια μας αφηνει με σκεψεις
ΑπάντησηΔιαγραφή