23 Ιουλ 2015

Το Τελευταίο Κεφάλαιο (3ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής)

Από τον Νικόλαο Πιλπιλίδη


Ξύπνησε για άλλη μια φορά ιδρωμένος πάνω στον καναπέ που κοιμόταν τα τελευταία βράδια. Φορούσε ακόμα το τζιν του καθώς και ένα άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο με ψιλές, κόκκινες κάθετες ρίγες. Ένιωσε το κεφάλι του να γυρίζει. Έριξε μια ματιά στο τραπεζάκι που ήταν δίπλα του. Ένα πακέτο με χαρτιά, ένα μισοάδειο μπουκάλι ουίσκι και κάτι αποφάγια σε αποσύνθεση ήταν όλα όσα υπήρχαν. Δε θυμόταν πόσο είχε πιει αλλά σίγουρα πολύ, καθώς συνήθιζε να πίνει από το μπουκάλι και έχανε πάντα τον έλεγχο.

Σηκώθηκε αργά και κατευθύνθηκε προς τη μπαλκονόπορτα. Την άνοιξε και άκουσε κάτι ήχους σα νερά. Άνοιξε λίγο τα παντζούρια και ένιωσε τη βροχή να τον χτυπάει στο πρόσωπο και το στέρνο. Άφησε τα παντζούρια μισάνοιχτα. Πισωπάτησε και έκλεισε την μπαλκονόπορτα. Τώρα το δωμάτιο ήταν λίγο πιο φωτεινό.

Στάθηκε στην κλειστή μπαλκονόπορτα και κοιτούσε τη βροχή να πλένει το μπαλκόνι του, μα κυρίως να καθαρίζει τους δρόμους και τα αυτοκίνητα από τη σκόνη. Η σκέψη του ταξίδεψε στο παρελθόν και συγκεκριμένα στη μέρα που έχασε τη γυναίκα του. Για την ακρίβεια είχαν περάσει πέντε χρόνια και δυο βδομάδες από τη μοιραία εκείνη μέρα. Ήταν μια μέρα σαν τη σημερινή, βροχερή και ταυτόχρονα ζεστή.



Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι. Μόλις είχε σχολάσει από τη δουλειά της και πήγαινε προς το μετρό. Περνώντας μέσα από ένα πάρκο, την πλησίασαν δυο μπράβοι της νύχτας και με  την απειλή όπλου την απομάκρυναν από το πλήθος. Της είπαν ότι ήταν πολύ μεγάλο λάθος να ασχοληθεί ο  άντρας της με τις δουλειές της μαφίας.



Κάποτε είχε γράψει ένα άρθρο στο οποίο έλεγε ότι η μαφία έκανε τις βρομοδουλειές της με τη βοήθεια της αστυνομίας. Δεν έβγαλε μια ιστορία από το μυαλό του. Ήταν σίγουρος ότι ίσχυε κάτι τέτοιο, καθώς γνώριζε άτομα του υποκόσμου που τον ενημέρωναν. Γι’ αυτό ήταν ο καλύτερος δημοσιογράφος, γιατί ό,τι έγραφε το έλεγχε πολλές φορές πριν το παραδώσει στο διευθυντή εκτύπωσης.



 Απομακρύνθηκαν δυο  μέτρα ακόμα από το πλήθος. Κάθισαν και οι τρεις σε ένα παγκάκι με τη γυναίκα να είναι στη μέση. Έβαλαν σιγαστήρα στο όπλο και την πυροβόλησαν  στο ύψος της καρδιάς. Την άφησαν σιγά σιγά στο παγκάκι έτσι που να μοιάζει ότι κοιμόταν. Κατόπιν τον πήραν τηλέφωνο στη δουλειά και του περιέγραψαν την ιστορία με κάθε λεπτομέρεια. Το μόνο που δεν του είπαν ήταν σε ποιο πάρκο την άφησαν, αλλά αυτό δεν ήταν δύσκολο να το βρει καθώς ήξερε πολύ καλά που ήταν το γραφείο που δούλευε και δεδομένης της διαδρομής προς το σπίτι τους χρειαζόταν να περάσει μέσα από ένα μόνο πάρκο.



Ένα δάκρυ άρχισε να κυλάει στο αριστερό του μάγουλο. Χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία, άφησε πίσω του την μπαλκονόπορτα και κατευθύνθηκε προς το τραπεζάκι όπου είχε αφήσει το μπουκάλι με το ουίσκι το προηγούμενο βράδυ. Έψαξε πίσω από το μπουκάλι και κάτω από το τραπέζι. Τελικά βρήκε ένα πακέτο τσιγάρα κάτω από τη στοίβα με τα χαρτιά. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το ακούμπησε στα χείλη του. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του τζιν και έβγαλε ένα μεταλλικό αναπτήρα. Άναψε το τσιγάρο και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του.

Λίγο πριν το γραφείο σταμάτησε. Άπλωσε το χέρι του και πάτησε το κουμπί του ανεμιστήρα. Ένα δροσερό αεράκι έπεσε πάνω του. Άφησε τον ανεμιστήρα και κάθισε στην καρέκλα του γραφείου. Σα να μετάνιωσε και ξανασηκώθηκε. Πήγε στο τραπεζάκι. Έπιασε το μπουκάλι με το ουίσκι, έβγαλε το πώμα και ήπιε μια γερή γουλιά. Έπιασε το πακέτο με τα χαρτιά, μάζεψε και όσα είχαν φύγει εξαιτίας του ανεμιστήρα και με το ουίσκι ακόμα στο άλλο του χέρι πήγε και κάθισε ξανά στο γραφείο.

Άφησε τα χαρτιά δίπλα στη γραφομηχανή, ενώ το μπουκάλι το άφησε λίγο παραπέρα, δίπλα σε μια κορνίζα με τη φωτογραφία ενός ζευγαριού. Αυτήν την φωτογραφία την είχε τραβήξει κάποιος ξάδελφος της γυναίκας του στην πρώτη επέτειό τους. Και αυτή είχε γράψει μια αφιέρωση με τα υπέροχα γράμματά της. “Στο πιο γλυκό αγόρι που γνώρισα ποτέ, η Μαρία του!”



Είχαν πάει να γιορτάσουν την επέτειό τους μαζί με τα ξαδέλφια της, καθώς μια μέρα πριν η μικρότερη ξαδέλφη της είχε γεννήσει ένα πανέμορφο κοριτσάκι που είχε τα μάτια της Μαρίας. Δυο πράσινες χάντρες γυάλιζαν στο ολοστρόγγυλο πρόσωπο του βρέφους. Δυο χάντρες που αγάπησε από την πρώτη στιγμή που τις αντίκρισε στο πρόσωπο της αγαπημένης του. Εκείνη τη μέρα είχε ελεύθερα τα μακριά της μαύρα μαλλιά και μαζί με το κατάλευκο φόρεμα που φορούσε την έκανε να μοιάζει με κάποια αρχαία θεά. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν με τόσους συγγενείς της αλλά δεν τον πείραζε καθόλου. Του αρκούσε μόνο να είναι μαζί της. Εξάλλου αυτό είπε και όταν τον ρώτησε κάποιος από τους πρεσβύτερους για το πώς νιώθει ανάμεσά τους.



Άρχισε να νιώθει όμως άβολα από τη μέρα που την έχασε. Ένιωθε ότι ήταν ο κύριος υπαίτιος για το θάνατο της αγαπημένης του. Λίγο περισσότερο από πέντε χρόνια είχε να μιλήσει με τους ανθρώπους που ήταν η μοναδική οικογένεια της Μαρίας.

Το μόνο για το οποίο βρήκε κουράγιο να κάνει μετά το θάνατό της ήταν να γράψει μια ιστορία. Την δικιά του ιστορία. Έγραφε καθημερινά τον πόνο του στο χαρτί. Κάθε δάκρυ, κάθε στεναχώρια, κάθε μαχαιριά που ένιωθε στην καρδιά του ήταν όλα αποτυπωμένα στο πακέτο με τα χαρτιά που ήταν μπροστά του. Σήμερα, όμως, είχε έρθει η στιγμή να δώσει ένα τέλος στην ιστορία. Στη δικιά του ιστορία.

Έβαλε ένα χαρτί στη γραφομηχανή. Ξεκίνησε να γράφει. ΚΕΦΑΛΑΙΟ… Τράβηξε το  χαρτί απότομα από τη γραφομηχανή. Το τσαλάκωσε μέσα στα χέρια του και το πέταξε στο πάτωμα. Δεν θυμόταν σε ποιο κεφάλαιο είχε μείνει και βαριόταν να ψάχνει στα χαρτιά. Πήρε ένα άλλο χαρτί, το έβαλε στη γραφομηχανή και άρχισε πάλι να γράφει. ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Άφησε μερικές γραμμές κενές και συνέχισε. Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Λίγες κενές γραμμές ακόμα. ΤΕΛΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ. ΤΕΛΟΣ ΣΤΑ ΔΑΚΡΥΑ.

Άνοιξε το τελευταίο συρτάρι του γραφείου. Έβγαλε από μέσα ένα ρεβόλβερ. Άνοιξε το μύλο. Μέτρησε τις σφαίρες. Έξι σφαίρες. Ήταν αρκετές για αυτό που τις ήθελε. Έκλεισε ξανά το μύλο. Σήκωσε το όπλο με το δεξί του χέρι και σημάδεψε τον κρόταφό του. Μετάνιωσε, το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο. Άφησε το όπλο πάνω στο γραφείο. Φόρεσε παπούτσια και σηκώθηκε όρθιος. Ένιωσε το δωμάτιο να γυρίζει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άπλωσε το χέρι του να πιάσει πάλι το όπλο.

Θα πήγαινε να συναντήσει τους δολοφόνους της γυναίκας του. Ή θα έπαιρνε εκδίκηση ή θα τον καθάριζαν και αυτόν. Αυτό ήταν και το καλύτερο σενάριο. Δε θα έχυνε άλλα δάκρυα. Δε θα πονούσε άλλο. Αυτό ήταν το ιδανικό. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και βγήκε έξω με τη μία. Η βροχή  συνέχισε να ποτίζει τους δρόμους. Πριν περάσουν δυο λεπτά ακούστηκε ένας πυροβολισμός που τον ακολούθησε ένας κεραυνός. Τώρα βρισκόταν νεκρός καταμεσής του δρόμου, ενώ το αίμα του ήταν ένα κόκκινο ποτάμι που παρέσερναν τα νερά της βροχής.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

who is online

Ad24