Από την Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη
Μόλις πατάω το πόδι μου στο Αϊβαλί, σκέπτομαι τον
παππού μου. Οι αναμνήσεις του πολλές, οι αλήθειες του ακόμη περισσότερες. Κάθε
του λέξη κατάφερνε να με συναρπάζει αφού έκρυβε μέσα της πόνο, θλίψη, νοσταλγία
και μια απλότητα που δύσκολα συναντά κανείς στις μέρες μας.
Θυμάμαι σαν ήμουν μικρό κορίτσι να τον επισκέπτομαι
και να του ζητώ να μου διηγηθεί τις δικές του μοναδικές ιστορίες από τα χρόνια
που έζησε απέναντι, όπως συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν ακόμη και σήμερα τα
παράλια της Μικράς Ασίας, οι κάτοικοι της Λέσβου.
Μετά τη συντριβή που υπέστη από τα τουρκικά στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ, ο ελληνικός στρατός τράπηκε σε
άτακτη φυγή το 1922 παίρνοντας παραμάζωμα τους περισσότερους Έλληνες που ζούσαν
στα παράλια χτίζοντας εκεί τα όνειρά τους για ένα καλύτερο αύριο. Χιλιάδες
συμπατριώτες μας σφαγιάστηκαν και όσοι γλίτωσαν από τα σπαθιά των εχθρών,
επιβιβάστηκαν σε κάθε λογής πλεούμενο προκειμένου να σωθούν.
Ιστορίες δυσάρεστες μα τόσο αληθινές που θα στοιχειώνουν
πάντα αμέτρητες οικογένειες. Κάποιοι κατάφεραν να φτάσουν στα νησιά του Βορείου
Αιγαίου και να κάνουν εκεί μια νέα αρχή θρηνώντας παράλληλα τις παράπλευρες
υλικές και ανθρώπινες απώλειές τους. Σε μια τέτοια κατάσταση βρέθηκε και η
οικογένεια του παππού μου που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει όλα της τα υπάρχοντα
για να γλιτώσει το θάνατο και την τουρκική κυριαρχία που συνεπαγόταν ακριβώς το
ίδιο για αυτούς.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα τον πόνο που του προκαλούσα
όταν με την παιδική μου επιμονή, ζητούσα να μάθω όλο και περισσότερα για τις
περιπέτειες του. Στα μάτια μου, ο παππούς μου φάνταζε πάντα σαν τον ήρωα του
παραμυθιού που τόλμησε να τα βάλει με τους κακούς και να κερδίσει. Έστω και αν
αυτό ήταν μονάχα η αξιοπρέπεια του και ένα κομμάτι ψωμί.
Ήταν έντεκα χρονών όταν έπρεπε να φύγουν από το
Αϊβαλί. Αμούστακο αγόρι ακόμα γύριζε μέχρι τότε στις αλάνες και έπαιζε μπάλα με
τα άλλα παιδιά. Έλληνες και Τούρκοι ήταν όλοι το ίδιο. Άλλη γλώσσα, άλλη
θρησκεία μα τους ένωναν τα γέλια, οι καζούρες και η κοινή αγάπη τους για το
παιχνίδι. «Όσο δεν υπάρχει κίνδυνος για την επιβίωσή, μόνο η αγάπη έχει θέση
στην καρδιά» μου έλεγε ο παππούς χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά στοργικά.
Το μίσος δεν το ξέρουν οι άνθρωποι. Στο μαθαίνει η
ίδια η ζωή όταν αρχίσει να μην σου κάνει τα χατίρια. Και σε αυτούς έπαψε αρκετά
νωρίς να τα κάνει. Δεν είναι λίγες οι ελληνικές οικογένειες που αποδεκατίστηκαν
στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν και να περάσουν στα απέναντι φιλικά εδάφη.
Πολλοί άνθρωποι πνίγηκαν στα αφιλόξενα νερά ξεμπροστιάζοντας το σκληρό πρόσωπο
του διωγμού.
Κάθε φορά ρωτούσα τον παππού μου αν είχε συγγενείς
στο νησί μας όταν έφτασε εδώ. Δεν υπήρχε κανείς. Οι γονείς του, η μικρότερη
αδερφή του και εκείνος βρέθηκαν αβοήθητοι και μόνοι να προσπαθούν να επιβιώσουν
και να χτίσουν τα πάντα από την αρχή. Τίποτα δεν ήταν εύκολο αλλά δεν ήξεραν να
το βάζουν κάτω. Λίγα χρόνια μετά, ο πατέρας του πέθανε και εκείνος έπρεπε να
σταθεί στην οικογένεια του αφού ήταν πια το μοναδικό αρσενικό. Ακόμα και τότε
δεν δείλιασε, δούλεψε και στάθηκε στο
ύψος των περιστάσεων προστατεύοντας με όποιον τρόπο μπορούσε τις γυναίκες της
φαμίλιας του. Άλλωστε, ήταν οι μόνες που του είχαν μείνει.
Έλληνες και Τούρκοι δίνουν μεγάλη αξία στην
οικογένεια. «Σ’ αυτό είμαστε ίδιοι» μου έλεγε ο παππούς καθώς θυμόταν τα κυριακάτικα τραπεζώματα στο
Αϊβαλί. Έβαζαν ό, τι είχαν στο τραπέζι και έτρωγαν όλοι μαζί σαν αδέρφια. Τα
σπίτια ήταν ανοιχτά σε όποιον πέρναγε και ζητούσε ένα πιάτο φαί. «Η φιλοξενία
είναι θέμα τρόπων και αγωγής και αυτό δεν στο επιβάλλει κανένας Θεός είτε
λέγεται Χριστός είτε Αλλάχ» επέμενε ο παππούς Δημήτρης κι εγώ δεν βρίσκω αφορμή
ούτε τώρα να αμφισβητήσω τα λόγια του σοφού γέροντα.
Ακόμα θυμάμαι τη συγκίνησή του, όταν μου μίλαγε για
το σπίτι που άφησαν πίσω. Το σπίτι που φώλιασε τα πρώτα του παιχνίδια, τις
φωνές και τα γέλια του. «Αυτό το σπίτι ήταν ποτισμένο με αγάπη και ελπίδα πως
όλα θα πάνε καλά. Τίποτα από αυτά δεν σώθηκε όταν φύγαμε» διηγιόταν ο παππούς
με μάτια γεμάτα δάκρυα. Ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το δέσιμό του με αυτά τα
ντουβάρια, ακόμη και μέχρι τη στιγμή που έφυγε από τη ζωή.
Πριν 15 χρόνια, ζήτησε από τον πατέρα μου να τον
πάει για τελευταία φορά εκεί. Ήθελε να αντικρύσει τον τόπο που έζησε έντεκα
ολόκληρα χρόνια. Ήθελε να έρθει για τελευταία φορά σε επαφή με τις αναμνήσεις
που κουβαλούσε όλο αυτόν τον καιρό και τον βάραιναν. Πέρασαν απέναντι με το
μικρό καραβάκι και ο παππούς τον οδήγησε ενστικτωδώς μέχρι τον τόπο που
βρισκόταν το σπίτι.
Τα πάντα γύρω του έδειχναν τόσο διαφορετικά.
Τουριστικά μαγαζιά υπήρχαν παντού και τίποτα δεν του θύμιζε τη φτωχογειτονιά
που είχε μεγαλώσει. Τίποτα εκτός από τα ερείπια του σπιτιού. Το σπίτι είχε
γκρεμιστεί πριν από λίγους μήνες μετά το θάνατο του ενός εκ των ιδιοκτητών και
ακόμη δεν είχε χτιστεί τίποτα στη θέση του. Η γυναίκα του τούρκου ιδιοκτήτη
έμενε πια στο διπλανό σπίτι μαζί με την αδερφή της. Ο παππούς τη θυμήθηκε. Ήταν
η δική της οικογένεια που έμεινε εκεί μετά το διωγμό τους. Τους είχαν πετάξει
έξω και έψαχναν σε κάθε γωνιά του σπιτιού για να βρουν εάν η φαμίλια του παππού
είχε αφήσει κάποια κρυμμένη περιουσία.
Αυτή ήταν και η πρώτη κίνηση των Τούρκων σαν
έμπαιναν στα ελληνικά σπίτια. Λεηλατούσαν ό, τι είχαν αφήσει πίσω τους οι
Έλληνες στην αγωνία τους να σώσουν τουλάχιστον τα ταλαιπωρημένα τους κορμιά.
Δεν είχαν στο μυαλό τους να πάρουν μαζί τους λεφτά και υπάρχοντα αφού ήξεραν
πως δεν υπήρχε χώρος ούτε καν για τους ίδιους στα πλεούμενα.
Ακόμα και αυτή η στερνή ώρα του αποχαιρετισμού με τη
ζωή του στο Αϊβαλί, έμελλε να αμαυρωθεί με απληστία. Η Τουρκάλα, γριά πια κοντά
στα 80, πήγε κοντά στον παππού και τον ρωτούσε με νοήματα αν είχε αφήσει χρήματα
ή κοσμήματα η οικογένειά του πριν φύγει γιατί μέχρι τότε δεν είχαν βρει τίποτα.
Ήταν πρόθυμη παρά το προχωρημένο της ηλικίας της να σκάψει στα χαλάσματα για να
βρει μερικά νομίσματα που θα διευκόλυναν για λίγο τη ζωή της. Την αξιοπρέπειά
της πάντως, την είχε χάσει μια και καλή.
Ο παππούς δεν θέλησε ούτε εκείνη τη στιγμή να την
προσβάλει. Προτίμησε να την αγνοήσει στρέφοντας το βλέμμα του αλλού για να μην
δείξει τα δάκρυα θυμού που κυλούσαν στα μάτια του. Γύρισε την πλάτη του και
πήρε το δρόμο του γυρισμού για την πραγματική του πατρίδα πια, δίχως να
κοιτάξει στιγμή πίσω του. Το στόμα του είχε στεγνώσει και η πίκρα δεν έφευγε με
τίποτα.
Από τότε, σπανίως μιλούσε πια για τη ζωή του
απέναντι. «Ο κύκλος αυτός έχει κλείσει για μένα» επέμενε να μας λέει για να μας
αποφύγει δίχως να μπορεί να πείσει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό. Ποτέ δεν ήταν
καλός στα ψέματα. Η πληγή όσων έζησε παρέμενε ανοιχτή και παρά τις προσπάθειές
μας, δεν κατάφερε ποτέ να κλείσει.
Την ίδια γλυκόπικρη γεύση έχω κι εγώ στο στόμα κάθε
φορά που επισκέπτομαι αυτόν τον πονεμένο τόπο. Ζω για λίγο μέσα από τις
ιστορίες του παππού σε μια άλλη εποχή παίζοντας κρυφτό μαζί με τα άλλα παιδιά
της γειτονιάς. Αυτή την εικόνα κρατάω σα βάλσαμο να με παρηγορεί για να μην
βάζω τα κλάματα όταν πατάω το πόδι μου στις χαμένες πατρίδες. Μέσα μου ξέρω πως
δεν έφταιγαν εκείνοι για το πώς φέρθηκαν. Όταν φωλιάζει η απληστία και το μίσος
στην καρδιά, η λογική πάει περίπατο. Τότε είναι που μια ιστορία ερείπιο
ξαναζωντανεύει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου