11η Συμμετοχή από τον Sine Qua Non
Ό,τι επιτάσσει το «θέλω» πνίγεται στην καθημερινότητα. Μια δύναμη ασύλληπτη, σημαίνουσα, χωνεύεται, αφομοιώνεται αναγκαστικά. Δεν υπάρχουν όρια απαισιοδοξίας… ζήτημα αρχής, θέμα ηθικής καθορίζει τα συμβεβηκότα. Και τα παύει αναπάντεχα, αν κι έτσι θα γίνει -νιώθεις. Σαστίζεις, θυμώνεις αλλά κάτι σ’ εμποδίζει… Η οξυδέρκεια τελικά ζητούμενο, ο χρόνος βραδύς και κοφτερός, η μέρα μεγαλώνει επικίνδυνα… Μια άρνηση απόλυτη, ένας τοίχος αόρατος, απροσπέλαστος ορθώνεται μπροστά σου. Αλλά συ τον διαβλέπεις και δε λιποψυχάς… ή μήπως ναι? Σκιάς όναρ καθρεφτίζει την τρωθείσα διάσταση του τώρα, φωνές λαλίστερες του χθες, αλλά και του αύριο.. Ρίγη απίθανα τυλίγουν το κορμί κι ολοένα η φωνή βαραίνει, τα μάτια σταθερά και με ταχειά ροπή το πουθενά κοιτάζουν. Εκλάμψεις ανάνιψης ξεγελούν το υποσυνείδητο και ‘κείνο αποκρίνεται. Η μέρα αυξάνεται.
Η παραλία άμα τη έω φαντάζει τόσο άσχημη… αγρύπνια ταλανίζει την περίσταση. Το σύννεφο στη θέση του, πλαισιώνει μια παράσταση. Δυό οι πρωταγωνιστές και το κοινό απόν. Ασύμβατοι οι ρόλοι. Κακή χημεία ξεχειλίζει απ’ το σενάριο, πρωταγωνιστής η απουσία. Διθυραμβικές, άλλοτε ενθουσιώδεις κριτικές θάφτηκαν στο μέσο της απόστασης. Κι η πρόβα, με σκηνικό τη θάλασσα, καλή κι ελπιδοφόρα, παρόλο το κακό σενάριο. Μα το έργο δε θ’ ανέβει.
Έπεσαι, σκίζεις τα κύματα κι αναρωτιέσαι. ‘Πόσο αναγκαία είν’ ετούτη θάλασσα’? Είναι διέξοδος? Αλλά το σύννεφο ακόμα ‘κει.
Επιταχύνεις και βγαίνεις στο παράθυρο του τώρα, πηδάς κάτω, συναντάς την επανάληψη. Μοιραίο ήτανε, γνωστά λημέρια αυτά για σένα. Η πτώση σε συνέφερε, τουλάχιστον για τώρα. Ρόδινα ονείρατα μαυρίζουν και εκπίπτουν. Καλά, δεν ξύπνησες? Τι νόμισες, πως τέλειωσε η μέρα? Όλα ξάφνου τόσο κυνικά, ήχοι δυνατοί διαπέρασαν τα ώτα σου. Σφίγγεις τα χείλη, εκπέμπεις σήματα σε άσχετες συχνότητες. Δεν σ’ ακούει κανείς! Κοιμάσαι ακόμη? Ξύπνα και μη διανοείσαι να σκεφτείς άλλο. Φαιά ουσία λιγοστή και τούτη αλυσιτελής κι ανεπαρκής. Κι ο βηματισμός προσποίηση που επίστασαι. Είδες, σε λίγο θα ‘σαι κει. Σάλτο κάνεις κι έφτασες, δυνάμωσες το ράδιο. Τούτος ο Αόριστος δε θα ‘πρεπε να υφίσταται, τα ακυρώνει όλα. Το φως χαμηλώνει, οι κόρες διαστέλλονται, σπασμοί σοκάρουν το μυαλό σου. Και πάλι Ενεστώτας. Εξίσου τραγικός. Συγχέεις το τώρα με το πριν και χάνεσαι. Προκαλείς εσύ τα συναισθήματα και κείνα ευεπίφορα υψώνονται. Σβήνουν, τελικά. Ανοίγεσαι, μιλάς με κόσμο για πράματ’ άσχετα που δήθεν σε ενδιέφεραν. Απίστευτο, χαμογελάς? Τι επίπλαστο, μετέωρο και φτηνό χαμόγελο. Θέλεις να φύγεις, να κρυφτείς, να τ’ αντιμετωπίσεις ήσυχα. Δεν γίνεται, συνέχισε. Δυό μάτια νομίζεις σε κοιτάνε, παραίσθηση βιώνεις, ξύπνα! Ίσως να μην κοιμάσαι τελικά. Μα συνεχίζεις, τα κοιτάς, τα παρατηρείς κι ευφραίνεσαι. Εφήμερη ευδαιμονία, μα κολλάς. Σκαρφαλώνεις, βγαίνεις έξω, τα ίδια… εικόνες καρφωμένες στο μυαλό σου κινούνται εκκρεμείς, υφέρπουν υποψίες, θλίψη στην ατμόσφαιρα πλανάται πεισματάρικα. Και τα μάτια, εκεί. Επίμονα υπάρχουν, χωρίς την παραμικρή από μέρους τους κίνηση.
Είναι καθηλωμένα στη μνήμη σου, σα φωτογραφία που δύσκολα θα ξεθωριάσει ο χρόνος.
Το βλέμμα σου κοιτά το αναπάντητο. Βροχή κατακλύζει το απερίγραπτο κενό. Και το κενό μεγαλώνει, πουθενά δεν πάει η βροχή. Το βλέμμα εκεί, δείχνει τη θάλασσα. Ψάχνει τη σκηνή της υποτιθέμενης παράστασης και καρφώνεται στο επίμαχο σημείο. Κύμα συνταράσσει τη σιωπή, σύννεφο ενσκήπτει πάνω από τα εξαίσια μάτια που άξαφνα εμφανίστηκαν. Δείχνουν τόσο τη λάμψη τους, λάμψη που τολμά να διαχυθεί. Το βλέμμα σάστισε, μαγεύτηκε, συνάντησε εκείνο τα’ απίστευτο συναίσθημα που απέπνεαν τα μάτια της. Μα στράφηκε αλλού, δεν έπρεπε να μείνει.
Ήταν το ύστατο βλέμμα στα δυό θλιμμένα μάτια. Το έργο ματαιώνεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου