Από την Μαρία - Ευαγγελία Τσιτσικάου (Διαγωνισμός - 15η Συμμετοχή)
Εγώ, ευτυχώς, ανήκω στους δεύτερους. Και λέω ευτυχώς, γιατί δε μπορώ καν να διανοηθώ ότι θα ζούσα αποκομμένη από αυτές τις αναμνήσεις. Θα’ μουν μισή, θα’ μουν κάποια άλλη. Γι’ αυτό και γράφω. Γιατί πολλές φορές νιώθω την ανάγκη να ρίξω τις σκέψεις μου στο χαρτί είτε για να τις ξορκίσω είτε για να τις κρατήσω καλά μέσα μου και να μην τις αφήσω να φύγουν ποτέ. Δεν είναι πάντα ξεκάθαρο γιατί θέλω να γράψω. Για να ξεχάσω ή για να βεβαιωθώ ότι θα θυμάμαι; Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε μπορώ ν’ απέχω πολύ. Μου λείπει η σχέση μου με τις λέξεις. Μια σχέση ερωτική, άλλοτε λυτρωτική κι άλλοτε τυραννική σαν τη σχέση μ’ έναν εραστή που άλλες φορές σε πλημμυρίζει με ευτυχία κι άλλες σε γεμίζει οργή κι αγανάκτηση. Μένει όμως, πάντα μια αγάπη. Μόνο που δεν ξέρεις ποτέ αν αυτή η αγάπη θα συνεχίσει να ζει έστω κι αν η φωτιά της σιγοκαίει μέσα σου ή αν θα μείνουν απλά οι στάχτες της να σου θυμίζουν ότι κάποτε αγάπησες, αλλά πληγώθηκες ή πλήγωσες.
Έχουμε ξεχάσει να ζούμε πραγματικά; Απλώς υπάρχουμε, χωρίς να γευόμαστε
τη γλυκόπικρη γεύση της ζωής μ’ όλο μας το είναι; Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι
γίνεται όταν περνάμε από την ηλικία των άσπιλων, λευκών μας χρόνων και
βρισκόμαστε στον κόσμο των μεγάλων. Ξεχνάμε την αθωότητά μας ή απλώς, την
καταχωνιάζουμε στο χρονοντούλαπο μαζί με αναμνήσεις παιδικών παιχνιδιών,
εφηβικών ερώτων και νεανικών ονείρων; Ίσως αναγκαζόμαστε να το κάνουμε ή ίσως
το κάνουμε ασύνειδα, παγιδευμένοι στην άγονη καθημερινότητα των ευθυνών και της
ρουτίνας. Και μπορεί κάποιοι από μας να ξεχνούν αυτό το ντουλάπι και να
πορεύονται χωρίς την ασπίδα της πάλαι ποτέ προστατευτικής αθωότητας, υπάρχουν
ωστόσο κι εκείνοι που το ξεκλειδώνουν πού και πού και ρίχνουν μερικές ματιές
στο περιεχόμενό του, έστω κλεφτές...
Εγώ, ευτυχώς, ανήκω στους δεύτερους. Και λέω ευτυχώς, γιατί δε μπορώ καν να διανοηθώ ότι θα ζούσα αποκομμένη από αυτές τις αναμνήσεις. Θα’ μουν μισή, θα’ μουν κάποια άλλη. Γι’ αυτό και γράφω. Γιατί πολλές φορές νιώθω την ανάγκη να ρίξω τις σκέψεις μου στο χαρτί είτε για να τις ξορκίσω είτε για να τις κρατήσω καλά μέσα μου και να μην τις αφήσω να φύγουν ποτέ. Δεν είναι πάντα ξεκάθαρο γιατί θέλω να γράψω. Για να ξεχάσω ή για να βεβαιωθώ ότι θα θυμάμαι; Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε μπορώ ν’ απέχω πολύ. Μου λείπει η σχέση μου με τις λέξεις. Μια σχέση ερωτική, άλλοτε λυτρωτική κι άλλοτε τυραννική σαν τη σχέση μ’ έναν εραστή που άλλες φορές σε πλημμυρίζει με ευτυχία κι άλλες σε γεμίζει οργή κι αγανάκτηση. Μένει όμως, πάντα μια αγάπη. Μόνο που δεν ξέρεις ποτέ αν αυτή η αγάπη θα συνεχίσει να ζει έστω κι αν η φωτιά της σιγοκαίει μέσα σου ή αν θα μείνουν απλά οι στάχτες της να σου θυμίζουν ότι κάποτε αγάπησες, αλλά πληγώθηκες ή πλήγωσες.
Όλοι αποζητούν ένα καταφύγιο, κάπου να κουρνιάσουν όταν αισθανθούν ότι
στη ζωή που ζουν δεν έχουν πια θέση τα όνειρα που έκαναν. Όνειρα ποτισμένα μ’
ένα πάθος που έσβησε, με μια ορμή που καταλάγιασε, με μια αίσθηση που με τα
χρόνια μετατράπηκε σε ηττοπάθεια. Πού στρέφεται ο καθένας; Πού βρίσκει την
παρηγοριά που θα χαϊδέψει τις πληγές του και θα τον γυρίσει για λίγο σ’ εκείνο
το ευλογημένο συναίσθημα της ξενοιασιάς; Όταν χωνόταν στη μυρωμένη αγκαλιά της
μητέρας και άφηνε τους φόβους του να ξεχειλίσουν, επειδή ήξερε ότι θα τους
πάρει μακριά και θα τον προστατεύσει απ’ τους εφιάλτες; Όταν σήκωνε το βλέμμα
στον ουρανό κι αντίκριζε το πρώτο χελιδόνι της άνοιξης, όταν άφηνε το γλυκό της
αεράκι να του δροσίσει το πυρωμένο μέτωπο, όταν έτρεχε ανέμελα κυνηγώντας τα
παιδικά του όνειρα λαχανιάζοντας, αλλά τόσο ευτυχισμένος που έφτανε ένα βήμα
πιο κοντά τους; Όταν θυμάται τη γεύση του πρώτου φιλιού του, τις πεταλούδες που
φτερούγιζαν στο στομάχι του όταν έβλεπε το αγαπημένο πρόσωπο, όταν ένιωθε την
αγάπη να τον πλημμυρίζει στο σμίξιμο ψυχών και σωμάτων;
Κάποτε άνοιξα ένα παραμύθι και ξεφυλλίζοντάς το ένιωσα τη γνώριμη εκείνη
αγαλλίαση που ένιωθα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ και που τόσο μου’ χε λείψει. Γιατί
πάντα στο τέλος η κακιά μάγισσα έχανε τη δύναμή της, η φωτιά του δράκου έσβηνε
και απλωνόταν παντού η μαγεία της ομορφιάς και της καλοσύνης. Βεβαίως, υπάρχουν
φορές που δίνω στα παραμύθια άλλες διστάσεις, ψάχνω σε βάθος κι ανακαλύπτω τα
ψέματα που κρύβουν και που θόλωναν τον παιδικό μου νου, αλλά όλα αυτά πάντα στο
πλαίσιο ενός κυνισμού απ’ τον οποίο δυστυχώς, δεν κατόρθωσα να ξεφύγω ούτε εγώ.
Όταν όμως, νιώθω λιγάκι ευάλωτη, επηρεασμένη απ’ τον κυνισμό που λέγαμε, σβήνω
το γκρι της πραγματικότητας κι επιστρέφω στο λευκό της αγνότητας και κάποτε
-γιατί όχι;- στο κόκκινο των μετέπειτα χρόνων, των ερώτων και του πάθους.
Είναι στο χέρι μας να βάλουμε στη ζωή μας τα χρώματα που μας αρέσουν.
Όποια κι αν είναι αυτά. Λευκό των αθώων γέλιων μας, άλικο της παθιασμένης
φωτιάς που έκαιγε μέσα μας, κίτρινο των αστεριών, πορτοκαλί μιας χειμωνιάτικης
νύχτας δίπλα σ’ ένα αναμμένο τζάκι, πράσινο της ελπίδας, μπλε του καθαρού,
ασυννέφιαστου ουρανού ή μαύρο των μυστικών που κρατάμε μέσα μας…Και μπορούμε να
το πετύχουμε μ’ οποιονδήποτε τρόπο. Σιγοτραγουδώντας έναν αγαπημένο σκοπό, χαμογελώντας
όλο και πιο συχνά, αφήνοντας ένα δάκρυ να τρέξει χωρίς να
ντραπούμε…Αγκαλιάζοντας τους δικούς μας ανθρώπους χωρίς προφανή λόγο, απολαμβάνοντας
τη μυρωδιά του φρεσκοψημένου καφέ, κάνοντας μια βόλτα με τον εαυτό μας...Περπατώντας
στη βροχή χωρίς ομπρέλα, βγάζοντας μια πραγματικά γελοία φωτογραφία ή ανοίγοντας
το αγαπημένο μας παραμύθι και διαβάζοντάς το μέχρι ν’ αποκοιμηθούμε…Ή όπως εγώ,
πιάνοντας μολύβι και χαρτί και πλάθοντας τους αφανείς ήρωες που μου κρατούν
συντροφιά και πλαισιώνουν γλυκά τη μοναξιά μου…
Έχουμε ξεχάσει να ζούμε πραγματικά; Καιρός ν’ απολαύσουμε τη ζωή με
ένταση, με πάθος, με ορμητικότητα, με τρέλα, με αγάπη, με την ψυχή μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου