Βαθμολογία: 2.5 /
5
Ο Tom Ricks (Ethan Hawke) είναι ένας Αμερικάνος καθηγητής
Πανεπιστημίου-συγγραφέας (όπως συμβαίνει πάντα σ’ αυτές τις ταινίες, ένα βιβλίο
έχει γράψει όλο κι όλο αλλά είναι πολύ καλό και έτσι χαίρει αναγνώρισης), ο
οποίος έρχεται στο Παρίσι για να τα ξαναβρεί με την εν διαστάσει γυναίκα του
και να σταθεί σωστός πατέρας για την 6χρονη κόρη του (Julie Papillon). Όμως, η (πρώην) γυναίκα του δεν του ετοιμάζει και την καλύτερη
υποδοχή αφού με το που πατάει ο Χριστιανός το πόδι του στο σπίτι, καλεί την
αστυνομία. Από εκεί και πέρα, η μία αναποδιά μετά την άλλη. Τον ληστεύουν και αναγκάζεται
να μείνει σε ένα πανάθλιο πανδοχείο (και πάλι τυχερός είναι) και σύντομα θα μπλέξει
με δουλειές του υποκόσμου. Ωστόσο, η τύχη θα του χαμογελάσει ξανά φέρνοντας στα
πόδια του (και στην αγκαλιά του) τη μυστηριώδη και άκρως γοητευτική Margit (Kristin Scott Thomas) που έχει βαλθεί να τον βοηθήσει να βρει τη χαμένη του αυτοπεποίθηση
και τη συγγραφική του έμπνευση. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε μέχρι να προχωρήσει
λίγο η πλοκή του έργου…
Ακούγεται καλό,
έτσι δεν είναι; Τελικά το αν θα σου αρέσει ή όχι, εξαρτάται από το τι σε
«τραβάει» γενικότερα. Θα σου άρεσε, για παράδειγμα, μία ταινία που θα σου
ξυπνήσει συναισθήματα -ακόμα και μερικά πολύ βαθιά κρυμμένα μέσα σου- αλλά δεν
θα ικανοποιήσει και τόσο τη φωνή της λογικής σου; Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω
από πού να ξεκινήσω και που να τελειώσω, οπότε, ακολουθώντας την τακτική του
σκηνοθέτη, σας παρουσιάσω έναν αχταρμά σκέψεων και συναισθημάτων.
Τον Ethan Hawke τον ξέρουμε και τον αγαπάμε (εντάξει, λίγο υπερβολικό). Στο στυλ
του, σταθερά καλός σε όλες του τις ταινίες, φυσικά και εδώ. Βοηθάει βέβαια ο
ρόλος που του πάει γάντι, είναι και το στυλ του γενικότερα που ταιριάζει
απόλυτα με την ατμόσφαιρα του έργου, σε κερδίζει. Για την Kristin Scott Thomas δεν μπορούμε να πούμε τίποτα λιγότερο. Στυλ,
γοητεία, υποκριτικό ταλέντο (και στην περίπτωση της ο ρόλος είναι κομμένος και
ραμμένος στα μέτρα της), αποτελεί σίγουρα ατού της ταινίας. Πολύ ωραίο ζευγάρι,
πολύ ωραίο και το αποτέλεσμα. Μου άρεσε και η μικρή Πολωνέζα Ania (Joanna Kulig), που ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε, και η γυναίκα του (Delphine Chuillot) και ο ιδιοκτήτης του μοτέλ (Samir Guesmi) και οι πελάτες του, γενικά καιρό είχα να δω ένα τόσο πετυχημένο
και ταλαντούχο cast. Επίσης, θεωρώ ότι σκηνοθετικά ο Pawel Pawlikowski έδωσε ρεσιτάλ. Οι διάφορες πινελιές του βέβαια
δεν είναι πρωτότυπες, αλλά είναι τόσο προσεγμένες που προκαλούν συνεχώς μικρές
εκρήξεις συναισθημάτων μέσα σου. Εξαιρετική και η ατμόσφαιρα του έργου, οι
εξωτερικές σκηνές σκέτη μαγεία (είμαστε άλλωστε στην πόλη όπου κάθε γωνιά της -ακόμα
και ένα υποβαθμισμένο προάστιο ή μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη- ενέχει ερωτισμό),
έχω φτάσει λοιπόν σ’ ένα σημείο συναισθηματικής έπαρσης και σκέφτομαι «τι ωραία
ταινία!». Με κρατάει και σε αγωνία ένα πέπλο μυστηρίου που έχει απλώσει ο
σεναριογράφος (πάλι ο Pawlikowski) σε όλες τις πτυχές της ιστορίας και περιμένω
υπομονετικά την…κορύφωση.
Για να το
κλείνω σιγά σιγά, είναι όπως οι πίνακες αφηρημένης τέχνης….Σου αρέσουν; Σου
αρκεί που όταν τους βλέπεις «αισθάνεσαι» χωρίς να καταλαβαίνεις τι ακριβώς βλέπεις;
Ή είσαι λάτρης των τοπίων, των πορτρέτων, μιας πιατέλας με φρούτα; Εάν ανήκεις
στην πρώτη κατηγορία, νομίζω θα βρεις τη Γυναίκα
του Πέμπτου αρκετά ενδιαφέρουσα. Αν όχι, θα σιχτιρίσεις την ώρα και τη
στιγμή που την έβαλες στο dvd player.
Γνώμη μου,
πάντως, είναι ότι κυκλοφορούν πολλές παρόμοιες, καλύτερες ταινίες (τουλάχιστον πληρούν
καλύτερα τα δικά μου κριτήρια). Και σύμφωνα με τα όσα διάβασα, το βιβλίο του Douglas Kennedy (Η
Γυναίκα του Πέμπτου, εκδόσεις Ωκεανίδα) είναι καλύτερο από τη μεταφορά του
στην οθόνη. Οπότε…to read, definitely to read!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου