Τα γυαλιά
Τα έψαχνε με μανία σ’
όλο το σπίτι. Μπαινόβγαινε στα δωμάτια σκουντουφλώντας στα έπιπλα, βγάζοντας
μικρά Αχ! να δεις που θα γίνει μελανιά,
ψηλαφίζοντας κάθε επιφάνεια, Ξεσκόνισμα θέλει
πάλι, μπήκε στο μπάνιο, άνοιξε το ντουλάπι με τις πετσέτες, το ντουλάπι με
τα απορρυπαντικά, το συρτάρι με τα καλλυντικά, Συμμάζεμα πάλι θέλουν, έβγαλε τ’ άπλυτα απ’ το καλάθι ένα-ένα,
έχωσε το χέρι μέσα στον κάδο του πλυντηρίου, Ποτέ δεν ξέρεις τι είναι ικανός ο άνθρωπος να κάνει, προχώρησε στην
κουζίνα, άνοιξε τα ντουλάπια με τα κατσαρολικά και τα πιατικά, έπεσε ένα
ποτήρι, Γυαλιά-καρφιά θα τα κάνω όλα
μέχρι να τα βρω, άνοιξε τα συρτάρια με τα μαχαιροκουταλοπήρουνα, με τις
πετσέτες και τα τραπεζομάντηλα, με τις σακούλες 0,04 ευρώ και τις τζαμπαντάν
από τα οπωρολαχανικά, με τα εργαλεία πρώτης ανάγκης, Να θυμηθώ να καρφώσω το κάδρο, το ντουλάπι με τα ρύζια-φασόλια-μακαρόνια
και τα υπόλοιπα εδώδιμα, πουθενά τα γυαλιά.
-Πρεσβυωπία λόγω ηλικίας
και ολίγον από αστιγματισμό, απεφάνθη ο οφθαλμίατρος προ αρκετών ετών, μετά την
εξέταση Καραβάκι μου μικρό, πού πας γυαλό-γυαλό; και τους αριθμούς στον τοίχο
που μόλις και μετά βίας διέκρινε η ασθενής.
-Εγώ; Πρεσβυωπία; του απεκρίθη θιγμένη. Εγώ;
Που ήμουν αετός;
-Και τώρα απλός
χαρταετός!
Πήρε μεγάλη πίκρα, πήρε
κι ένα κομμάτι πίτσα στο χέρι και το χώνεψε. Επισήμως διοπτροφόρος.
Τι
έκανα και τα φορούσα;
Όχι, δεν ήταν στο
κεφάλι της, τα είχε ήδη ψάξει εκεί. Εξάλλου, δεν συνήθιζε να τα χρησιμοποιεί ως
κοκαλάκι που συγκρατεί το μαλλί για να μην πέφτει στο μάτι. Ούτε τα κρεμούσε
στο λαιμό με κορδονάκι. Κορδονάκι είχε, ωραιότατο, με
χαντρούλες-φοριέται-και-σαν-κόσμημα, της το είχαν δώσει δώρο μαζί με τα γυαλιά.
Εμ, βέβαια, ένα σκασμό λεφτά τους είχε αφήσει, ένα δωράκι δεν θα της έδιναν
εκτός απ’ τη θήκη; Αλλά δεν είχε προσαρτήσει –πρόσεξες λέξη; - το γυαλικό, δεν
τη βόλευε, γιατί κάθε που πήγαινε να σκύψει, η περίφημη και αδιαμφησβήτητη
βαρύτητα της γης, τα έλκυε προς το κέντρο της και κρέμονταν σαν πατομπούκαλα
που μεγένθυναν τα ψίχουλα. Τα άφηνε, λοιπόν, στο τραπέζι της κουζίνας, μέρος
σταθερό και σίγουρο. Ναι, καλά!
Μα
πού στο διάτανο τα έβαλα;
Ξαναπήρε τα δωμάτια απ’
την αρχή για πολλοστή φορά. Πουθενά τα γυαλιά. Ούτε μέχρι το σούπερ μάρκετ δεν
μπορούσε να πάει. Πώς να διαβάσει τη λίστα με τα ψώνια; Πώς να διακρίνει κάτω
απ’ τα προϊόντα τα ταμπελάκια με τις τιμές; Πώς να ξεχωρίσει τα γεμιστά με
κακάο μπισκότα απ’ αυτά με τη βανίλια; Μεγάλη τύφλα λέμε!
Έριξε απελπισμένη τον
κορμί της στην καρέκλα της κουζίνας. Φύσηξε, ξεφύσηξε, κόντεψε να βάλει τα
κλάματα. Είπε να παρηγορηθεί λιγάκι. Άνοιξε το ντουλάπι και πήρε τη Μερέντα. Κι
ένα κουτάλι. Της σούπας. Κατέβασε ηδονικά και σπαρταρώντας το Μέσα της απ’ τη γλύκα
το μισό βαζάκι (το μεγάλο μέγεθος έπαιρνε πάντα) και κάπως παρηγορήθηκε. Άνοιξε
το ψυγείο να πάρει το μπουκάλι με το νερό, να σβήσει την αψάδα και τζα! Να τα
τα γυαλιά!
Μα
πόσο βούρλο μπορεί να ’μαι που τα ’χωσα κεί μέσα;
Άλλη φορά, στο κεφάλι θα τα βάζω! Μη σου
πω ότι θα τα συνδέσω ΚΑΙ με το κορδονάκι! Και στο κορδονάκι θα κρεμάσω κι ένα
κουταλάκι, έτσι για να το ’χω πρόχειρο για τη Μερέντα.
Μερικοί άνθρωποι μάς
βάζουν τα γυαλιά. Και μας βοηθάνε να δούμε τον κόσμο όχι καλύτερα, μα στις
πραγματικές του διαστάσεις. Μας βοηθάνε να διακρίνουμε το πραγματικό απ’ αυτό
που βλέπουμε εμείς. Μας ξεθολώνουν το τοπίο. Αν δεν τους είχαμε αυτούς, θα
μπορούσαμε να δούμε την αλήθεια μόνοι μας;…
Αχ, Αγάπη! Τα μάτια σας
δεκατέσσερα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου