Το βασίλειό μου για ένα τσιγάρο!
Μετά από ένα ξέφρενο και οργιώδες φαγοπότι που κατάντησε
τους συνδαιτυμόνες να πέσουν σε διατροφικό κώμα, να έχουν καταλάβει κάθε
ντιβάνι, κρεβάτι, καναπέ, πολυθρόνα, καρέκλα και σκαμπό, μετά από την ύστατη
προσπάθειά τους -όταν συνήλθαν- να σηκώσουν τα μέλη τους και να συρθούν μέχρι
την εξώπορτα, πώς μπορεί η οικοδέσποινα ν’ αντικρίσει τον χαμό και να μην την
πιάσει απελπισία; Τίποτα δεν είναι στη θέση του: πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπήρουνα,
κατσαρόλες, ταψιά, τηγάνια, αναπαύονται όλα από μισογεμάτα μέχρι εντελώς
βρώμικα ως λίθοι τε και πλίνθοι και ξύλα και κέραμος ατάκτως ερριμμένα μέσα στον
νεροχύτη, πάνω στον πάγκο, στο τραπέζι, στο πάτωμα και σε κάθε οριζόντια
επιφάνεια. Άδεια μπουκάλια από κρασιά, μισογεμάτα με αναψυκτικά, κουτάκια από
μπύρες και χυμούς, κοσμούν το όλο σκηνικό, μαζί
με τσαλακωμένες χαρτοπετσέτες ως συμπληρωματικό ντεκόρ. Πώς να βάλει σε
τάξη όλη αυτή την αταξία; Πού να πατήσει χωρίς να σκοντάψει σε μια καινούρια
έκπληξη; Η κουζίνα υπό κατάρρευσιν κι
αυτή στα πρόθυρα υστερικής κρίσης! Να στέκεται στο κούφωμα, να τα κοιτάει και
να μην κουνάει δαχτυλάκι!
-Είναι η κουζίνα το βασίλειο της γυναίκας; Πφ… Ας
έρθει τώρα κάποιος να το δει και θα μου πάρει το στέμμα! Ήταν που δεν ήθελα να
πάρω και πλυντήριο πιάτων η ηλίθια! Τι να το κάνω; έλεγα. Σιγά το πράμα! Πες
ότι πλένεις τα χέρια σου και συγχρόνως καθαρίζεις και τα πιάτα! Τώρα όμως;
Αφυδάτωση θα πάθουν τα χεράκια μου! Και θα μου φύγει και το μανικιούρ!
Ένα στερητικό σύνδρομο αναδύεται από μέσα της.
-Το βασίλειό μου για ένα τσιγάρο! Πόσο κοστίζει ένα
τσιγάρο; Πού να κάνω τράκα ένα τσιγάρο; Να χτυπήσω στον διπλανό; Δεν θα μου
αρνηθεί. Τι ψυχή έχει ένα τσιγάρο για εκείνον;
Προσπαθούσε να το κόψει και η συγκεκριμένη
κατάσταση καθόλου δεν την βοηθούσε. Τώρα θα μου πεις: προς τι αυτή η προσφορά για
ένα τσιγάρο; Αυτό καταντάει σκάνδαλο αν αναλογιστούμε την ποταπή του αξία
μπροστά στην ανυπολόγιστη ενός κουζινοβασιλείου. Για κάνε σούμα κάθε ευρώ που
ξόδεψε για όλα αυτά τα εργαλεία, εξαρτήματα, βοηθήματα, την προίκα της κουζίνας
τέλος πάντων και θα σου πω γιατί το λένε βασίλειο!
Το στερητικό δεν σηκώνει αναβολή.
-Μήπως έχεις ένα τσιγάρο; τον ρωτάει.
-Ναι, βέβαια, της απαντάει και την κοιτάει λιγωμένα
χωρίς να κάνει κίνηση.
-Λέω, μήπως θα μπορούσες να έχω ένα; διευκρινίζει,
μήπως και δεν κατάλαβε τον ξεκάθαρο υπαινιγμό της ερώτησης.
-Α, ναι, βέβαια! συνέρχεται.
Ξεθολώνει το μάτι της με τις πρώτες τζούρες,
σκέφτεται τον νοστιμούλη που της ανακούφισε την ανάγκη κι ανασκουμπώνεται:
πετάει αποφάγια, μπουκάλια και λοιπά άχρηστα, κατηγοριοποιεί τα προς πλύσιν, ξεκινάει
το πλύσιμο-στράγγισμα-στέγνωμα-τακτοποίημα, συμμαζεύει, βάζει σκούπα, ρίχνει κι
ένα σφουγγάρισμα και πέφτει εξουθενωμένη στον καναπέ.
-Να ’χα τώρα ένα τσιγαράκι…
Την ξανακοιτάει με το λιγωμένο ύφος όταν του
ξαναχτυπάει το κουδούνι και του το ανταποδίδει όλο τσαχπινιά.
-Μήπως θα μπορούσα να έχω ακόμη ένα;
Ξέρεις, προσπαθώ να το κόψω, αλλά είχα τραπέζι και μετά που φύγανε, δεν ήξερα
από πού ν’ αρχίσω και μ’ έπιασε απελπισία και ήθελα να ηρεμήσω και επειδή
προσπαθώ να το κόψω όπως σου είπα, δεν παίρνω πακέτο και ήθελα οπωσδήποτε ένα,
ξέρεις πώς είναι και μετά άρχισα να πλένω και να συμμαζεύω και έγινα πτώμα και
τώρα που τα έβαλα όλα στη θέση τους, θέλω να ξαναηρεμήσω, με καταλαβαίνεις, ε;
λέει μονοκοπανιά.
-Ναι, ναι, καταλαβαίνω.
Βγάζει από το πακέτο ένα και της το δίνει. Βλέπει
το πακέτο και το λιγουρεύεται.
-Θέλεις να έρθεις από δίπλα να σε κεράσω κάτι τις;
Είμαστε εξαρτημένοι ή εθισμένοι; Αυτή η ανάγκη,
όταν θέλει να ικανοποιηθεί, μέχρι πού μπορεί να μας κάνει να φτάσουμε; Κι όταν
αυτή η εξάρτηση κι ο εθισμός αφορούν κάποιον άνθρωπο, πώς μπορούμε να την
υπερβούμε; Πώς μπορούμε να κόψουμε ένα βόλεμα ή μια συνήθεια;
Αχ, Αγάπη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου