Από τον Αντώνη Μικέλη
Εκεί ψηλά στη γέφυρα η νύχτα σαν
απλώνει
το μαύρο πέπλο της, κι εγώ, με
χέρια μουδιασμένα,
μ’ ένα τσιγάρο συντροφιά, γυρίζω το
τιμόνι,
χωρίς κουβέντα κανενός, τα μάτια
στυλωμένα,
στο σκότος το απέραντο, εκεί που ο
ήλιος σβήνει,
εκεί που πέφτει ο ουρανός, τα μάτια
προσηλώνω
στο αχανές το πέλαγος και σκέπτομαι
εκείνη,
με τι καρδιά θε να βαστά του
χωρισμού τον πόνο.
Τρέχει το δάκρυ το καυτό, όταν με
πόνο κλαίω,
και τους καημούς της μοναξιάς,
χωρίς να φανερώνω,
τους πνίγω με παράπονο και τίποτα
δεν λέω,
μες στου τσιγάρου τον καπνό τριγύρω
που απλώνω.
Στο πέλαγος τούτο σιωπής οι σκέψεις
αρμενίζουν,
σαν να μετρούν τις λιγοστές χαρές
που έχουν νιώσει,
τα μάτια κλείνουν απαλά και πού και
πού δακρύζουν,
σαν τρέχει ο νους μες στη νυχτιά για
να σε ανταμώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου