Δεν έχω τι να βάλω
Όπως κάθε χρόνο
τέτοια εποχή, κάθε γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της –εγώ κι εσύ και όλες μαζί–,
δεν έχει τι να φορέσει στις γιορτές.
Το σκηνικό,
φιλενάδα, γνωστό: ανοίγεις ντουλάπες, πετάς πάνω στο κρεβάτι όλα σου τα ρούχα,
αρχίζεις τις δοκιμές, απορρίπτεις το ένα μετά το άλλο και ρίπτεις στο πάτωμα
αυτά που είτε δεν σου κάνουν, είτε δεν σου αρέσουν. Βάζεις-βγάζεις για ώρες, το
βουναλάκι στο πάτωμα ψηλώνει και το μόνο που σου μπαίνει, είναι οι κάλτσες, ένα κολιέ κι ένα βραχιόλι.
-Μα πέρσι το πήρες!
σου λέει το έτερον ήμισυ, αν σε τσακώσει επ’ αυτοφώρω.
Γιατί, φιλενάδα, καλό
είναι να φροντίζεις να κάνεις το ξεκαθάρισμα απόντος τούτου, καθότι το ξέρεις
το σενάριο.
-Μα δεν μου κάνει!
του απαντάς.
-Να μην έβαζες
κιλά! έρχεται η γνωστή ατάκα.
-Δεν κοιτάς
καλύτερα τα δικά σου ξίγκια, που θα μου πεις για τα κιλά μου; θίγεσαι.
-Εσύ είπες ότι δεν
σου κάνει, εγώ είπα για τα κιλά σου; επιτίθεται.
-Κι εσύ έπρεπε να
μου το χτυπήσεις; εξανίστασαι.
-Αυτό; λέει και σου
δείχνει ένα φαρδύ φόρεμα πάνω-πάνω στον σωρό. Αυτό σίγουρα σου κάνει, δυο σαν
κι εσένα χωράνε μέσα!
Θέλεις να το πάρεις
για προσβολή, αλλά δεν το παίρνεις.
-Αυτό δεν είναι της
μόδας, προτιμάς να πεις.
-Κι επειδή δεν είναι
της μόδας, θα το πετάξεις; Ένα σκασμό λεφτά σίγουρα θα έδωσες!
Γιατί, φιλενάδα,
όταν πας για ψώνια, μετά πετάς τις αποδείξεις και τα πειστήρια κι έτσι δεν έχει
να σου προσάψει τίποτα. Γνωστά πράματα, μη τα λέμε τώρα εδώ και μας διαβάζει
κόσμος.
-Καλέ αυτό το πήρα
προσφορά! υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου.
-Ναι, καλά, σε
πιστέψαμε! Εσύ ποτέ δεν παίρνεις ρούχα προσφορά!
Ρε φιλενάδα, πόσο
καλά σε ξέρει…
-Ε, αυτή τη φορά
πήρα! ξαναϋπερασπίζεσαι τον εαυτούλη σου.
-Από μένα πάντως,
δεν έχει φράγκο! σου δηλώνει.
-Σου ζήτησα εγώ
λεφτά; ξαναθίγεσαι.
-Προς το παρόν,
όχι. Αλλά όπου να ’ναι θα ζητήσεις!
Ρε φιλενάδα, πόσο
καλά σε ξέρει… (δις)
-Μη σώσω!
τσατίζεσαι.
Και πας αγορά και
πέφτεις είτε πάνω σε βδομάδα μπλακ φράιντέι είτε σε περίοδο προεόρτιων
προσφορών. Εντάξει, αυτές οι προσφορές δεν πιάνονται, ουσιαστικά είναι
εκπτώσεις για τόνωση της αγοράς.
Μπαινοβγαίνεις,
δοκιμάζεις, άλλο τραβάει στο καβάλο, άλλο τσιτώνει στα γοφιά, άλλο δεν
κουμπώνει το φερμουάρ, «Να σας δώσω μεγαλύτερο νούμερο;» σε ρωτάει η πωλήτρια
και διαπιστώνεις μετά λύπης σου ότι είσαι ένα νούμερο παραπάνω.
Σε πιάνει
απελπισία. Πώς να τα χάσεις μέχρι τις γιορτές; Αρχίζεις να σκέφτεσαι
δίαιτες-εξπρές σαν του μεσονυκτίου, ξεκινάς την αφαγία και, κατά το
μεταμεσονύκτιο, δεν αντέχεις και κάνεις επιδρομή στο ψυγείο. Την άλλη μέρα
κλαις με μαύρο δάκρυ που δεν κρατήθηκες και δίνεις υπόσχεση ότι Τέρμα! Ξανά απ’
την αρχή! και το βράδυ, φιλενάδα, την παίρνεις πίσω.
Γεμάτη ενοχές,
ξαναπηγαίνεις στην αγορά καθώς οι μέρες πλησιάζουν με βήμα γοργό κι εσύ ακόμη
δεν ξέρεις τι θα φορέσεις. Ξαναδοκιμάζεις, ξαναδιαπιστώνεις τα ίδια –μη σου πω
και χειρότερα– ξαναγυρνάς στο σπίτι με άδεια χέρια και βλέμμα-λίμνη πριν την
υπερχείλιση, κοιτιέσαι στον καθρέφτη, κάνεις γκριμάτσα αυτολύπησης, τρως και
κάτι τις να γεμίσεις τα κενά που ακόμη δεν γέμισαν, καταριέσαι την ώρα και τη
στιγμή που πάλι υπέκυψες, κατηγορείς τον εαυτό σου που δεν μπορείς ν’
αντισταθείς, πας στην ντουλάπα και τραβάς έξω το φαρδύ φόρεμα.
Μπορούμε να
κρατήσουμε τις υποσχέσεις που δίνουμε στον εαυτό μας;
Ποιο είναι το
κίνητρο να μείνουμε σταθεροί στις αποφάσεις μας; Κι αν μείνουμε σταθεροί, για
πόσο θα είναι;
Αχ, φιλενάδα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου