Από την απέναντι όχθη
Τώρα
πια ξέρω πως είναι να πεθαίνεις. Με όποιον τρόπο κι αν πεθάνεις, όσο χρονών κι
αν είσαι. Είναι λες και σε χτυπάει κεραυνός. Δεν ξαφνιάζεσαι μα ούτε και πονάς.
Απλά με έναν τρόπο μαγικό νιώθεις ότι πετάς. Όχι δεν περνάει σε φλας μπακ η ζωή
που έζησες. Ούτε και βλέπεις το νεκρό εαυτό σου και τους άλλους γύρω από εσένα.
Αυτό συμβαίνει όταν είσαι σε φάση νάρκωσης. Στον θάνατο απλά πετάς στην αρχή
και ύστερα ξαπλώνεις σε ένα καταπράσινο λιβάδι ή επάνω σε μια θάλασσα γεμάτη
ανατολές κι έχεις τα μάτια σου κλειστά και χαμογελάς. Οι θνητοί προσπαθούν να
σου κλείσουν τα μάτια γιατί δεν καταλαβαίνουν πως ο ορίζοντας που κοιτάς τώρα
πια δεν σκεπάζεται με τα βλέφαρα σου. Και το στόμα προσπαθούν να σου κλείσουν
γιατί δεν καταλαβαίνουν πως το χαμόγελο ζωγραφίστηκε από την αιωνιότητα στο
πρόσωπο σου. Μην τους παρεξηγείς.
Είναι που όσοι μένουν πίσω έχουν παρομοιάσει
τον θάνατο με τον αιώνιο ύπνο. Κι όμως ο θάνατος δεν είναι τίποτα περισσότερο
από ένα ταξίδι. Κάποτε βγήκαμε από μια μήτρα γεμάτη νερό. Σαν πουλιά χωρίς
φτερά. Όταν πεθαίνουμε γεννιούνται στους ώμους μας φτερά. Κι έτσι όπως πετάμε
καθώς θνητεύουμε χαράζουμε αγάπη στα σύννεφα και στα αστέρια για να κοιτούν
ψηλά πια οι αγαπημένοι μας και να στεγνώνει πιο γρήγορα το δάκρυ τους. Που και
που τους ρίχνουμε κι ένα αεράκι να τους ανακατώνει τα μαλλιά και τα μυαλά και
έρχονται στα ίσα τους. Κανένα αντίο δεν κρατάει για πάντα βρε φίλε άνθρωπε
κουτέ και ονειροπόλε.
Μαίρη
Τσίλη
Υπέροχο αγαπημένη μου!
ΑπάντησηΔιαγραφή