Υπό τους ήχους του Μπετόβεν (Απόσπασμα)
Μια τέτοια νύχτα διάλεξε να φύγει από το σπίτι. Από κάποιο δωμάτιο στο βάθος ακουγόταν η ενάτη του Μπετόβεν.
«Σε σιχάθηκα και σένα», μονολόγησε...
Πήρε μια μικρή τσάντα με δυο ρούχα, φόρεσε το αδιάβροχο με την κουκούλα, άνοιξε την πόρτα και με την ψυχή βαριά βγήκε έξω στο δρόμο. Δεν είχε που να πάει, όμως δεν το σκεφτόταν αυτό. Ήθελε να φύγει και να πεθάνει. Ο δρόμος ήταν σκοτεινός, καμιά κολόνα δεν είχε ρεύμα με αυτή την καταιγίδα.
«Καλύτερα» σκέφτηκε.
Ήξερε ότι τέτοια ώρα δε θα συναντούσε κανέναν, ούτε θα κοίταζε κανείς από κάποιο παράθυρο. Ήταν πολύ αργά. Περπατούσε στα χαμένα με το μυαλό βυθισμένο στις σκέψεις. Όταν πέρασε και τα τελευταία σπίτια βγαίνοντας από το χωριό, κοντοστάθηκε. Τι θα έκανε τώρα, που θα πήγαινε; Ήταν μούσκεμα, το πρόσωπο και το σώμα μαστιγώνονταν από τη βροχή, πεινούσε, μα πιο πολύ ήταν που επιθυμούσε να πεθάνει εκείνη τη στιγμή. Προσπάθησε να σηκώσει τα μάτια στον ουρανό.
«Γιατί Θεέ μου;» ξανασκέφτηκε. «Πάρε με τουλάχιστον. Πάρε με κοντά σου».
Συνέχισε το περπάτημα. Μπροστά απλωνόταν το δάσος. Συνέχισε ακόμα λίγο, αλλά δεν είχε πολλές δυνάμεις και η δυνατή βροχή δυσκόλευε πολύ την κατάσταση. Άρχισε να ζαλίζεται, ένιωσε ότι το κεφάλι άδειαζε από τις σκέψεις και όλο και πιο δύσκολα μπορούσε να περπατήσει. Κάποια φώτα φάνηκαν μετά την στροφή. Δεν πρόλαβε να φτάσει. Λιποθύμησε μες τη μέση του δρόμου...
Σ.Κραββαρίτη
Κοίταξε έξω
από το παράθυρο. Οι αστραπές έσκιζαν τον ουρανό σα να ήθελαν να τον τιμωρήσουν
για κάποιο έγκλημα που είχε διαπράξει. Τα σύννεφα πιο μαύρα κι απ’ την κόλαση
έκαναν στην άκρη, αφήνοντάς τις να φωτίζουν μανιασμένα το σκοτεινό τοπίο, απλά
και μόνο για να δείξουν τις απειλητικές διαθέσεις τους. Εκκωφαντικοί ήχοι από
μπουμπουνητά λες και ο ίδιος ο Θεός τσακωνόταν με τον ουρανό. Δυνατοί κεραυνοί
έπεφταν προσπαθώντας θαρρείς, να σκοτώσουν την αδικία όλης της ανθρωπότητας
μέσα σε μια νύχτα. Μια νύχτα που οι αστραπές την έκαναν μέρα για να φανεί όλη η
βρωμιά, να μη μείνει τίποτα κρυφό. Και τελικά μια καταιγιστική βροχή τόσο
δυνατή, που θα μπορούσε να είναι το κλάμα του ίδιου του Θεού που μετάνιωσε για
το πιο φρικτό έγκλημα του κόσμου.
Μια τέτοια νύχτα διάλεξε να φύγει από το σπίτι. Από κάποιο δωμάτιο στο βάθος ακουγόταν η ενάτη του Μπετόβεν.
«Σε σιχάθηκα και σένα», μονολόγησε...
Πήρε μια μικρή τσάντα με δυο ρούχα, φόρεσε το αδιάβροχο με την κουκούλα, άνοιξε την πόρτα και με την ψυχή βαριά βγήκε έξω στο δρόμο. Δεν είχε που να πάει, όμως δεν το σκεφτόταν αυτό. Ήθελε να φύγει και να πεθάνει. Ο δρόμος ήταν σκοτεινός, καμιά κολόνα δεν είχε ρεύμα με αυτή την καταιγίδα.
«Καλύτερα» σκέφτηκε.
Ήξερε ότι τέτοια ώρα δε θα συναντούσε κανέναν, ούτε θα κοίταζε κανείς από κάποιο παράθυρο. Ήταν πολύ αργά. Περπατούσε στα χαμένα με το μυαλό βυθισμένο στις σκέψεις. Όταν πέρασε και τα τελευταία σπίτια βγαίνοντας από το χωριό, κοντοστάθηκε. Τι θα έκανε τώρα, που θα πήγαινε; Ήταν μούσκεμα, το πρόσωπο και το σώμα μαστιγώνονταν από τη βροχή, πεινούσε, μα πιο πολύ ήταν που επιθυμούσε να πεθάνει εκείνη τη στιγμή. Προσπάθησε να σηκώσει τα μάτια στον ουρανό.
«Γιατί Θεέ μου;» ξανασκέφτηκε. «Πάρε με τουλάχιστον. Πάρε με κοντά σου».
Συνέχισε το περπάτημα. Μπροστά απλωνόταν το δάσος. Συνέχισε ακόμα λίγο, αλλά δεν είχε πολλές δυνάμεις και η δυνατή βροχή δυσκόλευε πολύ την κατάσταση. Άρχισε να ζαλίζεται, ένιωσε ότι το κεφάλι άδειαζε από τις σκέψεις και όλο και πιο δύσκολα μπορούσε να περπατήσει. Κάποια φώτα φάνηκαν μετά την στροφή. Δεν πρόλαβε να φτάσει. Λιποθύμησε μες τη μέση του δρόμου...
Σ.Κραββαρίτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου