(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ)
Η βροχή έπεφτε με δύναμη για μέρες στο αρχαίο δάσος με τους κέδρους,
φέρνοντας ανακούφιση στις διψασμένες ρίζες τους και στα σκονισμένα φύλλα τους.
Έφερε όμως και κάτι άλλο, έναν μικροσκοπικό σπόρο από τον κήπο των παλιών θεών
και το έθαψε σε ένα ξέφωτο, στην μέση του αρχαίου δάσους με τους κέδρους,
όπου έμεινε εκεί μέχρι την άνοιξη.
Κανένας δεν το είχε προσέξει εκτός από έναν αιωνόβιο κέδρο. Ούτε ο
ίδιος δεν είχε καταλάβει πότε πρόσεξε για πρώτη φορά τον μικροσκοπικό μίσχο να βγαίνει από το χώμα και γιατί κάθε
φορά που έβγαινε η φωτεινή σφαίρα η προσοχή του πήγαινε σε αυτόν. Ω! πόση χαρά
του έδινε να βλέπει τον μικρό μίσχο να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.
Τα πέταλα του λουλουδιού άνοιξαν για πρώτη φορά μόλις τα αγγίξαν οι
πρώτες αχτίδες του ήλιου και το μικρό ξέφωτο γέμισε χρώματα που δεν υπήρξαν
ξανά, αποχρώσεις που δεν υπάρχουν ούτε στο ουράνιο τόξο. Τις είχε φτιάξει η φύση όταν ήταν μεθυσμένη
από ένα αρχαίο κρασί του Πάνα, αλλά αυτή είναι
μια άλλη ιστορία. Γύρω από το
λουλούδι δεν φύτρωνε τίποτα λόγω της
μεγάλης ομορφιάς του. Τα αλλά λουλούδια ντρέπονταν να φυτρώσουν κοντά του και έτσι παρέμενε μόνο του στην τέλεια
ομορφιά του, έχοντας το φως του ήλιου μοναδικό του σύντροφο σε ατέλειωτες συζητήσεις
για τα ανώτερα συναισθήματα που δεν μπορούσε να νιώσει.
Ο κέδρος έμεινε να το κοιτά όλη
την ημέρα προσπαθώντας να καταλάβει πως
γίνεται τόση ομορφιά να χωράει σε ένα τόσο μικρό λουλούδι. Πέρασαν πολλές
φωτεινές σφαίρες μέχρι να μπορέσει να απομακρύνει την προσοχή του από το μικρό
λουλούδι.
Στην πρώτη μεγάλη καταιγίδα στη
ζωή του λουλουδιού, ο κέδρος
προσπάθησε να το προστατέψει τεντώνοντας τα μακριά κλαδιά του, αλλά το λουλούδι
φοβήθηκε βλέποντας την σκιά του να πέφτει πάνω του και κρύφτηκε κλίνοντας τα
πέταλά του για ήμερες, αφήνοντας τον κέδρο μόνο του.
Προσπάθησε να μοιραστεί τα
αισθήματά του με τους άλλους κέδρους.
«Κοιτάχτε
εκεί στο ξέφωτο χρώματα που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού»
«αυτοί
η σκίουροι μου έχουν σαπίσει 5 κλαδιά με της ανόητες τρύπες τους»
«κοιτάχτε
με τι χάρη ανοίγει τα πέταλά του»
«οι
ρίζες μου δεν βρίσκουν αρκετό νερό»
«ακούστε
τον άνεμο πως τραγουδάει γύρω από τον λεπτό του μίσχο»
«πονάνε
οι ρίζες μου και δεν απλώνονται όπως παλιά»
«ο
κορμός μου ξεραίνεται -τα πουλιά δεν με επισκέπτονται όπως παλιά.»
Ο
κέδρος ποτέ δεν ένιωσε πιο μόνος στο αρχαίο δάσος .
Το
μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να βλέπει από ψηλά την κάθε ανεπαίσθητη κίνηση
του λουλουδιού όταν έστρεφε το κεφάλι του προς τον ήλιο. Ακόμα κι αυτό το
άχρονο πλάσμα καθυστερούσε την τροχιά του για να θαυμάσει τους ιριδισμούς πάνω
στα πέταλα του.
Η
βροχή έπεφτε πάνω του πιο μαλακά, σαν να φοβότανε μην το πληγώσει .
Ο
άνεμος περνούσε παιχνιδιάρικα ανάμεσα στα φύλλα και στα πέταλά του στεγνώνοντας
το υγρό φιλί της πρωινής πάχνης .
Η
γη το αγκάλιαζε σφιχτά δίνοντας του την στήριξη για να μεγαλώσει και διώχνοντας
τα βλαβερά έντομα με μικρές δονήσεις που μόνο αυτά αισθάνονταν.
Η
φωτιά ξεκίνησε από έναν μικρό αστεροειδή που ακούγοντας την φλυαρία του ήλιου για
το πιο όμορφο πλάσμα που είχαν δει η
ακτίνες του πλησίασε για να το δει. Αιχμαλωτίστηκε όμως από την γη και
πέφτοντας έσπασε σε πολλά κομμάτια. Κάποια από αυτά έπεσαν στο δάσος και έβαλαν
φωτιά, κάποια άλλα έπεσαν στην μεγάλη λίμνη και ξεκίνησαν τη διαδικασία για το
πρώτο πλάσμα που βγήκε περπατώντας από το νερό για να διεκδικήσει τη γη.
Ο
κέδρος κατάλαβε την φωτιά όταν άρχισε να του δαγκώνει τον κορμό. Πρόλαβε να
σκεφτεί ότι το τέλος του ερχότανε γρήγορα, αρνήθηκε να ακούσει της φωνές τον
αδερφών του που έσβηναν γρήγορα και έστρεψε την προσοχή του στο αγαπημένο του
λουλούδι που αν και βράδυ άνοιγε τα πέταλά του νιώθοντας το φως και την ζέστη
της αδηφάγας φωτιάς.
Όλο
το ξέφωτο φωτίστηκε από την μανία της φωτιάς αλλά εκεί στην άκρη του τα χρώματα
άλλαζαν, μεταλλάσσονταν σε μυσταγωγία
που ούτε ο καυτός άνεμος δεν τόλμησε να διαταράξει .
Ο
κέδρος έπεσε φλεγόμενος. Με τις τελευταίες ρανίδες της θέλησής του έσπρωξε με
της ρίζες του ώστε να πέσει μακριά από το αγαπημένο του λουλούδι. Η τελευταία
σκέψη πριν τον καταβροχθίσουν οι φλόγες ήταν «ζήσε» .
Η φωτιά έκαιγε για
μέρες στο δάσος των κέδρων .οι φλόγες ευέλικτες και αδηφάγες , είχαν
προσπελάσει κάθε γωνιά αυτού του τόπου .
Κανένα βραχώδες σημείο
, καμία νοτισμένη πλαγιά κανένα ρυάκι δεν στάθηκε εμπόδιο στην ήρεμη αυτή
δύναμη .Δεν έκαιγε με μανία , δεν ήταν βίαιη , δεν είχε θυμό η αλαζονεία ,ήταν
μόνο αποφασισμένη να φτάσει ως εκεί που δεν μπορεί να φτάσει η βροχή.
Το πρωινό εκείνο , οι
πρώτες ακτίνες ήταν το μόνο φως στο
δάσος μετά από αρκετές ώρες απόλυτου σκοταδιού . Η φωτιά είχε πάρει αυτό που
ήθελε και είχε σταματήσει εδώ και καιρό αλλά είχε αφήσει πύρινα σημάδια να
τρεμοπαίζουν στο έδαφος.
Το τελευταίο έσβησε το
προηγούμενο βράδυ με την ξαφνική καταιγίδα. Το λουλούδι είχε παραδοθεί γρήγορα
σ ’αυτό το φως που εμφανίστηκε στον ουρανό , έχοντας τα πέταλα του ανοιχτά το
υποδέχτηκε με ανακούφιση και αφέθηκε στη
μαγεία του.
Αφού τυλίχτηκε αβίαστα
απ’ τις κίτρινες γλώσσες, έχασε τη λάμψη του και χάθηκε δίπλα στον γέρικο κέδρο
.
Χάθηκε για να εμφανιστεί πάλι , το ίδιο μαγικά και αναπάντεχα, ανάμεσα
από τα απομεινάρια της φωτιάς, σε κάθε γωνιά αυτής της γης .
χάθηκε , για να δώσει ζωή και
χρώμα σε όλο το δάσος για να μεταφέρει
την λάμψη του σε όλα τα ζωντανά πλάσματα που θα ζήσουν εδώ Χάρις στη δική του
ύπαρξη.
χάθηκε για να δώσει ζωή στους
σπόρους που περίμεναν υπομονετικά κάτω από τη γη για χιλιάδες πύρινες σφαίρες
μέχρι να τους δοθεί η ευκαιρία να
γεμίσουν τούτο τον τόπο με μια αλλιώτικη πνοή, μέχρι να έρθει τούτο το πρωινό.
Ο πρώτος βλαστός έσκασε και το ανοιχτό κίτρινο χρώμα του μίσχου έδωσε
γρήγορα τη θέση του στο πράσινο που μπορεί να δει και να τρέφεται μόνο του.
το δάσος έπρεπε να ετοιμαστεί για
να δεχτεί νέους φίλους από το νερό. Αυτό το δάσος θα γινόταν το μέρος που θα
άνθιζαν και θα
δημιουργούνταν οι πιο τέλειες ισορροπίες για ένα κόσμο με πραγματική
αλληλεξάρτηση γεμάτο αγάπη και αλτρουισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου