Παλιννόστησις (5η θέση)
Ήταν σχεδόν νύχτα και το ολόγιομο φεγγάρι έμοιαζε με
δισκίο λήθης. Όσο πάσχιζε εκείνος να στοιβάξει στη βαλίτσα του όλα του τα
ρούχα, εκείνη γινόταν μια χοάνη σκέψεων κι αναμνήσεων. Μόλις τοποθέτησε και το
τελευταίο του πουκάμισο, την έκλεισε και προσπάθησε να την κλειδώσει. Τότε διαπίστωσε
πως η κλειδαριά είχε σκουριάσει με τα χρόνια και δε λειτουργούσε. Έτσι άφησε να
κυλήσει αβίαστα ένα δάκρυ από το πρόσωπό του, σα βουλοκέρι να σφραγίσει το
συσκευασμένο παρελθόν του. Κοίταξε με περισσή αποστροφή το ρολόι, λίγο πριν
φύγει. Ο χρόνος ήταν πάντα ο αδιόρατος εχθρός που ποτέ δεν μπόρεσε να τον
νικήσει. Πίστευε πως οι δείκτες στα ρολόγια υπάρχουν μόνο και μόνο για να
σπαθίζουν τα όνειρά του.
Κλείνοντας την πόρτα πίσω του, κατάλαβε πως μπορεί να
μην ξανάβλεπε την αγαπημένη του γειτονιά. Σαράντα χρόνια είχε ζήσει εκεί.
Σπούδασε, δούλεψε, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά. Τώρα, όμως, που η γυναίκα του
ασπάστηκε τους αγγέλους του ουρανού και τα παιδιά του πέταξαν με τα δικά τους
φτερά, έμεινε ολότελα μόνος. Χωρίς να το
πολυσκεφτεί, αποφάσισε να επιστρέψει στο πατρικό σπίτι του, που βρισκόταν σε
μια παλιά φτωχογειτονιά της Αθήνας. Φοβόταν, όμως, πολύ τα αεροπλάνα. Θεωρούσε
αφύσικο ο άνθρωπος να βρίσκεται στα σύννεφα σαν τον Ίκαρο. Γι’ αυτό είχε βγάλει
εισιτήριο με το τρένο.
Τα βήματά του τον έφεραν μέχρι την αποβάθρα του
αποχωρισμού. Ο σταθμός φάνταζε στα μάτια του σαν το τελευταίο καταφύγιο των
στιγμών που είχε ζήσει. Προσπάθησε να ψελλίσει κάτι, μα η σιωπηλή εκεχειρία
κατάφερε να καταστείλει την ανταρσία των λέξεων. Η αποσκευή ήταν σαν κρεμασμένο
βαρίδι στα χέρια του, που ισορροπούσε την ασυμμετρία των ύστατων συναισθημάτων.
Σε λίγο ο αποχαιρετισμός θα έμοιαζε με στίγμα αποθυμιάς στα θολερά τζάμια της
νυχτερινής αμαξοστοιχίας. Επιβιβάστηκε νωχελικά, λες και ο κάματος της ψυχής
του είχε καταβάλει όλο του το σώμα. Ο άρρυθμος βρυχηθμός της μηχανής κι η
διαπεραστική κραυγή των τροχών άρχισαν να συνθέτουν το κονσέρτο μιας ακούσιας
αναχώρησης. Μαέστρος χρίστηκε ο κλειδούχος, ένας φευγαλέος ιχνηλάτης αδήλωτων
δρομολογίων. Ολοένα και ξεμάκραινε η αφετηρία της οδύνης, χανόταν μέσα στο
χλωμό προπέτασμα της ομίχλης. Έτσι και τα χρόνια του, σιγά σιγά γίνανε βαγόνια
κι αγόγγυστα γλίστρησαν πάνω στο ακόνιστο ατσάλι της ζωής.
Ξαφνικά ένιωσε πως οι ράγες μουδιάζουν και το τρένο
αποσταμένο αργοσαλεύει. Σκέφτηκε για μια στιγμή πως ήταν η αναπότρεπτη
επιβράδυνση στο αβέβαιο τρεχαλητό του ονείρου, στο ατελεύτητο ταξίδι της
ελπίδας. Κι όμως, δεν είχαν μουδιάσει οι ράγες. Τα πόδια του είχαν παραλύσει,
επειδή σε λίγες ώρες θα πατούσαν την πατρώα γη. Αφέθηκε σα νεοσσός στην αγκαλιά
του Μορφέα, θέλοντας έτσι να αλαφρύνει ο λογισμός του. Ονειρεύτηκε τις
τελευταίες διακοπές του στην Ελλάδα, ακριβώς πριν από σαράντα χρόνια. Εκείνο το
καλοκαίρι στην Κέρκυρα δεν μπορούσε να το ξεχάσει ποτέ. Στο νησί των Φαιάκων
γνώρισε τον πρώτο μεγάλο του έρωτα, την Πηνελόπη. Ήταν η στερνή ανάμνηση που
είχε από την πατρίδα του και την είχε σαν παντοτινό φυλαχτό μες στη σκέψη του.
Ξημέρωσε κιόλας. Το τρένο είχε φτάσει στην Αθήνα κι
εκείνος σε λίγη ώρα θα έπρεπε να αποβιβαστεί. Ξύπνησε απότομα και γούρλωσε τα
μάτια του όταν είδε από το παράθυρο το γνώριμο τοπίο της πόλης που γεννήθηκε. Η
γκρίζα τσιμεντούπολη έμοιαζε παραδόξως πιο όμορφη μετά από τόσα χρόνια. Άδραξε
τη βαλίτσα του, βγήκε έξω και κατευθύνθηκε προς την πιάτσα ταξί που εντόπισε
κοντά στο σταθμό του τρένου. «Οδός Νόστου 40, παρακαλώ», είπε με
αποφασιστικότητα στον ταξιτζή.
Η πόλη είχε αλλάξει πολύ. Τα μαγαζιά είχαν αβγατίσει
και οι δρόμοι στένεψαν τόσο που ήταν έτοιμοι να εκραγούν. Τα πολυάριθμα αυτοκίνητα,
τα γκραφίτι στους τοίχους και οι άνθρωποι που έτρεχαν αλόγιστα στα πεζοδρόμια,
συνέθεταν έναν σύγχρονο πίνακα της πόλης που δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Μετά από λίγο έφτασαν στην παλιά του γειτονιά. Εκεί που έπαιζε στην κεντρική
πλατεία μαζί με τα υπόλοιπα γειτονόπουλα μπερλίνα, βόλους, τσιλίκι και
αμπάριζα.
Κάνοντας να βγάλει το πορτοφόλι του, έπεσε ένα χαρτί
από την τσέπη του. Ήταν ένα γράμμα για τη μητέρα του, που ποτέ δεν έστειλε.
Πλήρωσε τον ταξιτζή, βγήκε έξω με το γράμμα στα χέρια κι αντίκρισε
αποσβολωμένος το πατρικό του σπίτι. Άρχισε με τρεμάμενη φωνή να ξαναδιαβάζει
εκείνο το παλιό γράμμα:
«Μάνα, κάθε που νυχτώνει κι ο ουρανός ενδύεται το
μαύρο πέπλο του, παρατηρώ τ’ αστέρια. Όλα μοιάζουν ίδια, εκτός από ένα. Το πιο
λαμπερό. Αυτό το αστέρι είσαι εσύ.
Πάντα ήθελα να σου εκφράσω αυτά που νιώθω για σένα,
αλλά δεν μπορούσα. Μ’ εξουσίαζε η απουσία σου. Όλα αυτά τα χρόνια αισθανόμουν
άνθρωπος, αλλά έμοιαζα με άγαλμα. Το ματωμένο δειλινό κατάπινε τη σιωπή μου. Η
ψυχή μου είχε κρυφτεί στο σκοτεινό μέρος της καρδιάς κι εγώ απέστρεφα τα μάτια
μου μακριά από κάθε υποψία φωτός.
Μια μέρα, ανασκαλεύοντας τ’ απομεινάρια του
παρελθόντος, ανακάλυψα ένα σταυρουδάκι που μου είχες χαρίσει, πριν φύγω από την
πατρίδα. Ήταν καταχωνιασμένο ανάμεσα σε κάτι ξεθωριασμένα τετράδια. Τα μάτια
μου φεγγοβόλησαν από ευτυχία και συγκίνηση. Στα χέρια μου κρατούσα ένα θησαυρό
που είχα λησμονήσει. Έσκυψα και φίλησα το σταυρό. Τότε ξέσπασα σε αναφιλητά,
γιατί αισθάνθηκα ότι ασπάστηκα την Παναγιά, ότι ασπάστηκα εσένα. Αίφνης ένιωσα
την αύρα σου σαν αγέρας που τρυπά την καρδιά.
Μάνα, θα σ’ ευγνωμονώ για πάντα που μου χάρισες το
μεγαλύτερο δώρο, τη ζωή. Για να βγω από τα σπλάχνα σου σ’ έκοψαν με μαχαίρι. Κι
έμεινε στο σώμα σου μια χαρακιά, σημάδι του πόνου που έγινε χαρά. Στο πρώτο
χτυποκάρδι μου βάσταγες το χέρι και μ’ ένα σου φιλί μου έπαιρνες το κλάμα. Μου
σιγοτραγουδούσες νανουρίσματα για να κοιμηθώ. Ήσουν η ελπίδα στο σκοτάδι, το
καταφύγιο στη βροχή, μια στοργική φτερούγα στο αγιάζι.
Το μελάνι κοντεύει να τελέψει και δεν πρόλαβα να σου
γράψω όλα αυτά που ήθελα. Την τελευταία φορά που μιλήσαμε στο τηλέφωνο, έκλεισε
η γραμμή κι ένιωσα ένα πλάκωμα στην καρδιά, μια «αγκούσα» που λεν κι οι
Κερκυραίοι. Μη στεναχωριέσαι. Θα σ’ αγαπώ για πάντα, αυτό κράτα και μετά σκίσε
το γράμμα.»
Ένιωσε πάλι το σφίξιμο στην καρδιά, την «αγκούσα»,
διαβάζοντας εκείνο το παλιό γράμμα. Φτάνοντας στο κατώφλι του πατρικού του
σπιτιού παρατήρησε ένα άγνωστο επώνυμο στο κουδούνι και σάστισε. Άραγε, τι να είχαν
απογίνει οι γονείς του;
Χωρίς να το καταλάβει, τον πλησίασε μια κυρία και τον
σκούντησε ελαφρά στον ώμο. «Τι ψάχνετε παρακαλώ;» τον ρώτησε. Εκείνος έστριψε
το κεφάλι του, την κοίταξε βαθιά στα μάτια και απάντησε: «Τους γονείς μου». Η κυρία εξεπλάγη προς στιγμήν με την απάντησή
του, αλλά μετά του είπε: «Για πολλά χρόνια ζούσε εδώ ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, που
πέθαναν πριν λίγα χρόνια. Τώρα στο σπίτι κατοικεί μια κυρία, στην ηλικία σας
θαρρώ.» Εκείνος έσφιξε τα δόντια του για να μη ξεσπάσει σε λυγμούς κι άρχισε να
ψηλαφίζει ηδυπαθώς την εξώθυρα του πατρικού του. Ήθελε να νιώσει λίγο τη μητέρα
του και τον πατέρα του. «Μη στεναχωριέστε. Οι γονείς σας δεν ήταν μόνοι. Τους
φρόντιζε η κυρία Πηνελόπη, που μένει τώρα στο σπίτι.» συνέχισε να του λέει.
Στο άκουσμα του ονόματος «Πηνελόπη» αναθάρρησε. Δεν μπορούσε
να πιστέψει ότι πίσω από το άγνωστο επώνυμο στο κουδούνι, κρυβόταν ένα πολύ
οικείο σε αυτόν όνομα. Ίσως ήταν η κοπέλα που γνώρισε πριν από σαράντα χρόνια.
Τότε, θυμήθηκε και το όνομα με το οποίο της είχε συστηθεί, «Οδυσσέας». Φυσικά
δεν ήταν το αληθινό του όνομα. Σήκωσε το κεφάλι και με θάρρος χτύπησε το
κουδούνι. Πριν από λίγη ώρα θα περίμενε να του ανοίξουν οι γονείς του. Τώρα
μπορεί να του άνοιγε η Πηνελόπη, η δική του Πηνελόπη. Ήταν λυπημένος που είχε
χάσει τους γονείς του, χωρίς να προλάβει να τους αποχαιρετίσει και να τους πει
όλα αυτά που ήθελε να τους πει. Μα, συνάμα, ήταν πολύ χαρούμενος, που το όνειρό
του δεν πέθανε. Ήταν ζωντανό κι είχε ριζώσει στο πατρικό του.
«Νομίζω πως δε με χρειάζεστε άλλο πια» είπε
χαμογελώντας η κυρία κι εξαφανίστηκε σαν ξωθιά, σαν ξωτικό της πόλης. Μετά από
λίγο, μια ευειδής γυναίκα άνοιξε την πόρτα. Ήταν εκείνη, η Πηνελόπη που είχε
γνωρίσει στις τελευταίες διακοπές του πριν φύγει από την πατρίδα. Είχε
μεγαλώσει αρκετά, μα τα γκριζοπράσινα μάτια της παρέμεναν εκεί, μικροί λαμπεροί
προβολείς να φωτίζουν το πρόσωπό της. Τα πόδια της είχαν σκευρώσει λίγο και τα
χείλη της είχαν κατακερματιστεί από τα χρόνια.
«Γεια σου Οδυσσέα. Καλώς όρισες στο πατρικό σου» του
είπε με ένα ελαφρό μειδίαμα. Εκείνος έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα πάνω της και
πέρασε το κατώφλι του σπιτιού. Χωρίς να κλείσει τα μάτια του, ήρθαν ξαφνικά
όλες οι εικόνες των παιδικών του χρόνων σαν καρούλι φιλμ από μπροστά του. Ήταν
μια ταινία μεγάλου μήκους που ακόμη δεν είχε τελειώσει. Εκείνος, ο «Οδυσσέας»,
μαζί με την «Πηνελόπη» θα έβαζαν τους δικούς τους τίτλους τέλους. Κι οι γονείς
του δεν είχαν φύγει, όπως νόμισε αρχικά. Οι ψυχές τους, σαν άχρωμες σκιές,
απλώνονταν σε όλο το σπίτι. Κάθε σύρσιμο έμοιαζε με το δικό τους ψίθυρο, κάθε
τρίξιμο της πόρτας θύμιζε τις δικές τους κινήσεις. Όταν η Πηνελόπη πήγε να του
πιάσει το χέρι, κατάλαβε πως είχε ένα κομμάτι χαρτί στη χούφτα του. Ήταν το
γράμμα προς τη μητέρα του. Του το άρπαξε δίχως να το καταλάβει, το ακούμπησε
πάνω σ’ ένα τραπεζάκι και του έπιασε σφιχτά το χέρι. Όσο έσφιγγε η Πηνελόπη το
χέρι του Οδυσσέα, τόσο ένιωθε εκείνος το σφίξιμο στην καρδιά του να υποχωρεί,
μέχρι που η «αγκούσα» εξαφανίστηκε τελείως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου