17 Μαΐ 2017

"Προσμένοντας", ένα διήγημα των ΜΑΦΡΑ και Σοφίας Κραββαρίτη (Μέρος 3ο)


(Διαβάστε στα Links τα δύο πρώτα μέρη του διηγήματος....Μέρος 1ο και Μέρος 2ο)



«Θα σε φωνάζω Πολ», του είπε ένα μεσημέρι που το βλέμμα τους είχε μαγνητιστεί από τα γαλαζοπράσινα νερά του Άρνου.

Είχαν ξεκινήσει από νωρίς την βόλτα τους κι έτσι είχαν όλη την μέρα στη διάθεσή τους.


Ο Παύλος χαμογέλασε δίχως να πάρει τα μάτια του από τα ήσυχα νερά που του γαλήνευαν την ψυχή μαζί με την σκέψη της όμορφης αγαπημένης του. Βρίσκονταν στην γέφυρα Πόντε Βέκιο και όλη η ατμόσφαιρα ξεχείλιζε ρομαντισμό. Γύρισε και την κοίταξε και ήταν σα να έβλεπε μπροστά του την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι. Και πως αλλιώς μπορούσε να είναι; Στην Φλωρεντία βρισκόταν, ποιος ερωτευμένος άντρας δεν παρομοίαζε το ταίρι του με αυτό το αριστούργημα; Ήταν όμως και η ίδια τόσο σαγηνευτική! Έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει μέσα από πίνακα γεμάτο αρώματα και χρώματα καμωμένο από την ίδια την αγάπη!

«Θα μπορούσε σίγουρα να είναι μια σύγχρονη Αφροδίτη», σκέφτηκε.




«Να με φωνάζεις όπως θέλεις», της απάντησε, «αρκεί να είσαι κοντά μου».

Το χαμόγελό της άστραψε, κάνοντάς τον να σκεφτεί πως κάπως έτσι θα ήταν και ο ήλιος από κοντά.

«Δε νομίζω να μου είναι τόσο δύσκολο αυτό», ξεχύθηκαν οι λέξεις από το όμορφο στόμα της.

Ταξίδεψε στα μάτια της, χάθηκε στα λόγια της και ζαλίστηκε από το μεθυστικό φιλί που τον κέρασαν τα χείλη της. Άφησαν τον ποταμό συνεχίζοντας την βόλτα τους.

Ο Πολ δεν βρισκόταν πρώτη φορά στην Φλωρεντία, αλλά πάντα έκανε την ίδια σκέψη. Έπασχε άραγε από το σύνδρομο στάνταλ που έπασχαν όλοι οι επισκέπτες της; Μα ήταν δυνατόν να μη σε συνεπάρει η μαγεία της; Πως θα μπορούσες να μείνεις αδιάφορος αντικρίζοντας αυτή την απαράμιλλη ομορφιά; Λάτρης της αναγέννησης, κάθε φορά του έδινε κάτι διαφορετικό η πανέμορφη αυτή πόλη, η μούσα τόσων καλλιτεχνών! Πήγε γι’ άλλη μία φορά στην πιάτσα ντέλα Σινιορία, που έμοιαζε με υπαίθριο μουσείο με όλα της τα γλυπτά σε κοινή θέα, θαυμάζοντας ξανά το επιβλητικό άγαλμα «Ο βιασμός της Sabina». Ποτέ δεν χόρταινε αυτή την πόλη, η μεγάλη του αγάπη για την αναγέννηση τον είχαν οδηγήσει πολλές φορές εκεί θαυμάζοντας τα καταπληκτικά μνημεία που τον ταξίδευαν πίσω σε άλλες εποχές.

Το βλέμμα του στράφηκε στον «ιερό ναό της τέχνης».

«Κοίταξε Άγκνες!», της είπε με θαυμασμό. «Αυτό είναι το Ουφίτσι, το παλαιότερο μουσείο έργων τέχνης στον κόσμο».

«Όλος αυτός ο κόσμος περιμένει να μπει μέσα;», τον ρώτησε απογοητευμένη βλέποντας την ατελείωτη ουρά.

«Πίστεψέ με ότι κάθε φορά είναι το ίδιο», της απάντησε χαμογελώντας. «Έχεις ξανάρθει;» θέλησε να μάθει ακούγοντάς τον να της μιλά σα να γνώριζε καλά το μέρος.
  
«Όπως σου έχω πει καλή μου, η δουλειά μου με φέρνει πολύ συχνά εδώ. Αυτός ήταν ο λόγος που νοίκιασα το σπίτι. Έρχομαι τακτικά. Επισκέπτομαι αυτούς τους χώρους σε κάθε μου ταξίδι. Είναι η αναγεννησιακή αύρα που με τραβά. Περπατάω και νιώθω δίπλα μου τα βήματα των Μεδίκων, αντικρίζω τα έργα του Μποτιτσέλι, του Μικελάντζελο, του Ραφαήλ, του Τζότο, του Μπροντσίνο και τόσων ακόμα και αισθάνομαι σα ν’ αγγίζω κάτι από την στιγμή της δημιουργίας όλων αυτών των έργων, νιώθω σα να μου ανήκει ένα μικρό κομμάτι έστω της σκιάς τους. Κοίτα γύρω σου», συνέχισε με το πάθος να τον έχει παρασύρει, «νιώσε την ενέργεια αυτής της πόλης, άκου τον παλμό της!» Η Άγκνες παρασυρόταν από τον χείμαρρο των λόγων του, από το δυνατό του καρδιοχτύπι και το ένιωθε και αυτή. Υπήρχε μια μαγεία στην ατμόσφαιρα που ζάλιζε όλες σου τις αισθήσεις και σε καλούσε να ανακαλύψεις όλα της τα μυστικά. Είχαν και οι δύο τα μάτια κλειστά και το κεφάλι στραμένο στον ουρανό. Όλο τους το είναι ρουφούσε άπληστα την ενέργεια της πόλης.





Μπορούσαν να ακούσουν πράγματι τα βήματα των Μεδίκων κάπου πλάι τους, ακόμα και να βλέπουν τους καλλιτέχνες σε όλο τους το μεγαλείο. Ο Τσελίνι, ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Αμμανάτι, ο Ντονατέλλο, όλοι οι σπουδαίοι δημιουργοί πέρασαν μπροστά από τα σφαλισμένα βλέφαρά τους. Έβλεπαν την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι να χαμογελά ευχαριστημένη από τις πινελιές του δημιουργού της, ο Περσέας του Τσελλίνι να φουσκώνει από περηφάνια και ένας αγέρωχος Δαβίδ να τους κοιτά από ψηλά.

Άνοιξαν τα μάτια τους σιγά σιγά μήπως και χάσουν την μαγεία, όμως η μαγεία ήταν η ίδια η πόλη, δεν μπορούσε να χαθεί.

«Το Ουφίτσι είναι το πιο σημαντικό και δημοφιλές μουσείο της Φλωρεντίας», ξεκίνησε να της λέει ο Πολ. «Όλος ο πλούτος της αναγέννησης βρίσκεται εδώ. Τα σημαντικότερα εκθέματα είναι φυλαγμένα εδώ, ώστε ούτε ο ίδιος ο χρόνος που περνά να μην μπορεί να τ’ αγγίξει. Δεν είναι τυχαία βλέπεις πόλος έλξης των επισκεπτών».

Συνέχισε να της μιλά, εξηγώντας της τι θα συναντήσουν μέσα στους «ιερούς χώρους» όπως τους αποκάλεσε, «την καρδιά» όλης της αναγέννησης. Η Άγκνες τον άκουγε και κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλη του. Γνώριζε για την αναγέννηση, ήξερε φυσικά πολλά από τα έργα της σπουδαίας αυτής εποχής, όμως ήταν η πρώτη φορά που ζωντάνευαν εμπρός της μέσα από τις περιγραφές κάποιου. Ώσπου να φτάσει η ώρα να μπουν μέσα, ο Πολ της είχε κάνει σχεδόν όλη την ξενάγηση. Ανυπομονούσε να βρεθεί στο εσωτερικό του κτιρίου και να δει όλα όσα της είχε περιγράψει με μια μαγεία στη φωνή, ίσως την ίδια που είχαν και οι ίδιοι οι δημιουργοί μέσα τους τις στιγμές που η τελειότητα αποκτούσε υπόσταση και υπηρετούσε μεγαλόπρεπα την τέχνη.

Τίποτα όμως δεν μπορούσε να την προετοιμάσει γι’ αυτό που αντίκρισε όταν βρέθηκε στο εσωτερικό του. Ένιωσε να την πλημμυρίζει το δέος, η ανάσα της αναγέννησης έπεφτε πάνω της και την έπνιγε θαρρείς, κανένας ήχος δεν κατάφερνε να βγάλει έστω το ελάχιστο επιφώνημα θαυμασμού.

Κοίταζε παντού γύρω της προσπαθώντας μάταια να συλλάβει λίγη από την μαγεία του χώρου. Στάθηκε απέναντι από την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι που προσπαθούσε να κρύψει τη γύμνια της και η Άγκνες ντράπηκε λες και την έφερνε η ίδια σε δύσκολη θέση και τράβηξε το βλέμμα της από πάνω της, αφήνοντας την Ώρα να την ντύσει με τον μανδύα που της πρόσφερε.

Ο Πολ χαμένος κι αυτός μέσα στους αιώνες, την οδήγησε στο δωμάτιο της Νιόβης. Εκεί πια η Άγκνες νόμιζε πως αν δεν έχανε τις αισθήσεις της, θα έχανε σίγουρα το μυαλό της. Δεν ήταν μόνο ο πλούσιος διάκοσμος με τις χρυσαφένιες λεπτομέρειες που την εντυπωσίασαν, όσο τα πολλά αγάλματα που υπήρχαν παντού στον χώρο. Της άρεσαν πάντα τα αγάλματα. Δεν υπήρχε περίπτωση να πάει κάπου που θα τα συναντούσε και να φύγει δίχως να πάρει έστω ένα μικρό. Όταν βρισκόταν στην Αθήνα και της τηλεφωνούσαν οι φίλες της, την πείραζαν πάντα.





«Ετοιμάσου και πάρε χρήματα μαζί», της έλεγαν. «Θα πάμε στην Πλάκα για καφέ». Ήξεραν την αγάπη της και πάντα την συνόδευαν στις βόλτες τους στην Πλάκα, το Μοναστηράκι ή το Θησείο, μέσα σε όλα σχεδόν τα μαγαζάκια με είδη σουβενίρ.

Αυτό όμως... αυτό ξεπερνούσε κάθε όνειρο και φαντασία μαζί. Περπατώντας στον μακρύ διάδρομο με τ’ αγάλματα και τα ονειρικά σχέδια στο ταβάνι, τα μάτια της βούρκωσαν από συγκίνηση, αλλά και την ομορφιά που ξεπερνούσε τους κόσμους του μυαλού της.

Ο Πολ που γνώριζε καλά πως έπρεπε να κινηθούν στον χώρο και ήξερε πως θα ‘ταν καλό να γνωρίζει κάποιος τα έργα που προτιμά να δει από πριν, την οδήγησε σε κάποια αγαπημένα του. Στάθηκαν λοιπόν απέναντι από την Πριμαβέρα του Μποτιτσέλι, τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου του Ντα Βίντσι, την Αφροδίτη του Ουρμπίνο του Τιτσιάνο, αλλά και τον Χριστό με τη μητέρα του, του Ραφαήλ.

Η Άγκνες δε μιλούσε. Προσπαθούσε ν’ αφομοιώσει όλα όσα έβλεπε, όμως το μάτι ήταν αχόρταγο, γλιστρούσε παντού, ήθελε να προλάβει να τα δει όλα. Φυσικά κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, έτσι ο Πολ της υποσχέθηκε ότι θα το επισκέπτονταν πάλι σύντομα. Τον ακολούθησε στην έξοδο με βαριά καρδιά. Η θέα όμως του ποταμού Άρνου βγαίνοντας έξω, ταξίδεψε το μυαλό της μαζί με τη ματιά της, στα γαλήνια νερά του.

Η   βόλτα συνεχίστηκε και δεν θα μπορούσαν φυσικά να μην επισκεφθούν το Ντουόμο, τον επιβλητικό καθεδρικό ναό. Ο Πολ της έδειξε τις ανατολικές θύρες του βαπτιστηρίου φιλοτεχνημένες από τον Γκιμπέρτι, οι οποίες θεωρούνται τα πρώτα έργα της αναγέννησης και ο Μικελάντζελο ονόμασε «Πύλες του Παραδείσου», ενώ χρειάστηκαν εικοσιοχτώ χρόνια για να ολοκληρωθούν!

Φεύγοντας από εκεί, πήραν τον δρόμο γαι το Παλάτσο Πίτι, την κατοικία των Μεδίκων. Η Άγκνες που δεν το είχε επισκεφθεί πάλι, νόμιζε ότι μεταφέρθηκε σε άλλη διάσταση αντικρίζοντάς το. Το μάτι της χάθηκε στην τεράστια έκτασή του. Αυτό όμως που την μάγεψε στην κυριολεξία ήταν οι κήποι Μπόμπολι στο πίσω μέρος του παλατιού. Το μάτι της προσπαθούσε να αποτυπώσει το κάθε εκατοστό της πανέμορφης έκτασης, τα συντριβάνια και τα υπέροχα αγάλματα θαρρείς και μιλούσαν μέσα στην ψυχή της και αναρωτήθηκε σε τι είδους έκσταση μπορεί να βρισκόταν κάποιος για να δημιουργήσει όλη αυτή την μαγεία. Περπατούσαν αρχικά χωρίς να μιλάνε. Η Άγκνες σκεφτόταν ότι ακόμα και μια λέξη θα ήταν αρκετή για να ραγίσει την ομορφιά του τοπίου κι έτσι έμεινε σιωπηλή.

Κάποια στιγμή την σιωπή έσπασε πρώτος ο Πολ μιλώντας της για έναν έρωτα που είχε τελειώσει μέσα σε αυτούς τους κήπους πριν καν αρχίσει.



Της διηγήθηκε την ιστορία του Ιωσήφ Καϊνέρτζι ο οποίος αλληλογραφούσε επί σαρανταεφτά χρόνια με την αρχόντισσα Ευγενία Μιαούλη λύνοντας τα αινίγματα που του έστελνε και συναντήθηκαν σε αυτούς τους κήπους για πρώτη φορά. Περπατούσαν ανάμεσα στους θάμνους, όταν ξαφνικά αυτός δέχτηκε το τσίμπημα μιας σφήγκας και λιποθύμισε. Η Ευγενία νομίζοντας ότι πέθανε άρχισε να θρηνεί και να τον φιλά στο στόμα. Ο Καϊνέρτζης θεωρώντας πως ζούσε την απόλυτη ευτυχία της κορύφωσης του έρωτά τους, διάλεξε εκείνη την στιγμή να κρατήσει την ανάσα του ώσπου να πεθάνει από ασφυξία χωρίς φυσικά να καταλάβει κάτι η αγαπημένη του.

Η Άγκνες άκουγε την ιστορία με δέος και όταν τελείωσε μπόρεσε ν’ αρθρώσει μόνο μία λέξη.

«Απίστευτο!» «Είναι, πράγματι», της είπε ο Πολ. «Η αγάπη είναι ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια. Κάτι που για κάποιον θεωρείται παράλογο και ακραίο, για κάποιον άλλον ίσως είναι η υπέρτατη πράξη για να δείξει τα αισθήματά του».

«Θα πέθαινες όμως για να δείξεις την αγάπη σου;» τον ρώτησε. «Δε θα ήταν προτιμότερο να το ζήσεις όλο αυτό το μεγαλείο;» «Ίσως να πέθαινα αν δεν σε είχα», της είπε χαμογελώντας της τρυφερά.

«Τώρα όμως που σ’ έχω, λέω να το απολαύσω», ολοκλήρωσε τραβώντας την στην αγκαλιά του.

Περπατούσαν αγκαλιά χαμένοι στη μαγεία και τον έρωτά τους. Δε μιλούσαν πολύ, δε χρειαζόταν. Τα λόγια φυλακίζουν τα αισθήματα μέσα σε υποσχέσεις και αυτοί τα ήθελαν ελεύθερα. Οι καρδιές είναι αυτές που αγαπούν, όχι τα λόγια. Ήταν ευτυχισμένοι που ήταν μαζί και γνώριζαν ότι δεν ήταν κάτι περιστασιακό. Δεν ήταν απλά μια σωματική έλξη. Ήταν η έλξη που σε δένει με τα δεσμά του εγκεφάλου. Και αυτά δεν σπάνε εύκολα. Όταν κουμπώσουν μένουν ενωμένα. Δεν κούραζαν ο ένας τον άλλον επειδή ήταν ερωτευμένοι και η αγάπη τους ήταν βαθιά. Ποιος είπε ότι τα αληθινά αισθήματα κουράζουν; Τυλιγμένοι με την αγάπη τους και την μαγεία της πόλης, την εξερευνούσαν από άκρη σε άκρη.

Τελειώνοντας την περιήγησή τους για την ημέρα, κατέληξαν στο Πιατσάλε Μικελάντζελο από όπου κοίταζαν την πόλη εκστασιασμένοι και κάπως κουρασμένοι από τις συγκινήσεις όλης της ημέρας.

«Είναι τόσο όμορφα που σου κόβεται η ανάσα», είπε η Άγκνες με σιγανή φωνή που νόμιζες ότι φοβάται να βγει, για να μην θολώσει ούτε λίγο την καθαρότητα του τοπίου που απλωνόταν εμπρός τους.

«Ναι», μουρμούρισε ο Πολ με φωνή βραχνή από συγκίνηση. «Θαρρείς και όλοι οι καλλιτέχνες της αναγέννησης ενώθηκαν για να δημιουργήσουν τον τελειότερο πίνακα».

Λίγο πιο κάτω από το μπλε του ουρανού, οι κόκκινες στέγες των σπιτιών δε σε αφήνουν να σταθείς στην ομορφιά τους, ταξιδεύουν το μυαλό σου μακριά και ο επιβλητικός θόλος που δεσπόζει πάνω από την πόλη, την κάνει να παραδίνεται στο όνειρο και τη μαγεία. Το μάτι δε χορταίνει εικόνες, ούτε η καρδιά συγκινήσεις.





Η ώρα περνούσε δίχως να το καταλαβαίνουν, έμοιαζαν ταξιδιώτες μιας άλλης εποχής.

«Πάμε», είπε ο Πολ, «νομίζω είδαμε αρκετά για σήμερα, είναι ώρα να ξεκουραστούμε».

Έφτασαν στο σπίτι αποκαμωμένοι, αλλά γεμάτοι από την ομορφιά της Φλωρεντίας.

«Νομίζω ότι δε θέλω να φύγει από μέσα μου αυτή η αίσθηση πληρότητας που νιώθω», του είπε η Άγκνες κουρνιάζοντας στην αγκαλιά του.

«Δε θα επέτρεπα να φύγει», της απάντησε με την φωνή χρωματισμένη από την αγάπη του γι’ αυτήν.

Την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. Πάνω σ’ ένα τραπεζάκι υπήρχε ένα παλιό γραμμόφωνο που ο Πωλ αγαπούσε πολύ. Έβαλε μουσική να παίζει και πλησίασε την αγαπημένη του, χαρίζοντάς της όλο του τον εαυτό. Η μικρή κάμαρα γέμισε χάδια, αγκαλιές και φιλιά. Πλημμύρισε από αγάπη και έρωτα. Η έλλειψη αναστέναξε με ανακούφιση. Η στέρηση πήρε τον δρόμο της λησμονιάς. Οι κουρτίνες ανέμιζαν στο ανοιχτό παράθυρο, παρασυρόμενες από το απαλό αεράκι της βραδιάς, ακολουθώντας μια γλυκιά μελωδία που είχε ξεχυθεί στην ερωτική ατμόσφαιρα μέσα από τη βραχνή φωνή ενός παλιού γραμμοφώνου.

«Εσύ.... μοιάζεις με πανέμορφο λουλούδι στη γη... είσαι μες την έρημο αστείρευτη πηγή...», ψιθύριζαν με απέραντη αγάπη τα χείλη του Πολ,

«εσύ... μόνο εσύ....».

«Εσύ....», συνέχισε αισθησιακά η Άγκνες, «μοιάζεις με τον ήλιο στον γαλάζιο ουρανό , λαμπερό αστέρι στο γλυκό το δειλινό... εσύ... μόνο εσύ...».

Δυο κορμιά ενωμένα υποκλίνονταν στον βωμό της λατρείας, τα χείλη τους έσμιγαν σ’ ένα φιλί που δεν είχε τέλος, ταπεινοί υπηρέτες ενός μεγάλου έρωτα που εξυψώθηκε στα ουράνια μέσα από την δική τους απόλυτη συνεύρεση.

«Θα σ’ αγαπώ...», τραγουδούσαν τώρα και οι δύο μαζί, «ώσπου να γίνω εγώ εσύ κι εσύ εγώ κι ώσπου το μέλλον, το παρόν, το παρελθόν γίνουν εσύ κι εσύ εγώ, εγώ θα σ’ αγαπώ....».

Τα χείλη τους τόσο όμοια με την μελωδία, τόσο διψασμένα από το φιλί της αγάπης, ξεκολλούσαν μόνο για να τραγουδήσουν τον έρωτά τους ο ένας στον άλλον. Η αγάπη ευτυχισμένη, είχε κουρνιάσει στην ζεστή αγκαλιά τους.

«Εσύ....»,  τραγουδούσε  γλυκά  η  Άγκνες κοιτάζοντάς  τον  με  λατρεία,

«μοιάζεις καλοκαίρι στης ζωής την συννεφιά, μια ζεστή ελπίδα στης καρδιάς την παγωνιά, εσύ... μόνο εσύ».




Οι νότες του γραμμοφώνου συνόδευαν την λαχτάρα του Πωλ καθώς το τραγούδι ήταν χαραγμένο στα χείλη του.

«Εσύ... μοιάζεις λαμπερή δροσοσταλιά το πρωινό, άρωμα φερμένο από τόπο μακρινό, εσύ... μόνο εσύ...».


Οι νότες ξεπηδούσαν μία μία από το γραμμόφωνο και ξεχύνονταν στις καρδιές τους, πλημμυρίζοντάς τις γλυκιά μουσική. Μεθυσμένοι από έρωτα ρουφούσαν αχόρταγα την πολύτιμη στιγμή τους, σα να φοβόνταν ότι δεν θα υπάρξει άλλη, πιασμένοι και οι δύο σ’ έναν περίτεχνο ιστό καμωμένο με μαγεία από τις ίδιες τις αισθήσεις.


«Κι ώσπου το μέλλον, το παρόν, το παρελθόν...», έμοιαζε να τραγουδά μια στρατιά αγγέλων, συνοδεύοντας την ομορφότερη πράξη που έκανε ποτέ ο έρωτας.


Οι καρδιές τους γέμισαν, πλημμύρισαν κι ένα γραμμόφωνο άδειασε κορεσμένο κι ευτυχισμένο που είχε αποκτήσει πάλι ζωή...

ΤΕΛΟΣ 3ου ΜΕΡΟΥΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

who is online

Ad24