30 Ιουν 2016

"Ο Παλιάτσος" (4ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής)

Από τον Νίκο Κομπολάκη


Ετοιμάζομαι για τη γιορτή. Λευκό πρόσωπο, κόκκινη μύτη, κόκκινο παγωμένο χαμόγελο και ένα μαύρο δάκρυ να κρέμεται από το μάτι, έτοιμο να πέσει. Η δουλειά μου είναι δύσκολη. Πρέπει να διασκεδάσω κακομαθημένα πλουσιόπαιδα. Όλοι οι ευκατάστατοι της πόλης, βρήκαν μόδα να κάνουν παιδικά πάρτι με κλόουν, παγωτατζήδες, φωτογράφους, dj και άλλα πολλά θεάματα.
            Αυτά που πρέπει να ξέρω να κάνω καλά είναι να κλαίω, να γελάω και να πονώ. Να αφήνω τα παιδιά να με κλοτσάνε, για να πονώ. Να με πιάνει κλάμα από τον πόνο και μετά, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, να γελάω. Ο καλός παλιάτσος βρίσκει πάντα δουλειά. Κι εγώ είμαι καλός στη δουλειά μου.
Ξεκίνησα νωρίς για να προλάβω να δοκιμάσω κάποια κόλπα μου εκεί. Σήμερα ένιωθα διαφορετικά. Από το πρωί που σηκώθηκα, δεν ήξερα γιατί, αλλά ήθελα να μιλήσω σοβαρά με κάποιον. Δεν αντέχω άλλο αυτήν την υποκρισία. Δίπλα από το σπίτι που πάω, είναι ένα κοινωνικό συσσίτιο. Το ξέρω, γιατί έχω πάει ξανά σε αυτό το σπίτι για γενέθλια. Θέλω να φωνάξω δυνατά, να διαμαρτυρηθώ. Η σκέψη μου ταξιδεύει στα άλλα παιδιά, αυτά που παίρνουν τα κοινωνικά συσσίτια, γιατί οι γονείς τους είναι άνεργοι.

          Σε όλο το δρόμο με είχαν κατακλύσει αυτές οι σκέψεις. Σήμερα, στο πάρτι, είχα πάρει την απόφαση μου. Θα έλεγα την αλήθεια μου. Θα τραγουδούσα δυνατά, σαν παλιάτσος που ξέρει να λέει και να δείχνει τις αλήθειες. Το σημερινό πρόγραμμα που θα έκανα για να διασκεδάσω τα παιδιά, θα ήταν διαφορετικό. Είχα προετοιμάσει και τους γονείς. Τους είχα πει, ότι ετοίμαζα κάτι ιδιαίτερο για το δεύτερο τους βλαστάρι, και ότι θα τους έμενε ανεξίτηλη στη μνήμη αυτή η παράσταση.
Το παιδικό πάρτι ξεκίνησε. Αφού μαζεύτηκαν περίπου δεκαπέντε παιδιά διαφόρων ηλικιών, αλλά της ίδιας πάστας γονιών, άρχισα την παράσταση. Το μισό υπουργικό συμβούλιο έτρωγε από τον παραγεμισμένο μπουφέ. Τα παιδιά βλέπετε, ήταν υπουργοπαίδια. Καλοζωισμένα, καλομαθημένα, άλλα με καλούς τρόπους και άλλα δύστροπα και γκρινιάρικα.
 Τα μάζεψα όλα κοντά μου και άρχισα να τα βάφω στα χρώματά μου. Λευκά πρόσωπα, κόκκινα παγωμένα χαμόγελα και κόκκινη μύτη. Οι γονείς, ήταν στον κόσμο τους, χωρίς να δίνουν σημασία τι κάναμε εμείς με τα παιδιά. Μόλις τέλειωσα και με το τελευταίο, τα μάζεψα γύρω μου και άρχισα να τραγουδώ τα δίκια της ζωής, να τους τραγουδώ για να μάθουν σωστά να ζουν.
Το τραγούδι μου, από μοναχικό που ξεκίνησε, έγινε σιγά-σιγά παρεστικο. Τα παιδιά άρχισαν να τραγουδούν. Όλα, το ένα μετά το άλλο, συμμετείχαν και τραγουδούσαν απέναντι από τους γονείς τους, στην πολιτεία. Το τραγούδι δυνάμωνε, και ο κόσμος του μπουφέ, απορημένος, κοιτούσε με τη μισοφαγωμένη του μπουκιά στο στόμα. Τα χαμόγελα των κυριών παγώσανε.
Μετά από λίγο, ένα παιδί, ο μεγάλος αδελφός του εορτάζοντα, άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στη βεράντα, η οποία έβλεπε στην πλατεία, και άρχισε να διαλαλεί το τραγούδι μας. Να μελωδεί τα δίκια της ζωής. Βγήκαμε όλοι στο μπαλκόνι και τραγουδούσαμε με όλη μας την ψυχή.
Από την κουζίνα οι σερβιτόροι του «catering», ο dj και η οικονόμος, άρχισαν να σιγοτραγουδούν και να βάφουν τα πρόσωπά τους στα χρώματά μου. Λευκό πρόσωπο, κόκκινο παγωμένο χαμόγελο και κόκκινη μύτη. Από το σισσίτιο μπήκαν άνθρωποι στο σπίτι κι ένωσαν τις φωνές τους μαζί μας.
Περαστικοί άνθρωποι στην πλατεία, ακούγοντας το τραγούδι μας, σταματούσαν κι άρχισαν να τραγουδούν μαζί μας. Μπήκαν κι αυτοί στο σπίτι. Όλοι βάφονταν στα χρώματα του παλιάτσου, στα χρώματα της αλήθειας. Ο χώρος γέμισε με ανθρώπους διαφόρων ηλικιών, οι οποίοι τραγουδούσαν απέναντι από τους υπουργούς, την πολιτεία, με λευκά πρόσωπα, κόκκινες μύτες και κόκκινα παγωμένα χαμόγελα.
Μόλις γέμισε ο χώρος, μπήκα μπροστά τους και κοίταξα τους παλιάτσους, και αμέσως μετά τους ανθρώπους στον μπουφέ. Το μαύρο δάκρυ που κρατιόταν τόσην ώρα από την άκρη του ματιού μου, έπεσε, κύλησε στο ρυτιδιασμένο από την ένταση πρόσωπό μου και το γεύτηκα. Ήταν το πιο γλυκό πράγμα που είχα δοκιμάσει μέχρι τώρα.
Μετά το τέλος του τραγουδιού μας, διαπίστωσα ότι οι παλιάτσοι που είχε το πάρτι, πλέον ήταν άλλοι εκατό. Έκανα μια βαθιά υπόκλιση στην πολιτεία.

«Ένας παλιάτσος είμαι εγώ, καλή σας μέρα»

Έφυγα από το δωμάτιο, ξεβάφοντας το πρόσωπο μου, στο οποίο είχε κοκκινίσει η μύτη και τα μάτια μου από τη συγκίνηση, και είχε δημιουργηθεί ένα μόνιμο χαμόγελο, ζεστό και ανθρώπινο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

who is online

Ad24