Σας έχει τύχει
ποτέ να βρεθείτε σε μια συναυλία που να παίζουν όλα τα όργανα ανάκατα, να μην
υπάρχει κάποια μελωδία, το έργο να μην έχει αρχή-μέση-τέλος, να πλήττετε
αφάνταστα, ενώ στο τέλος, οι περισσότεροι από το κοινό να χειροκροτούν
ενθουσιασμένα κι εσείς να αισθάνεστε ηλίθιοι, επειδή δεν έχετε καταλάβει
τίποτα; Εάν ναι, το πιθανότερο είναι ότι βρεθήκατε (μάλλον κατά λάθος) ακροατές
σε μια παράσταση ατονικής μουσικής,
ένα είδος που γνώρισε άνθιση (αν και ποτέ δεν αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό) στις
αρχές του εικοστού αιώνα. Ας δούμε λοιπόν, τι είναι αυτή η ατονική μουσική, με την πρακτική βοήθεια του έργου Pierrot Lunaire (Φεγγαρίσιος Πιερότος) του Arnold Schönberg (1874-1951). Καλά σας κουράγια
(ειδικά για τους ροκάδες και τους μεταλάδες…)!
Πάμε πρώτα να
δούμε το ευρύτερο περιβάλλον, μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε η ατονική μουσική. Στην αυγή του 20ου αιώνα, η ανάπτυξη των επιστημών και της
τεχνολογίας, γέννησαν την προσδοκία για μια ειρηνική συμβίωση της ανθρωπότητας
και για μια καλύτερη ποιότητα στην καθημερινή ζωή. Η εποχή αυτή, που ονομάστηκε
χαρακτηριστικά Belle Époque, τερματίστηκε με το ξέσπασμα του Πρώτου
Παγκοσμίου Πολέμου και τα εκατομμύρια των νεκρών στα πεδία των μαχών. Οι αξίες
και τα πρότυπα του προηγούμενου αιώνα, που είχαν επηρεάσει από κοινού με την υλική
πρόοδο την καλλιτεχνική δημιουργία, είχαν καταρρεύσει. Τα ρεύματα της τέχνης
των αρχών του νέου αιώνα, εμφανίζονταν και εναλλάσσονταν με ταχείς ρυθμούς,
αντικατοπτρίζοντας το γενικότερο κλίμα, οδηγώντας ταυτόχρονα σε μια πολιτισμική
έκρηξη. Οι δύο
πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, υπήρξαν καθοριστικές για τη
διαμόρφωση της τέχνης σε όλες τις εκφάνσεις της. Οι τρεις βασικότερες
καλλιτεχνικές πρωτοπορίες, που κυριάρχησαν και προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τον
χαρακτήρα των καλλιτεχνικών δημιουργιών του πρώτου τουλάχιστον μισού του αιώνα,
ήταν αυτή της «έκφρασης» που συνδέθηκε με τον εξπρεσιονισμό, αυτή της «αφαίρεσης» που ταυτίστηκε με το ομώνυμο
ρεύμα και η τάση της «φαντασίας», που εκδηλώθηκε μέσα από τον σουρεαλισμό. Στις
αρχές του 20ου αιώνα, ο μουσικός εξπρεσιονισμός, επηρεασμένος από το
αντίστοιχο ζωγραφικό ρεύμα, αναζήτησε πρότυπα εκτός Ευρώπης και άντλησε τη
θεματολογία του από τον εσωτερικό κόσμο των δημιουργών, οι οποίοι εκφράστηκαν
ενίοτε μέσω ακραίων ηχητικών προσεγγίσεων (το
πόσο ακραίων, θα το καταλάβετε παρακάτω, ειδικά εάν ακούσετε όλο το έργο του
Schönberg). Σε αυτό το πλαίσιο, υπήρξαν μουσικές συνθέσεις χωρίς κάποιον
μελωδικό προσανατολισμό (έτσι εξηγούνται
πολλά), ενώ και η ίδια η έννοια της μελωδίας άλλαξε. Τη διευρυμένη
τονικότητα[1]
και την πολυτονικότητα[2]
διαδέχθηκε η ατονική μουσική, η πλήρης δηλαδή εγκατάλειψη της
τονικότητας. Βασικό της χαρακτηριστικό ήταν η απόλυτη ισοδυναμία και για τις
δώδεκα νότες, καθώς καμία από αυτές δεν θεωρείτο σημαντικότερη από οποιαδήποτε
άλλη (δηλαδή, αυτά που μας έλεγε ο
Κωστάλας όταν παρουσίαζε ένα μουσικό έργο, κάτι του τύπου «σε Φα μείζονα», δεν
έπαιζαν πια).
Ο αυστρο-εβραϊκής
καταγωγής Arnold Schönberg γεννήθηκε στη Βιέννη. Έλαβε μαθήματα βιολιού και
αντίστιξης και ξεκίνησε να συνθέτει σε νεαρή ηλικία. Κάθε νέο έργο που
συνέθετε, αποτελούσε ουσιαστικά ένα βήμα προς την κατάργηση της τονικότητας.
Από το 1915 μέχρι και το 1923, απείχε από τη δημιουργία νέων έργων και
διαμόρφωσε τη μουσική του θεωρία, καθορίζοντας ένα σύνολο κανόνων που
αντικατέστησαν την τονικότητα (ό,τι και
να λέμε εμείς οι κακεντρεχώς αδαείς, το έψαξε αρκετά). Μέσα από τη μέθοδο σύνθεσης με δώδεκα φθόγγους,
καθιερώθηκε μεταξύ των πρωτοπόρων της σύγχρονης μουσικής και το 1925, ανέλαβε
θέση καθηγητή στην Ακαδημία των Τεχνών του Βερολίνου, την οποία εγκατέλειψε το
1933, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Το ίδιο έτος, μετανάστευσε στις
ΗΠΑ, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του, συνθέτοντας και διδάσκοντας.
Ο
Schönberg και οι επίσης Αυστριακοί μαθητές του, Alban Berg (1885-1935)
και Anton Webern (1893-1945), ίδρυσαν τον Σύλλογο για ιδιωτικές μουσικές
εκτελέσεις και οργάνωσαν μεταξύ 1919-1921 πάνω από εκατό συναυλίες,
απευθυνόμενες σε στενό κύκλο, με ρεπερτόριο που περιελάμβανε έργα σύγχρονων
συνθετών. Οι ίδιοι, μεταξύ 1923-1951, αποτέλεσαν τη λεγόμενη Δεύτερη Σχολή της Βιέννης, επιλέγοντας
τη ρήξη με το παρελθόν και επιδεικνύοντας μια εσκεμμένη περιφρόνηση προς το
κοινό, κυρίως μέσα από τις σκανδαλώδεις συναυλίες τους, στις οποίες
παρουσιάστηκαν σε πρώτη εκτέλεση τα εξπρεσιονιστικά τους έργα (ναι, καλά το καταλάβατε, κάθε συναυλία
τους, εν είδει happening, γινόταν αντικείμενο
σχολιασμού από τις φυλλάδες της εποχής και ενίοτε, ολοκληρωνόταν με την επέμβαση
της αστυνομίας!).
Η
πορεία του Schönberg μπορεί να χωριστεί σε τέσσερεις περιόδους. Η πρώτη, κατά
την οποία οι συνθέσεις του παρέμεναν τονικές, περιγράφεται ως μεταβαγκνερικός ρομαντισμός. Η δεύτερη
περίοδος, αυτή του ατονικού εξπρεσιονισμού, χαρακτηρίζεται από την εγκατάλειψη
τόσο της αφετηριακής κύριας τονικότητας, όσο και της διάκρισης μεταξύ συμφωνίας
και διαφωνίας. Η τρίτη περίοδος είναι αυτή της δωδεκαφθογγικής μεθόδου, ενώ η
τέταρτη και τελευταία περίοδος, η αμερικάνικη φάση, σχετίζεται με την
εκλέπτυνση και την εμβάθυνση της μεθόδου αυτής.
Στον Pierrot
Lunaire,
που εντάσσεται στη δεύτερη περίοδο του συνθέτη, ο Schönberg συνέζευξε μουσική και
προφορικό λόγο, με το αποκαλούμενο ομιλούμενο
τραγούδι. Η φωνητική μελωδία μοιάζει περισσότερο να απαγγέλλεται παρά να
τραγουδιέται, δίνοντας ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα, που μοιάζει εξώκοσμο. Η
μορφή του Πιερότου, χαρακτηρίζεται από τις μεταπτώσεις τις διάθεσής του: άλλοτε
καταθλιπτικός κι ενοχικός, άλλοτε με τάση για εξιλέωση και διασκεδαστικός, ο
ποιητής-κλόουν Πιερότος, εξήψε τη φαντασία του συνθέτη, που επένδυσε με τη
μουσική του τα είκοσι ένα από τα συνολικά πενήντα ποιήματα του έργου του Βέλγου
συμβολιστή Αλμπέρ Ζιρώ (1860-1929), που φέρει τον ίδιο τίτλο. Συντέθηκε το 1912
και αποτελεί έναν κύκλο τραγουδιών προορισμένο για γυναικεία φωνή, πέντε
εκτελεστές και συνολικά οκτώ όργανα (πιάνο, τσέλο, βιολί/βιόλα, κλαρινέτο/μπάσο
κλαρινέτο και φλάουτο/πίκολο). Διαιρείται σε τρία μέρη, που καθένα περιλαμβάνει
επτά ποιήματα. Στο πρώτο μέρος, ο θλιμμένος Πιερότος πίνει φεγγαρόκρασο (θέλω κι εγώ!) και κυνηγημένος από τη
σελήνη, αποκαλύπτει τις φαντασιώσεις, τα πάθη και τις μανίες του. Στο δεύτερο
μέρος, ο γεμάτος ενοχές Πιερότος επιδιώκει να εξιλεωθεί, ενώ στο τρίτο μέρος,
ξεπερνώντας την κατάθλιψη ηρεμεί, έχοντας εύθυμη διάθεση, αλλά κάνοντας
συγχρόνως και κάποιες φευγαλέες σκέψεις ενοχής.
Στο
ποίημα αρ. 18 με τίτλο Η Φεγγαροκηλίδα, οι περίπλοκες και θεαματικές αντιστίξεις
του Schönberg ακολουθούν τη διάθεση του Πιερότου, που προσπαθεί μάταια να
απαλλαγεί από ένα λευκό στίγμα, μια φεγγαροκηλίδα, που έχει λεκιάσει το κολάρο
του σακακιού του. Τα όργανα κινούνται προς τα πίσω (αναδρομή) και
ακολουθούν τους κανόνες της σμίκρυνσης (οι αξίες των φθόγγων είναι
μικρότερες), ενώ το πιάνο παίζει μια τρίφωνη φούγκα. Στο τελευταίο ποίημα του
έργου με τίτλο Ω Άρωμα Παραμυθένιου Περασμένου Χρόνου, χρησιμοποιούνται
και τα οκτώ όργανα, καθώς ο Πιερότος ρεμβάζει βυθισμένος σε μια ηλιόλουστη
γαλήνη, επιστρέφοντας σε μνήμες παλαιότερων και πιο αθώων καιρών. Η μουσική του
Schönberg ξεδιπλώνεται μέσα από σύμφωνες τριαδικές συγχορδίες, ενός αρμονικού
συστήματος που είχε εγκαταλειφτεί από τον συνθέτη, ενόσω ο Πιερότος τελειώνει
την απαγγελία του, συνοδεία ενός πιανίσιμο.
Συμπερασματικά, η
μουσική στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, ακολουθώντας επαναστατικά
μονοπάτια, μακριά από τους
παραδοσιακούς κανόνες σύνθεσης, ηχούσε διαφορετικά από τα έργα των παλαιότερων
συνθετών και το ευρύ κοινό δυσκολεύτηκε
να την παρακολουθήσει, ή ακόμα περισσότερο, εμφανίσθηκε απρόθυμο ακόμα και να προσπαθήσει να
κατανοήσει (αυτό ίσως να σας κάνει να
αισθανθείτε κάπως λιγότερο ηλίθιοι, ούτε οι άνθρωποι της εποχής εκείνης δεν τα πηγαίνανε
καλά με τις νέες δημιουργίες). Παρ’ όλα αυτά, προσπαθήστε να ακούσετε τον Pierrot Lunaire,
όπως και νά ‘χει, πρόκειται για εμπειρία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου