Ώρες ώρες,
κυρίως τις στιγμές τις δύσκολες, όταν μπροστά στο άγχος και την πίεση της
τωρινής μου πραγματικότητας δειλιάζω, θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια. Συνήθως
για να πάρω κουράγιο, μπας και βρω κάτι να μου απαλύνει τις άσχημες σκέψεις και
ξεχάσω, έστω για λίγο, τα προβλήματά μου. Μήπως και καταφέρω να
δημιουργήσω εκ του μηδενός μια επίπλαστη ελπίδα, μια ψευδαίσθηση. Ψευδαίσθηση,
γιατί όσο και να προσπαθήσει κανείς, τα παιδικά χρόνια υπάρχουν μια φορά στη
ζωή κάθε ανθρώπου. Ίσως να 'ναι και καλύτερα έτσι. Τί αξία θα είχαν άλλωστε αν
επαναλαμβάνονταν;
Πρόσφατα, σε μια απ' αυτές τις αναπολήσεις, προσπάθησα να φέρω ένα ένα στο
μυαλό μου τα παιδιά που παίζαμε στην γειτονιά. Άλλους τους φωνάζαμε με το όνομά
τους, αλλά τους περισσότερους με παρατσούκλια. Θυμήθηκα λοιπόν τον Σκρημ, τον
Μπαρτέζ, τον Αρκούδα, τον Σκίουρο, τον Πίκατσου και άλλα πολλά. Σε κάποιο
σημείο η σκέψη μου κόλλησε, το μυαλό μου πάγωσε. Ένα παιδί το φωνάζαμε
''χοντρό''. Τόσο απλά, τόσο απενοχοποιημένα. Πόσο άσχημα είχαμε φερθεί; Πώς να
αισθανόταν; Νέα σκέψη και το μυαλό μου παγώνει για δεύτερη φορά. Ο
"γύφτος". Τα χτυπήματα απανωτά. Τέλη της δεκαετίας του '90. "Ο
Αλβανός". Αρχές του 2000. Ο ''Σέρβος''. Και έπεται συνέχεια. Το "αγοροκόριτσο",ο
"αράπης". Ήμασταν ρατσιστές; Φταίμε για αυτό ή φταίει η ριμάδα η
κοινωνία και τα πρότυπά της; Σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι. Τους πείραζε άραγε ή
τους περνούσε αδιάφορο; Υπέφεραν σιωπηλά;
Παλεύω εναγωνίως να φέρω εικόνες από το παρελθόν στο μυαλό μου. Σε μια εικόνα ο
γύφτος έχει πέσει κάτω, κλαίει. Σε μια άλλη ο Αλβανός ουρλιάζει και πάει να
χτυπήσει ένα άλλο παιδί. Το αγοροκόριτσο πιάνει το πρόσωπό της που μόλις
χτυπήθηκε από την μπάλα. Ο χοντρός παίρνει την μπάλα του και γυρνάει τρέχοντας
στο σπίτι του. Κλάματα, ουρλιαχτά, πόνος. Φταίει ο ρατσισμός μας; Ένας
ρατσισμός που ακούσια αναπτύξαμε, αλλά έστω ασυνείδητα εξασκήσαμε.
Μα
για στάσου. Κάπου ξεπροβάλλει κι άλλη εικόνα. Ο γύφτος που μου χτυπάει το
κουδούνι. Τρέχω αμέσως να κατέβω."Που πας" φωνάζει η μάνα μου.
"Πάω να βρω το φίλο μου, τον γύφτο" απαντάω χαρούμενα. Η εικόνα
αλλάζει και ξάφνου ξεπροβάλλει ο χοντρός. Περιμένει αγχωμένος, όπως όλοι, την
εκτέλεση του πέναλτι. Η μπάλα πηγαίνει πάνω του.Τρέχουμε όλοι και τον
αγκαλιάζουμε. Τον ρίχνουμε κάτω με το βάρος μας, ένα κουβάρι όλοι
μαζί."Μπράβο χοντρέ μου" του λέω και τον φιλάω στο κεφάλι. Κι άλλη
εικόνα ξεπηδάει. Διαλέγαμε ομάδες. Έχω την τύχη να διαλέξω πρώτος."Τον
Αλβανό" φωνάζω χαρούμενος. Χαμογελάει και έρχεται τρέχοντας προς το μέρος
μου. Μια μέρα έπαιζε μαζί μας ο θείος ενός παιδιού. Εντυπωσιασμένος από το
αγοροκόριτσο λέει: "Για κορίτσι παίζεις πολύ καλά"."Γενικά
παίζει καλά" συμπληρώνει ο αράπης. Θυμάμαι μια μέρα που ο Σέρβος μας
ανακοίνωσε ότι θα γυρίσει στη Σερβία. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Παίζαμε
5 χρόνια μαζί. Ήταν φίλος μας. Βασικά, δεν ήταν φίλος μας, ήταν Εμείς.
Στην γειτονιά μου λοιπόν είχαμε, έστω ασυνείδητα, όλων των ειδών τις
διακρίσεις.Με βάση την καταγωγή, το φύλο, το χρώμα, τη σωματική διάπλαση, τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός. Κάποιους ξέχασα. Τον
"μπαμπάκια" που έφερνε τον πατέρα του όποτε τσακωνόταν με κάποιον
άλλο. Το "φλώρο" που μόλις νύχτωνε και τον φώναζε η μαμά του γυρνούσε
σπίτι. Όσο περνά η ώρα, διαπιστώνω ότι κανείς δεν είχε γλιτώσει από τους διαχωρισμούς
που κάναμε. Αλλά ήμασταν εκεί. Κάθε μέρα. Διαφορετικοί, αλλά ίσοι στο απόλυτο
δικαίωμα κάθε παιδιού:το παιχνίδι. Και κάπως έτσι συνειδητοποιώ ότι όλες αυτές
οι φαινομενικές διαφορετικότητες, συνέθεταν ένα πολύχρωμο παζλ, όλοι οι
ψευτοδιαχωρισμοί που μας "έμαθαν" να κάνουμε υπήρχαν απλά, έτσι για
να σπάει η μονοτονία.
Τώρα, που τα χρόνια έχουν περάσει και οι μεταξύ μας δεσμοί
δεν είναι οι ίδιοι, απολαμβάνω κάθε φορά που τον συναντώ στο δρόμο και του
φωνάζω "που 'σαι ρε αράπη" και χαμογελάει ως τα αυτιά. Γιατί να μην
το κάνει άλλωστε;"Γεια, σου ρε σκίουρε", απαντάει. Όταν, λοιπόν το
λέει ο αράπης χαμογελώντας, τότε ναι, μου αρέσουν τα πεταχτά μου δόντια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου