Μπήκε
στο λεωφορείο και έψαξε τριγύρω με τα μάτια του για μια άδεια θέση. Το μόνο που
είδε ήταν άνθρωποι σκυμμένοι πάνω από τα κινητά τους, να σέρνουν το δάχτυλο
πάνω στην οθόνη και να πατάνε μηχανικά κουμπιά που δείχνουν τα (συν)αισθήματα
τους. Έπιασε μια γωνία και σκέφτηκε ότι δεν τον πείραζε, και θέση να άδειαζε
τώρα, άντεχε αυτός, ας καθόταν κάποιος ηλικιωμένος καλύτερα. Το λεωφορείο
σταμάτησε με ένα απότομο φρενάρισμα και ένας παππούς προσπάθησε να ανέβει με
δυσκολία από τη στάση. Έτεινε το χέρι να τον βοηθήσει, αλλά ο παππούς κούνησε
το χέρι του με περιφρόνηση ή καλυμμένη περηφάνεια και στηρίχτηκε στη λαβή της
πόρτας για να ανέβει. Ασθμαίνοντας κοίταξε γύρω του, αναζητώντας με τη σειρά
του κάποια θέση. Τα σκυμμένα κεφάλια των κινητών σηκώθηκαν προς στιγμή, αλλά μη
βρίσκοντας κάτι ενδιαφέρον, επέστρεψαν στη φυσική τους θέση και γωνία.
Πολλές φορές αναρωτιόταν τι συνέβη
στον κόσμο. Πότε και κυρίως γιατί έγινε έτσι ο άνθρωπος. Σκέφτηκε ότι ίσως ήταν
πάντα έτσι, αλλά ο ίδιος απλώς μεγάλωνε και η ανοχή του για πρόσωπα και καταστάσεις
ολοένα λιγόστευε, σε μια συνάρτηση που η ανοχή είναι αντιστρόφως ανάλογη της
ηλικίας. Το μυαλό του ταξίδεψε πίσω στα παιδικά του χρόνια, τότε που η μάνα του
τον πήγαινε να παίξει στην παιδική χαρά κοντά στο σπίτι τους. Δίπλα στην
παιδική χαρά υπήρχε ένα παλιό, ρημαγμένο σπίτι που ζούσε ένας ηλικιωμένος. Κάθε
μέρα, ο ηλικιωμένος έβγαινε με τις πιτζάμες και την ρόμπα του και φώναζε στα
παιδιά που έπαιζαν. Φώναζε για τη φασαρία, τις μπάλες που χαλούσαν τα λουλούδια
του και την έλλειψη σεβασμού και διαπαιδαγώγησης, μέχρι να παρέμβει κάποια
μητέρα και ο ηλικιωμένος να επιστρέψει στο σπίτι μουρμουρίζοντας ακόμα. Έπιασε
τον εαυτό του να τον καταλαβαίνει και κούνησε το κεφάλι τρομαγμένος για να βγει
από τις αναμνήσεις. Δεν θα το άντεχε να μετατραπεί σε κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί
να μετατραπεί σε κάτι τέτοιο.
Στην επόμενη στάση το λεωφορείο γέμισε
με εφηβικές φωνές, καθώς μια ομάδα παιδιών που μόλις σχόλασε μπήκε μέσα
κουβαλώντας τη φρεσκάδα και το θράσος της ηλικίας τους. «Θα μπορούσαν να
αποτελούν ζωντανή διαφήμιση της Benetton»,
σκέφτηκε και χαμογέλασε, με την πολυχρωμία και την πολυεθνικότητα τους να
δημιουργούν ένα ζωντανό μωσαϊκό. Κάποιες κυρίες σχολίασαν μεταξύ τους, αλλά
αρκετά δυνατά ώστε να ακουστούν και στις δίπλα θέσεις για «όλους αυτούς που
μαζέψαμε εδώ πέρα». Μερικοί επιβάτες κούνησαν το κεφάλι τους επιδοκιμαστικά,
ένας μίλησε για τις «12 φυλές του Ισραήλ που λυμαίνονται την Ελλάδα», αλλά οι
περισσότεροι απλώς παρέμειναν απαθείς. «Μα είναι απλώς παιδιά, πως μπορείς να
τα μισείς;» αναρωτήθηκε σιωπηλά και κοίταξε γύρω του τις αντιδράσεις. Είχε
καταλήξει ότι πολλές φορές αυτό που ακούμε μας φαίνεται τόσο ειδεχθές, γιατί το
έχουμε ήδη σκεφτεί από μόνοι μας. Η πρώτη ενστικτώδης αντίδραση σε ένα
περιστατικό ή είδηση μπορεί να φανερώνει ρατσισμό, σεξισμό και οτιδήποτε σε «–ισμό».
Μια απλή κατάληξη με τέσσερα γράμματα, που όμως κρύβει μισαλλοδοξία, φόβο ή και
εσφαλμένες αντιλήψεις ετών. Άλλωστε το έβλεπε και στον εαυτό του. Ένα μικρό
Τσιγγανάκι που διασχίζει ένα γεμάτο βαγόνι του ηλεκτρικού, ίσως τον έκανε
ενστικτωδώς να ελέγξει το πορτοφόλι του. Μια δεύτερη, πιο ορθολογική σκέψη
είναι αυτή που σε βοηθάει να δεις τα πράγματα καθαρά και απαλλαγμένα από
ριζωμένα στερεότυπα δεκαετιών. Ίσως τα πάντα να είναι θέμα αντίληψης και κυρίως
πως αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και τη θέση μας σε αυτόν.
Σε μια εποχή που η ανασφάλεια και η
αβεβαιότητα αγχώνουν τους ανθρώπους και τους δημιουργούν την ανάγκη για
υπερβολική ασφάλεια, όλοι μοιάζουν με εχθρούς. Ένα απότομο φρενάρισμα τον
επανέφερε στην πραγματικότητα και σταμάτησε με βία το φιλοσοφικό ονειροπόλημα
του. Ο οδηγός είχε σταματήσει και φώναζε σε μια γυναίκα που περνούσε τον δρόμο
με κόκκινο. Πριν μπει στο λεωφορείο, είδε έναν νεαρό ο οποίος διέσχισε τον
δρόμο χωρίς να σταματήσει στο φανάρι υπό τη συνοδεία εκνευρισμένων
κορναρισμάτων και μανιωδών φρεναρισμάτων. Ο νεαρός, με το που πέρασε απέναντι,
σταμάτησε για να κοιτάξει μια βιτρίνα και να στρίψει με την ησυχία του ένα
τσιγάρο. Τι βιασύνη είναι αυτή που τυραννάει τους ανθρώπους; Ο κόσμος βιάζεται να
γυρίσει σπίτι του και να μην κάνει τίποτα ή τρέχει για να κάτσει σε μια
καφετέρια για τις επόμενες ώρες.
Φτάνει όμως με το ταξίδεμα του
μυαλού του, τι έχει πάθει σήμερα; Μια γυναίκα σηκώθηκε και του πρόσφερε τη θέση
της. «Ελάτε κύριε, καθίστε. Ντροπή που δεν έχει σηκωθεί κανένας». «Μα τι λέτε,
σας παρακαλώ. Άλλωστε, δεν είμαι και τόσο μεγάλος για να μου παραχωρείτε τη
θέση σας». Η γυναίκα τον κοίταξε με ένα απροσδιόριστο βλέμμα, δεν μίλησε και
απλώς ξανακάθισε στη θέση της. Η στάση που θα κατέβαινε ήταν η επόμενη, οπότε
πάτησε το κουμπί και πλησίασε την πόρτα. Κατέβηκε με κάποια δυσκολία λόγω αυτών
που εφόρμησαν να ανέβουν στο λεωφορείο, λες και όλη η ύπαρξη τους εξαρτιόταν
από το πόσο γρήγορα θα μπουν. Δεν έχει σημασία αν θα ρίξεις κάποιον, αν θα τον
σπρώξεις, αν θα τον πατήσεις. Σκοπός είναι να ανέβεις πρώτος. Μα αν δεν βγουν
οι άλλοι δεν χωράς να μπεις. Λεπτομέρειες.
Περιμένοντας
να περάσει απέναντι, κοίταξε κάτω την λακκούβα που είχε γεμίσει με βρόχινο νερό
και σάστισε. Ποιος είναι αυτός ο γέρος που τον κοιτάζει; Δεν μπορεί αυτό το
ρυτιδιασμένο πρόσωπο να ανήκει σε αυτόν. Αυτός είναι νέος ακόμα, δεν είναι πάνω
από 40. Πότε πρόλαβε να ζήσει, για να γεράσει κιόλας; Έτσι τον βλέπουν οι
άλλοι; Έναν ασπρομάλλη γέρο; Μα δεν μπορεί να ισχύει αυτό, δεν νιώθει έτσι. Σε
μια στιγμή ένιωσε όλο το βάρος των χρόνων του να του βαραίνει τους ώμους. Πήρε
τον δρόμο που οδηγεί στο σπίτι του περπατώντας με δυσκολία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου