23 Ιουν 2018

"Το είδωλο στον καθρέφτη" από τη Σοφία Κραββαρίτη


Η Ρενέ στάθηκε απέναντι από τον καθρέφτη και κάρφωσε το βλέμμα της στο είδωλό της που κοιτούσε με θλιμμένο ύφος μέσα από το γυαλί. Πέρασε το αριστερό χέρι πίσω από τον λαιμό της και με το δεξί άρχισε να χαϊδεύει το πρόσωπό της γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι στο πλάι και προς τα πίσω. Στη συνέχεια έκανε τις ίδιες κινήσεις, αλλάζοντας χέρια.
Στάθηκε και πάλι ακίνητη κοιτώντας τη γυναίκα απέναντί της. Δεν ήταν ευχαριστημένη από αυτό που αντίκριζε. Ένα δάκρυ που προσπάθησε να κυλήσει στο μάγουλό της, πρόλαβε και το μάζεψε.
"Πόσο μόνη είμαι, πόσο μόνη! Σαράντα χρονών και ζω μέσα στη μοναξιά. Πάντα τόσο μόνη! " μονολόγησε περίλυπη.
"Πόσο μόνη ήμουν, πόσο μόνη!" απάντησε μέσα από το γυαλί και το είδωλό της.
Η Ρενέ το παρατήρησε για μερικές στιγμές ακόμη. Είδε την ογδοντάχρονη γριούλα να την κοιτά και αυτή με θλίψη μέσα από το ψυχρό γυαλί. Ξάφνου δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της ηλικιωμένης, η οποία δεν έκανε τίποτα για να τα εμποδίσει. Τα γέρικα μάτια την κοίταζαν με πόνο, αλλά και χιλιάδες απορίες. Η Ρενέ άγγιξε το πρόσωπό της. Περίεργο. Τα δικά της μάτια ήταν στεγνά. Στεγνά από δάκρυα, στεγνά και από χαρά. Στεγνά από αγάπη, στεγνά και από ελπίδα. Στεγνά από ζωή. Δεν είχε σταματήσει στιγμή να κοιτά το είδωλό της που τώρα έκλαιγε γοερά.

“Έχουν δίκιο, σκέφτηκε, ο άνθρωπος όσο γερνάει επιστρέφει στην αρχική του κατάσταση και γίνεται πάλι μωρό”.
"Γιατί είσαι μόνη; Τι πήγε τόσο στραβά;" ρώτησε βουρκωμένη την δυστυχισμένη ογδοντάχρονη.
"Γιατί εσύ με έφτασες εδώ" απάντησε εκείνη περίλυπη. "Γιατί χώθηκες μέσα στα βιβλία σου και παραιτήθηκες από όλα. Επειδή σε πρόδωσε η αγάπη και εσύ με τη σειρά σου πρόδωσες τη ζωή σου. Επειδή από τότε που τελείωσες με τον…"
"Σταμάτα! Μην αναφέρεις το όνομά του” την διέκοψε η Ρενέ ταραγμένη. “Αλλωστε δεν ήταν αυτός ο λόγος που εγκατέλειψα τα πάντα. Απλά κουράστηκα. Τι νόημα θα είχε; Και πιο κάτω να πήγαινα, πάλι την απόρριψη θα βίωνα" ολοκλήρωσε με σκυφτό κεφάλι.
"Όπως δεν το ανέφερες εσύ ποτέ όλα αυτά τα χρόνια; Όχι φανερά τουλάχιστον. Το ξέρεις πως δεν υπήρξε ούτε μία μέρα που να μην τον έχεις στην σκέψη σου; Δες με! Η νοσταλγία σου με έκανε έτσι. Απλά δεν κατάλαβες ποτέ αυτό που ανέφερες πριν. Δεν ήταν αυτός το πρόβλημά σου, αλλά εσύ η ίδια. Επέλεξες να καταδικάσεις τον εαυτό σου σε μια αέναη μοναξιά και δε θέλησες να κρατήσεις κανέναν δίπλα σου. Όποιον κι αν επιχείρησε να σε πλησιάσει, τον έδιωχνες μακριά. Βυθίστηκες μέσα στην θλίψη για εκείνον".
“Τον αγάπησα!!! Ανέπνεα μόνο για εκείνον, έφερε πάλι τη ζωή μέσα μου!”
“Ποια ζωή;” φώναξε η ογδοντάχρονη, “τι αποκαλείς εσύ ζωή; Κλείστηκες μέσα σ’ ένα σπίτι και στον εαυτό σου με μόνη συντροφιά τα βιβλία. Μόνο ξένες ζωές ζούσες μέσα στις σελίδες τους. Την δική σου την πρόδωσες”.
"Τίποτα δεν πρόδωσα!" απάντησε πεισματικά η Ρενέ.          
"Σωστά. Μόνο την αγάπη. Έτσι δεν είναι; Αλλά θα μου πεις, ποιος την λογαριάζει αυτήν; Σάμπως έχει ψυχή για να πονέσει για τα χαμένα όνειρά της;”
"Σε ποια χαμένα όνειρα αναφέρεσαι; Τι μου λες δηλαδή, πως είναι προτιμότερο να ζεις με αυταπάτες; Δίπλα σε άτομα που ξέρεις πως δεν είσαι για σένα;”
“Και πως μπορείς να ξέρεις αν είναι ή όχι αυτό που ψάχνεις, αν δεν τους κρατήσεις κοντά σου, ή έστω αν δεν τους αφήσεις να κάνουν ένα μικρό μόνο βήμα να σε πλησιάσουν; Πως μπορείς να είσαι σίγουρη πως δεν είναι κάποιος κατάλληλος;”
“Μα πως μπορεί να είναι αν δεν σου αγγίζει την ψυχή; Αν δεν τρέμουν τα πόδια σου κάθε φορά που τον αντικρίζεις; Πως είναι δυνατόν να συμβιβαστείς με οτιδήποτε λιγότερο από τα μάτια που θα σε φυλακίσουν για πάντα; Ξέρεις άραγε πως είναι;
“Αν ξέρω… αν ξέρω…” απάντησε κουρασμένα το είδωλο. “Και τι νομίζεις πως έκανα τόσα χρόνια μοναξιάς; Ζούσα με την σκέψη του, η καρδιά μου χτυπούσε μόνο στη θύμησή του, περίμενα την στιγμή που θα εμφανιζόταν πάλι, χάιδευα το κορμί μου αποζητώντας τα χάδια που μου είχε χαρίσει, το άρωμά του είχε ποτίσει κάθε πόρο της σάρκας μου… αν ξέρω λέει! Σαράντα χρόνια με γονάτισε η απουσία του, τα μάτια μου ανοιχτές πληγές που έσταζαν ματωμένα δάκρυα… αν ξέρω πως είναι! Δες με! Δες με! Δεν έχεις ιδέα ακόμα πως είναι!”.
Η Ρενέ κοίταζε μέσα στον καθρέφτη τρομαγμένη από την εξομολόγηση του ειδώλου της.
“Δεν θα περάσει ποτέ λοιπόν; Θα με συντροφεύει για πάντα αυτός ο πόνος;” ρώτησε μουδιασμένα.
“Αυτός ο πόνος;” απάντησε κοροϊδευτικά η ογδοντάχρονη, “αυτός ο πόνος; Τι θαρρείς, πως είναι αυτό που νιώθεις τώρα μέσα σου; Όχι αγαπητή μου, όχι. Αυτός ο πόνος θα περάσει. Αλλά θα έρθει ο επόμενος πολύ πιο σκληρός και αδυσώπητος. Κι αυτός είναι ο πόνος των χρόνων που περνάνε δίχως να σε αγγίζουν, δίχως ν’ αφήνουν κανένα αποτύπωμα πάνω σου, ώσπου να φτάσεις εδώ που είμαι, μια ζωντανή-νεκρή και τότε πια θα καταλάβεις πόσο βαραίνουν την ψυχή σου οι χαμένες στιγμές που ποτέ πια δε θα έχεις την ευκαιρία να ξαναζήσεις”.
“Πες μου… τον συνάντησες ποτέ;” ρώτησε η Ρενέ με λαχτάρα, “τον είδες πάλι;”
“Αχ, θεέ μου! Μόνο μια φορά και μετά ποτέ! Μια ζωή με έβαλες να τον περιμένω μήπως και έρθει, μάταια όμως… και φταις εσύ! Μ’ ακούς; ΕΣΥ! Αν τον αγαπούσες τόσο πολύ, μπορούσες να κάνεις κάτι, όμως όχι! Προτίμησες να θαφτείς μέσα στη μιζέρια σου, μέσα στην παραίτησή σου και τον εγωισμό σου!”
“Τι… τι… εν.. εννο… είς;” τραύλισε η Ρενέ, “τι του συνέβη;”
Η ογδοντάχρονη έκλεισε τα μάτια φέρνοντας στο νου της οδυνηρές αναμνήσεις. Φάνηκε να την πονάνε πολύ γιατί σιωπηλά δάκρυα στόλισαν τις ρυτίδες του προσώπου της. Η Ρενέ κοίταζε σα χαμένη, αδυνατώντας να καταλάβει.
“Τι συμβαίνει;” ξαναρώτησε, “μίλα επιτέλους!”.
“Όπου να ‘ναι…” άρχισε να εξηγεί το είδωλό της, “θα λάβεις ένα μήνυμα. Θα σου ζητήσει να σε δει”.
Η Ρενέ είχε σταματήσει ακόμα και την ανάσα της για να μη χάσει την παραμικρή λέξη που έβγαινε από τα χείλη της ογδοντάχρονης.
“Όταν συναντηθήκατε ήταν καταρρακωμένος, τρόμαξες όταν τον είδες. Σου εξήγησε τα πάντα” συνέχισε εκείνη. “Είχε βαριά κατάθλιψη και έβλεπε γιατρό. Κλείστηκε στον εαυτό του, δε θέλησε καμία βοήθεια από κανέναν. Του μίλησες, τον παρακάλεσες να σε κρατήσει κοντά του, να σε αφήσει να τον βοηθήσεις. Η αλήθεια είναι, ότι παρολίγο να τα κατάφερνες. Κάνατε έρωτα χωρίς να ξέρεις πως ήταν η τελευταία φορά. Η αγάπη σου όμως, σε πείσμωσε και ορκίστηκες πως θα έκανες τα πάντα για να τον βοηθήσεις. Ήθελε βοήθεια, ο καθένας θα μπορούσε να το καταλάβει. Σου υποσχέθηκε ότι δεν θα σ’ εγκαταλείψει πάλι, όμως αλίμονο! Η κατάθλιψη ήταν πιο δυνατή και από τους δυο σας. Εκείνος δεν ξανάρθε. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αφέθηκες σε μία τόσο συντριπτική ήττα και δεν πάλεψες. Ήσουν πάντα δυνατή και πεισματάρα. Πως μπόρεσες να τον αφήσεις αβοήθητο; Γιατί δεν έκανες αυτό που όριζε η καρδιά σου;”
“Να τρέξω πίσω του, να μην παραιτηθώ… να ουρλιάξω ότι τον αγαπάω, ότι θα είμαι πάντα εκεί, να μη φοβάται… να μην τον αφήσω ποτέ…” μονολογούσε κλαίγοντας η Ρενέ έχοντας πέσει στο πάτωμα με σκυφτό κεφάλι, σα να την βάραινε η σκέψη του στο μυαλό της.
“Ακριβώς! Να μην τον αφήσεις! Τον αγαπούσες! Πως μπόρεσες! Πως με άφησες μέσα σε τόσο πόνο, ενώ είχε την ανάγκη σου και το ήξερες; Γιατί κοίταξες τον εαυτό σου, γιατί;” της επιτέθηκε το είδωλό της με σθένος.
"ΠΑΨΕ! Δεν τον εγκατέλειψα! Έκανα αυτό που μου υπαγόρευε η καρδιά μου, πονούσα! Κι αν ως τώρα δεν κατάφερες τίποτα παρά να μείνεις μόνη σου, αφήνοντάς τον στην τύχη του, εσύ ευθύνεσαι! Γιατί λοιπόν δεν έκανες κάτι καλύτερο, πέρα από το να καταλήξεις μια μίζερη γριά;"
"Επειδή αυτό έγινες όταν σε άφησε! Αυτό που αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη, είναι δικό σου δημιούργημα και μόνο! Ποιος σου είπε πως δεν ήθελα να ζήσω και μάλιστα κοντά του; Νομίζεις πως ήθελα να γίνω μίζερη, δυστυχισμένη και τόσο, ΜΑ ΤΟΣΟ ΜΟΝΗ; Μ' έκανες θυσία στο βωμό της μοιρολατρείας σου και μου στέρησες κάθε δικαίωμα στη ζωή. Χωμένη μέσα στα βιβλία, να διαβάζω και μόνο αυτό. Μου όρισες απλά να υπάρχω, τίποτα άλλο. Βουτήχτηκα ολόκληρη σ' ένα πένθος ανελέητο, άθελά μου. Και δεν ήταν κανείς εκεί να κλάψει τα χαμένα μου χρόνια. Μ' ακούς; ΚΑΝΕΙΣ!".
Η φωνή της ογδοντάχρονης είχε σπάσει καθώς προσπαθούσε να μην βάλει τα κλάματα. Το τρέμουλο που την είχε πιάσει όμως, μαρτυρούσε την ταραχή της. Τα γέρικα χαρακτηριστικά της είχαν αλλοιωθεί από τον πόνο της ψυχής της. Αλλά και η Ρενέ στην σαραντάχρονη μορφή της πίσω από τον καθρέφτη, δεν ήταν καλύτερη. Το μέτωπό της στόλιζαν έντονες ρυτίδες, τα μάτια της είχαν γίνει δύο λεπτές σχισμές και τα χείλη της έμοιαζαν με λεπτές χαρακιές που έμοιαζαν ν' αυλακώνουν το πρόσωπό της.
Ένας καθρέφτης, δύο γυναίκες. Μία καρδιά, δύο ζωές, ένας απολογισμός. Ίδια μοναξιά, ίδιος πόνος. Απέμειναν για λίγο και οι δύο σιωπηλές.
"Ήμουν εγώ εκεί" κατάφερε να ψελλίσει η Ρενέ, "στα χαμένα χρόνια ήμουν εγώ εκεί" επανέλαβε με το βλέμμα στο πάτωμα, θαρρείς κι έψαχνε εκεί τον χρόνο που είχε περάσει για να τον δώσει πίσω.
Το ογδοντάχρονο είδωλό της, κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
"Όχι" της απάντησε, "δεν ήσουν εκεί. Τώρα ξεκινάς. Είσαι ακόμα στην αρχή. Είναι ένας χρόνος που έφυγε. Είσαι μόλις σαράντα. Δες με, είμαι στη δύση της ζωής μου. Σαράντα χρόνια τώρα, η ζωή μου δύει δίχως ν' ανατείλει. Επί σαράντα χρόνια, το μόνο που κάνω, είναι να παρακολουθώ ηλιοβασιλέματα. Τα δικά μου ηλιοβασιλέματα. Μάταια περίμενα μια Ανατολή. Δεν έφτασε ποτέ. Δεν την άφησες εσύ να φτάσει ποτέ".
Τα δάκρυά της κύλησαν ελεύθερα τώρα πια. Η ηλικιωμένη δεν έκανε καμία προσπάθεια να τα συγκρατήσει. Αφέθηκε σε αυτά γυρεύοντας απελπισμένα την λύτρωση, σα να μπορούσαν να σπάσουν κάποια αόρατα δεσμά απελευθερώνοντάς την. Η Ρενέ την μιμήθηκε βάζοντας τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό της, κρύβοντας με αυτό τον τρόπο τον πόνο που απειλούσε να συνθλίψει τα πάντα μέσα της. Μια μεγάλη καταστροφή πλησίαζε, το ένιωθαν και οι δύο αν και για την ογδοντάχρονη δεν είχε πια σημασία. Η ζωή της βάδιζε πλέον στην τελική ευθεία, δεν υπήρχε κάτι που θα της έκανε κακό, αλλά ούτε και καλό.
"Υπήρξα τόσο αδύναμη..." βγήκε ο ψίθυρος από το στόμα της Ρενέ.
"Ναι, υπήρξες. Αδύναμη όσο και ανόητη. Κυρίως ανόητη. Δες πως μας κατάντησες!" απάντησε η ογδοντάχρονη σαρκαστικά.
"Πάψε πια να με βασανίζεις! Τι στο διάολο θέλεις τώρα; Γιατί εμφανίστηκες, για να με τρομάξεις; Τι γυρεύεις τώρα πια; Θέλεις να τον ξεχάσω; Ωραία λοιπόν, θα το κάνω! Ορίστε, τον ξέχασα κιόλας! Να, κοίτα! Δεν πονάω, δεν τον σκέφτομαι, κοίτα πως γελάω! Κοίτα, κοίτα! ΓΕΛΑΩ!!!".
Το γέλιο της αντήχησε δυνατό σαν του τρελού. Είχε ανοίξει τα χέρια σε πλήρη διάσταση και είχε το κεφάλι της στραμμένο στο ταβάνι. Συνέχισε να γελά σα ν' αντίκριζε εκεί πάνω κάτι πολύ τρομερό και πιεζόταν να γελάσει για να ξορκίσει τον φόβο.
"ΣΕ ΞΕΧΑΣΑ ΠΙΕΡ!" άρχισε να φωνάζει με όλη τη δύναμη που είχε απομείνει μέσα της, "Η ΓΙΑΓΙΑ ΡΕΝΕ ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΕΤΑΙ ΑΝ ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ. ΣΕ ΞΕΧΑΣΑ! ΔΕΣ, ΛΕΩ ΚΑΙ Τ' ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ! ΠΙΕΡ, ΠΙΕΡ, ΠΙΕΡ!!!".
Στράφηκε για μια στιγμή στον καθρέφτη γελώντας ακόμα και είδε την ογδοντάχρονη δακρυσμένη.
"Τι τρέχει; Δεν χαίρεσαι που γελάω;" ρώτησε ειρωνικά.
Τα μάτια της ηλικιωμένης μαρτυρούσαν απέραντη θλίψη όταν της απάντησε.
"Τόσο εύκολο λες να είναι; Τόσο απλά νομίζεις πως θα γλιτώσεις από την ζωή που εσύ η ίδια επέλεξες; Μες στη μοναξιά θα ζήσεις. Στην ίδια που με καταδίκασες".
"Κάνεις λάθος" μίλησε πιο ψύχραιμα τώρα η Ρενέ. "Δική μου είναι η ζωή. Τα χρόνια που πέρασαν ήταν η δική σου επιλογή. Εγώ δεν τα έζησα ακόμα".
"Ανόητη!" κάγχασε η ογδοντάχρονη, "εμένα θα συναντήσεις γιατί εσύ μ' έπλασες!".
"Τότε δε μένει παρά να το διορθώσω".
"Αν ήσουν ικανή να το διορθώσεις, δε θα έβλεπες εμένα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που θα φτάσεις εδώ".
“Τι εννοείς;” ρώτησε μνησίκακα η Ρενέ, τρομάζοντας προς στιγμήν από το άδειο βλέμμα που αντίκριζε τώρα.
Η ογδοντάχρονη έμοιαζε να έχει άλλη όψη. Κάτι την βασάνιζε, κάτι σκοτεινό κρυβόταν πίσω από το γυαλί. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να μιλά με τρεμάμενη φωνή που πρόδιδε απέραντη δυστυχία.
“Εδώ θα έρθεις” επανέλαβε. “Τίποτα δεν θα το εμποδίσει αυτό, επειδή… επειδή ο Πιερ δεν υπάρχει πια”.
Η Ρενέ πάγωσε τον χρόνο και τον κόσμο όλο στο άκουσμα των λέξεων. Προσπάθησε να μιλήσει, κανείς ήχος όμως δεν άκουσε την προσταγή της. Ένας σφιχτός κόμπος στο λαιμό, της πήρε την ανάσα και το οξυγόνο κρύφτηκε να μην το βρει. Κρύωνε, κρύωνε πολύ και όλα της τα μέλη ήταν μουδιασμένα. Της φάνηκε πως κάτι φρικτό είχε ακούσει, κάτι σαν… όχι, όχι, δεν μπορεί. Είχε παραισθήσεις από την μοναξιά, από την απουσία που της έπαιρνε σιγά-σιγά τη ζωή, κάθε μέρα και από λίγο. Μα τι διάολο της συνέβαινε; Στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και νόμιζε πως πίσω από το κρύο -ναι κρύο- γυαλί στεκόταν μια ηλικιωμένη και της μιλούσε. Και μάλιστα, της έλεγε πως δεν υπήρχε πια εκείνος. Αν είναι δυνατόν! Δεν υπήρχε ο Πιερ! Μα τι παιχνίδια, της έπαιζε επιτέλους το μυαλό της;
“Ο Πιερ πέθανε” επανέλαβε η ογδοντάχρονη -μα δεν μπορεί να υπήρχε στ’ αλήθεια- “αυτοκτόνησε κι εσύ δεν μπόρεσες να το εμποδίσεις αυτό γιατί ήσουν πολύ απασχολημένη με τον πόνο σου. Είχες δει πόση μοναξιά ένιωθε, όταν βρεθήκατε σου είχε εξομολογηθεί ότι το είχε σκεφτεί. Βέβαια, σε βεβαίωσε πως απλά το σκέφτηκε, όμως να που το έκανε πράξη. Και που ήσουν εσύ; Χαμένη στον εαυτό σου, χωμένη στα βιβλία, να διαβάζεις και τίποτα άλλο. Πως μπόρεσες; Πως; Γιατί επέτρεψες να συμβεί αυτό;” έκλαιγε δυνατά τώρα η ηλικιωμένη.
Η Ρενέ είχε σηκωθεί όρθια και είχε καρφώσει το βλέμμα της μέσα στον καθρέφτη. Ποια ήταν αυτή και γιατί συνέχιζε να τα λέει όλα αυτά; Ψέματα, φρικτά ψέματα και τίποτα αληθινό. Δεν υπήρχε καμία γριά μέσα στον καθρέφτη και ο Πιερ ήταν καλά. ΗΤΑΝ ΖΩΝΤΑΝΟΣ και θα της έδειχνε τώρα αυτής της ξεμωραμένης.
Πήρε το κινητό της και σχημάτισε τον αριθμό του. Ήταν κλειστό. Εντάξει, πολλές φορές συνέβαινε. Μα… τι στο καλό έκανε; Υποτίθεται ότι αυτό θα συνέβαινε αργότερα. Βλακείες. Τίποτα δε θα συνέβαινε. Ο Πιερ ήταν καλά. Καλά, τέλος. Απλά δεν ήταν κοντά της. Δε θα ήταν ποτέ πια κοντά της. Ναι, αλλά αν; Όχι, δεν έπρεπε να το σκέφτεται. Όχι, όχι.
“Αυτή η αδράνεια μας έφερε εδώ. Δε θέλησες ποτέ να τον προστατεύσεις. Ο Πιερ θα βάλει τέλος στη ζωή του κι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα χάρη στη δική σου απάθεια. Πως ισχυρίζεσαι λοιπόν ότι τον αγαπάς; Εγώ τον πενθώ τόσα χρόνια ερημιάς…”
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση της,
"ΒΟΥΛΩΣΕ ΤΟ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΠΑΛΙΟΓΡΙΑ!" ούρλιαξε η Ρενέ εκσφενδονίζοντας στον καθρέφτη ένα χοντρό γυάλινο τασάκι που ήταν πάνω σ' ένα τραπεζάκι.
Το ηλικιωμένο είδωλο παραμορφώθηκε από τα σπασμένα γυαλιά. Μόνο τα δάκρυα που έτρεχαν φαίνονταν καθαρά και το αίμα τους διαπέρασε το γυαλί. Κύλησαν πάνω στον καθρέφτη κι έπεσαν στο πάτωμα. Ακριβώς πάνω στην κομμένη φλέβα της Ρενέ...

1 σχόλιο:

who is online

Ad24