Όλοι μας, λίγο-πολύ,
έχουμε ακούσει για τον περίφημο Φρόυντ, εκείνον που μίλησε για το οιδιπόδειο
σύμπλεγμα που μας βασανίζει, για τα όνειρα, τη σεξουαλικότητα, την ψυχή και για
τόσα άλλα. Ξέρετε, αυτόν που έβαζε τους ασθενείς του ξάπλα σε έναν καναπέ, για
να μιλήσουν για την παιδική τους ηλικία και που κατέληγε στο ότι για όλα
έφταιγε το ψυχικό τραύμα που προκάλεσε ένα κατά λάθος μπανιστήρι όταν ήμασταν
πέντε χρονών, τότε που είδαμε το χαμούρεμα του μπαμπά με τη μαμά… Ωραία, πέρα
από την πλάκα, ο τύπος πριν από έναν αιώνα, είπε αρκετά καινούρια πράγματα, και
σίγουρα άγγιξε έναν τομέα που έως τότε ήταν απαγορευμένος για τον καθωσπρέπει
κόσμο: το σεξ. Ναι, αυτόν τον δαίμονα που καταδυναστεύει το ανθρώπινο –και όχι
μόνο- είδος, από καταβολής κόσμου. Ας δούμε λοιπόν, τι άλλα σοβαρά πράγματα μας
είπε ο κύριος αυτός, ανεξάρτητα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε μαζί του, καθώς ο αυστριακός κλινικός ιατρός Ζίγκμουντ Φρόυντ (1856-1939), υπήρξε πρωτοπόρος
ερευνητής του ανθρώπινου ψυχισμού και με τις θέσεις του επηρέασε και
εξακολουθεί να επηρεάζει ουσιαστικά τη σύγχρονη ψυχολογία και ανέπτυξε μια προσεγγιστική
μέθοδο που στόχευε στη θεραπεία ορισμένων ψυχικών διαταραχών, την οποία
επέκτεινε σε μια γενική εξήγηση των νευρώσεων και σε θεωρία ψυχικών διεργασιών.
Στην τελική της φάση, η φροϋδική θεωρία προσπάθησε να ερμηνεύσει κάθε
πολιτισμικό και κοινωνικό φαινόμενο.
Ο
Φρόυντ και οι τόποι της ανθρώπινης ψυχής
Κατά το δεύτερο μισό
του 19ου αιώνα, αναπτύχθηκαν διάφορες ανατομοφυσιολογικές θεωρίες περί
του ανθρώπινου εγκεφάλου. Σύμφωνα με αυτές, τα νευρολογικά του υποστρώματα
τελούν εξειδικευμένες λειτουργίες, ενώ στον εγκεφαλικό φλοιό αποθηκεύονται παραστάσεις
και εικόνες. Επιπλέον παρατηρήσεις, στο πλαίσιο της παθολογικής ψυχολογίας,
υπέδειξαν ότι κάποιου είδους ψυχικές λειτουργίες (ορισμένες αναμνήσεις ή
αναπαραστάσεις και συμπεριφορές), χωρίς να βρίσκονται συνολικά και μόνιμα στη
διάθεση του ατόμου, εξακολουθούν να επιδρούν σε αυτό και συνεπώς, θα πρέπει να
αφορούν ξεχωριστές ομάδες του ψυχικού οργάνου. Ο Φρόυντ, μελέτησε και
χρησιμοποίησε αυτές τις θεωρίες, καθώς είχε καταλήξει στο ότι το ψυχικό όργανο
εντοπίζεται στον εγκέφαλο. Ουσιαστικά, υποστήριξε ότι αυτό αποτελείται από
διαφορετικά (υπο)συστήματα, στα οποία απέδωσε διαφορετικές λειτουργίες. Στις
μελέτες του, προσπάθησε να το «χαρτογραφήσει», να προσδιορίσει δηλαδή τους τόπους του. Η πρώτη τοπική θεωρία του, που εμφανίζεται στην Ερμηνευτική των Ονείρων (1900), διακρίνει σε αυτό τρία (υπο)συστήματα:
το ασυνείδητο, το προσυνειδητό και το συνειδητό, καθένα από τα οποία
λειτουργούν με τον δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο. Ήδη από την πρώτη αυτή προσπάθεια
χαρτογράφησης, ο Φρόυντ υπέθεσε την ύπαρξη συγκεκριμένης χωροδιάταξης των τριών
(υπο)συστημάτων -χωρίς ωστόσο να προχωρήσει σε ανατομικό προσδιορισμό τους- αλλά
και συγκεκριμένο τρόπο διαδοχικής μετάβασης μιας παράστασης από τον ένα τόπο
του ψυχικού οργάνου στον άλλο.
Η δεύτερη τοπική θεωρία της
ψυχής
Από το 1920, ο Φρόυντ
ανέπτυξε τη λεγόμενη δεύτερη τοπική
θεωρία του περί προσωπικότητας και ψυχής, με βασικό κίνητρο την ενσωμάτωση
στη θεωρία χαρτογράφησης του ψυχικού οργάνου των ασυνείδητων αμυνών. Σε αυτό
οδηγήθηκε από την ανακάλυψη της σημασίας για τη συγκρότηση της προσωπικότητας,
του τρόπου με τον οποίο το άτομο ταυτίζεται με εξωτερικά πρότυπα, κατά τη
διάρκεια του βίου του. Η δεύτερη τοπική θεωρία, εντοπίζει και πάλι τρία (υπο)συστήματα,
που δεν αντιστοιχούν επακριβώς σε εκείνα τις πρώτης τοπικής θεωρίας και τα
οποία ονομάζει το Εγώ, το Αυτό και το Υπερεγώ. Συνοπτικά, το Εγώ είναι συνολικά ο εκπρόσωπος των
συμφερόντων του κάθε ατόμου, το Αυτό είναι ο ενορμητικός πόλος της
προσωπικότητας και το Υπερεγώ είναι το ελεγκτικό σύστημα, που κρίνει και
δικάζει το άτομο. Στη συνέχεια, θα εξεταστεί αναλυτικότερα η δεύτερη τοπική
φροϋδική θεωρία, όσον αφορά στην υποδιαίρεση του ψυχικού οργάνου.
Το Εγώ, το Υπερεγώ και το Αυτό
Σύμφωνα με τη δεύτερη τοπική θεωρία, το Εγώ
αποτελεί τον αμυντικό πόλο της προσωπικότητας, ευρισκόμενο σε σχέση εξάρτησης
με τις διεκδικήσεις του Αυτού, τους περιορισμούς του Υπερεγώ και τις απαιτήσεις
της πραγματικότητας (του εξωτερικού
δηλαδή κόσμου). Περιγράφεται ως ένα σύστημα νευρώνων, που χαράζει εσωτερικά
συνειρμικές διαδρομές, που τροφοδοτείται από μια εσωτερική, ενορμητική ενέργεια
και που διακρίνεται σε ένα μόνιμο (σταθερό) και σε ένα μεταβλητό τμήμα. Για
τον Φρόυντ, οι ορμές είναι ψυχοσωματικά
φαινόμενα και ουσιαστικές συνιστώσες του ανθρώπινου ψυχισμού, που
δραστηριοποιούνται προκαλώντας ψυχική διέγερση. Έχουν διάφορες πηγές και η
ένταση που προκαλούν, εξαλείφεται μέσω κάποιων αντικειμένων-στόχων. Υπάρχουν
δυο θεμελιώδεις ορμές, η σεξουαλική και η επιθετική, που κινητοποιούν
αντίστοιχα, ερωτικές και καταστροφικές δραστηριότητες. Η ενέργεια που πηγάζει
από τη σεξουαλική ορμή ονομάζεται λίμπιντο,
ενώ υπάρχει και η ενέργεια από την επιθετικότητα. Και οι δύο προσδιορίζονται
γενετικά και ξεκινούν να δρουν από το βρεφικό στάδιο του ατόμου. Σημειώνεται
ότι Φρόυντ ορίζει ευρύτερα τη σεξουαλικότητα, ως όλα τα συναισθήματα και τις
επιθυμίες που εξασφαλίζουν ευχαρίστηση (ηδονή).
Το Εγώ, δύναται να έχει ως αντικείμενο τον εαυτό
του, να τον παρατηρεί και να τον κρίνει, όπως μπορεί να κάνει με όλα τα άλλα
αντικείμενα. Με τον τρόπο αυτό, ένα μέρος του Εγώ βρίσκεται αντιμέτωπο με το
υπόλοιπο και διασπάται, τουλάχιστον προσωρινά. Αυτή η διαφοροποίηση ενός μέρους
του Εγώ, που παρατηρεί τον υπόλοιπο εαυτό του, είναι ένα γνώρισμα της κανονικής
του δομής. Η αυτοπαρατήρηση και η δικαστική λειτουργία του, καθιστά αυτό το
τμήμα του Εγώ ως μια ξεχωριστή αρχή, που ονομάζεται Υπερεγώ. Ενίοτε το Υπερεγώ,
γίνεται πολύ αυστηρό (π.χ. σε μια κρίση μελαγχολίας) και «κακομεταχειρίζεται»
το Εγώ, ενώ μπορεί να εφαρμόσει αυστηρά ηθικά μέτρα, ευρισκόμενο σε ένταση μαζί
του. Η έκφραση αυτής της έντασης είναι τα ηθικά συναισθήματα ενοχής. Συνεπώς, το
Υπερεγώ έχει τον ρόλο του (λογο)κριτή του Εγώ. Λειτουργεί ως η ηθική συνείδηση
που αυτοπαρατηρεί το άτομο και σχηματίζει για λογαριασμό του ιδανικά, αποτελεί
το μέτρο του εαυτού τού κάθε ατόμου και προσπαθεί να εκπληρώσει την απαίτηση
που έχει το Εγώ για τελειοποίηση. Ωστόσο, ο Φρόυντ, θεωρεί ότι η συνείδηση που
αντιπροσωπεύει το Υπερεγώ δεν βρίσκεται εξ αρχής εντός του ατόμου. Αρχικά, τον
ρόλο αυτό επιτελεί η γονεϊκή αυθεντία, που κυβερνά το παιδί με αποδείξεις
αγάπης από τη μία και με απειλές τιμωρίας και στέρησης της αγάπης από την άλλη.
Αυτός ο φόβος, είναι ο πρόδρομος του συνειδησιακού άγχους που ακολουθεί
αργότερα. Ουσιαστικά, οι εξωτερικές απαγορεύσεις και απειλές
εσωτερικοποιούνται, το Υπερεγώ λαμβάνει τη θέση των γονέων και η κατάσταση αυτή
θεωρείται από όλα τα άτομα ως φυσιολογική. Πρακτικά, το Υπερεγώ είναι ο
κληρονόμος των γονέων και απολαμβάνει τα ίδια με αυτούς δικαιώματα. Η βάση της
διαδικασίας της μετατροπής των σχέσεων του ατόμου με τους γονείς του σε
Υπερεγώ, είναι η ταύτιση: το Εγώ (ή τουλάχιστον ένα μέρος του) εξομοιώνεται με
ένα άλλο, ξένο Εγώ. Το Υπερεγώ στη συνέχεια, επηρεάζεται από άτομα που πήραν τη
θέση των γονέων (π.χ. δάσκαλοι). Κατά συνέπεια, το Υπερεγώ εμπλουτίζεται από
απαιτήσεις ηθικών συστημάτων όπως η εκπαίδευση και η θρησκεία. Τονίζεται ότι ο
Φρόυντ θεωρεί πως το Υπερεγώ, δεν σχηματίζεται με βάση την εικόνα των γονέων και
των λοιπών «αυθεντιών», αλλά με βάση την εικόνα των Υπερεγώ τους. Έτσι, το
Υπερεγώ αντιπροσωπεύει και διατηρεί κατά κάποιον τρόπο τις παραδόσεις και τις
αξιολογικές κρίσεις των προηγούμενων γενεών. Με την έννοια αυτή, το Υπερεγώ
μπορεί να εξηγήσει την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων: η ανθρωπότητα, δεν
ζει ποτέ ολοκληρωτικά στο παρόν, καθώς οι παραδόσεις και το παρελθόν του λαού ή
της φυλής, επιβιώνουν μέσα στο Υπερεγώ.
Εκτός όμως από τις συνειδητές ψυχικές διαδικασίες,
υπάρχουν και οι ασυνείδητες, την ύπαρξη των οποίων μπορούμε να συμπεράνουμε
μόνο από τις επενέργειές τους. Το ασυνείδητο, που ο Φρόυντ στη δεύτερη τοπική
θεωρία του το ονομάζει Αυτό, εκφράζει τον χαρακτήρα εκείνου του τόπου του ψυχικού
οργάνου, που είναι άγνωστο στο Εγώ. Είναι το απρόσιτο και «σκοτεινό» μέρος της
προσωπικότητας και όπως παραδέχεται ο ίδιος, τα λίγα που είναι γνωστά για το
Αυτό, έχουν μαθευτεί από τη μελέτη των ονείρων και των νευρωτικών συμπτωμάτων. Μοιάζει
με «ένα καζάνι γεμάτο με ερεθισμούς σε αναβρασμό» και φαίνεται να είναι ανοικτό
στο σώμα, από όπου λαμβάνει ορμές που του δίνουν ενέργεια. Δεν διαθέτει λογική
και επιθυμεί να ικανοποιήσει τις ορμικές επιθυμίες του σώματος, επιδιώκοντας την
ηδονή. Στο Αυτό, συνυπάρχουν αντίθετες παρορμήσεις που προσπαθούν να
συμβιβασθούν, αφού η ενέργεια δεν είναι άπειρη και πρέπει να διοχετευθεί σε
κάποιες από αυτές, με κάποια σειρά. Εντυπώσεις, εικόνες και επιθυμίες που έχουν
απωθηθεί στα βάθη του Αυτού χωρίς να μπορούν να εξέλθουν, είναι δυναμικά
αθάνατες και μπορεί να συμπεριφέρονται, ακόμα και μετά από πολλά χρόνια, ως
κάτι πρόσφατο. Θεωρητικά, το απωθημένο μπορεί να μένει αμετάβλητο στον χρόνο. Ανάμεσα
στις επιθυμίες που αντιπροσωπεύει το Αυτό και την πράξη, παρεμβάλλεται το σκεπτόμενο
Εγώ, αξιοποιώντας αναμνήσεις και εμπειρίες. Έτσι, δεν επιτρέπει στην αρχή της
ηδονής, που κυριαρχεί στο Αυτό, να καθορίζει τις πράξεις του ατόμου και
συγχρονίζεται με την πραγματικότητα, στοχεύοντας σε μεγαλύτερη ασφάλεια και
επιτυχία. Με απλουστευμένους όρους, το Εγώ εκπροσωπεί τη λογική και τη
σωφροσύνη και το Αυτό τα αχαλίνωτα πάθη. Μπορεί να ειπωθεί ότι το Εγώ είναι ένα
κομμάτι του Αυτού, που λόγω των απειλών του εξωτερικού κόσμου, διαφοροποιήθηκε και
αυτονομήθηκε από το Αυτό, μέσω των αντιστάσεων της απώθησης.
Συνοπτικά, το φροϋδικό Εγώ ελέγχει την
κινητικότητα, την αντίληψη και την έλλογη σκέψη, προβλέπει και δοκιμάζει την
πραγματικότητα, διακανονίζει χρονικά διάφορες ψυχοδιανοητικές διαδικασίες και
εκλογικεύει τις ενορμητικές διεκδικήσεις, τις οποίες συνήθως παραγνωρίζει και
εγείρει απέναντί τους καταναγκαστικές άμυνες. Προσπαθεί να λαμβάνει υπ’ όψιν
του τις αντιφατικές απαιτήσεις των άλλων δύο (υπο)συστημάτων και της
πραγματικότητας, καθώς απειλείται από τούτη, από το λίμπιντο του Αυτού και από την
αυστηρότητα του. Σε περιπτώσεις μεγάλης πίεσης αντιδρά αναπτύσσοντας άγχος: αντικειμενικό
άγχος απέναντι στον εξωτερικό κόσμο, συνειδησιακό απέναντι στο Υπερεγώ και
νευρωτικό εμπρός στο Αυτό. Ακολούθως, η ανάλυση θα επικεντρωθεί σε αυτό το
άγχος, καθώς το άτομο εντάσσεται στον εξωτερικό κόσμο.
Η κοινωνική θεωρία του
Φρόυντ: η δυσφορία του πολιτισμένου ανθρώπου
Το έργο του Φρόυντ Η Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό (1930), βασίζεται
στην τοπολογία του ψυχικού οργάνου και κυρίως τις λειτουργίες που επιτελεί το
Υπερεγώ. Το βασικό ερώτημα που θέτει, αφορά στον σκοπό της ανθρώπινης ζωής και καταλήγει
στο ότι αυτό δεν απαντιέται εύκολα και ότι οι άνθρωποι αναζητούν την ευτυχία
στην αρχή της ηδονής, στην ικανοποίηση δηλαδή όλων τους των επιθυμιών. Όμως,
βρίσκονται αντιμέτωποι με διάφορους περιορισμούς, που αφορούν στις ίδιες τις
σωματικές τους δυνάμεις, τις επιθυμίες των άλλων ανθρώπων αλλά και τους
περιορισμούς του έξω κόσμου. Αναγκάζονται συνεπώς να συμβιβαστούν με κάποιους
από αυτούς τους περιορισμούς, αποδεχόμενοι την περατότητα της ύπαρξης και την
αρχή της πραγματικότητας.
Ο Φρόυντ ορίζει τον
πολιτισμό ως το δίπολο ανάγκης και έρωτα,
ή αλλιώς τον χώρο όπου κινείται ο άνθρωπος, μεταξύ της ανάγκης για
αυτοσυντήρηση και της απόλαυσης μέσω της σεξουαλικότητας. Αυτός, έχει δυο
διαστάσεις, αφενός τα ωφέλιμα έργα, όπως το γόητρο, το χρήμα και οι σωματικές
απολαύσεις και αφετέρου τις ανώτερες, μη ωφέλιμες και μη χρησιμοθηρικές δραστηριότητες,
όπως οι επιστήμες και οι τέχνες. Τα άτομα-υποκείμενα, ικανοποιούν τις
επιθετικές και ερωτικές ορμές τους, διοχετεύοντας τες σε άλλα αντικείμενα. Αυτή
η μετουσίωση, που βοηθά στην
ικανοποίηση των ορμών τους, χωρίς να παραβαίνουν τις απαιτήσεις του πολιτισμού,
θεωρεί ότι αφορά στις ανώτερες δραστηριότητες. Ο Φρόυντ, διακρίνει επίσης μιαν
αντίθεση ανάμεσα στον πολιτισμό με την ευρεία έννοια, την κάθε πρωτόγονη
κοινότητα και την κάθε (μεγάλη) οικογένεια. Κάθε μια από αυτές τις τρεις ομάδες
τείνει να κλείνεται στον εαυτό της και να βάζει τα συμφέροντά της πάνω από το
γενικότερο συμφέρον. Όμως, ο πολιτισμός συνεπάγεται το άνοιγμα της κάθε μικρής
ή πολύ μικρής ομάδας και τον σχηματισμό ευρύτερων κοινωνικών μορφών. Επιπλέον,
στον πολιτισμό υφίστανται απαγορεύσεις στη σεξουαλικότητα (π.χ. μονογαμία,
απαγόρευση της αιμομικτικής σεξουαλικής ικανοποίησης, κτλ) τις οποίες όμως δεν
αποδέχονται όλοι. Άρα, στο πλαίσιο του πολιτισμού, η σεξουαλικότητα ως πηγή
ηδονής και ευτυχίας (και άρα ως υποκατάστατο του σκοπού της ζωής) περιορίζεται.
Προχωρώντας ακόμα
περισσότερο, ο Φρόυντ υπενθυμίζει ότι ο άνθρωπος δεν είναι πράος εκ φύσεως, που
αμύνεται μόνο όταν δεχτεί επίθεση. Αντίθετα, στις ορμές του περιλαμβάνονται
πολλές επιθετικές τάσεις. Συνεπώς, τα άλλα άτομα-υποκείμενα, εκτός από βοηθοί
και σεξουαλικοί σύντροφοι, αποτελούν και πειρασμό για εκτόνωση της
επιθετικότητας, μέσω διαφόρων τρόπων (π.χ. εκμετάλλευση στη δουλειά, σεξουαλική
κακοποίηση, ταπείνωση, ακόμα και θανάτωση). Αυτή η επιθετικότητα απειλεί διαρκώς
τον πολιτισμό με καταστροφή και για λόγους ασφαλείας, ο πολιτισμός προσπαθεί να
την μειώσει και να περιορίσει την εξωτερίκευσή της. Ο πολιτισμός κατά συνέπεια,
επιβάλει στον άνθρωπο περιορισμούς τόσο στη σεξουαλικότητα όσο και στην
επιθετικότητα, που του προκαλούν δυσφορία, την οποία δεν βίωναν οι πρωτόγονοι,
καθώς δεν υφίσταντο ανάλογοι περιορισμοί: ο πολιτισμένος άνθρωπος παραχώρησε
ένα κομμάτι της ευτυχίας του, απολαμβάνοντας ένα κομμάτι ασφάλειας.
Ο Φρόυντ, πιστεύει
τελικά ότι ο πολιτισμός επιβάλει κάποια ιδεώδη που συνεπάγονται μια ορμική
παραίτηση, την οποία άλλα υποκείμενα ανέχονται, ενώ άλλα τη θεωρούν ανυπόφορη.
Αυτό το γεγονός, οδηγεί σε μια εχθρότητα απέναντι στον πολιτισμό και σε
νευρώσεις. Για παράδειγμα, τα πολιτισμικά αγαθά της ατομικής ελευθερίας και ο
υπεράνω όλων Νόμος, που σήμερα θεωρούνται αυτονόητα, δεν είναι παρά επιτεύγματα
του πολιτισμού του 18ου αιώνα. Όμως, ενώ κάποια άτομα-υποκείμενα
μπορούν να τα απολαύσουν, να τα υπερασπιστούν και να αγωνιστούν για τη βελτίωση
των πολιτισμικών θεσμών, κάποια άλλα θεωρούν ως μεγαλύτερο αγαθό την εκτός
νόμου αναρχία και ασυδοσία, την «άγρια ελευθερία της φυσικής κατάστασης», την
φαντασίωση κάθε εφήβου. Ο πολιτισμός όμως, καθώς προσφέρει ασφάλεια, περιορίζει
την «άγρια ελευθερία» και απαιτεί από τα άτομα-υποκείμενα θυσίες σε επίπεδο
σεξουαλικότητας και επιθετικότητας, ευνουχίζοντάς τα συμβολικά.
Πρακτικά, τα άτομα
εσωτερικεύουν την επιθετικότητά τους επενδύοντάς την στο Υπερεγώ, το οποίο ως
«ηθική συνείδηση», την ασκεί ενάντια στο Εγώ, αντί να αφήνει το Εγώ να την
ασκήσει εναντίον άλλων υποκειμένων. Αυτή την ένταση μεταξύ Εγώ και Υπερεγώ, που
ο Φρόυντ την ονομάζει «αίσθημα ενοχής», εκφράζεται ως επιθυμία τιμωρίας του
Εγώ. Στον πολιτισμό, τον ρόλο των γονέων διαδέχεται ο Νόμος, ο οποίος είναι
πλέον η αυθεντία. Το άτομο-υποκείμενο, αγχώνεται έναντι της πιθανής «απώλειας
της αγάπης» από την αυθεντία και δέχεται να παραιτηθεί από κάποιες ορμικές
απολαύσεις. Ωστόσο, ένα μέρος αυτής της παραίτησης απωθείται στο ασυνείδητο (και
παραμένει εκεί με τη μορφή ασυνείδητων φαντασιώσεων και ενθυμήσεων που
επανέρχονται συμπτωματικά), με αποτέλεσμα το άτομο-υποκείμενο να εχθρεύεται την
αυθεντία που εκπροσωπεί ο Νόμος, ήτοι τον πολιτισμό. Επιπλέον, ο Φρόυντ θεωρεί
ότι κατά παράδοξο τρόπο, ένα υπεραυστηρό Υπερεγώ, μπορεί να υποκαταστήσει την
εξωτερική αυθεντία και να κρίνει αυστηρότερα το Εγώ, όσο πιο συνεπές ή ηθικό
είναι το άτομο-υποκείμενο. Στην περίπτωση αυτή, το άτομο-υποκείμενο δεν
παραιτείται από τις ορμές του μόνο λόγω του άγχους που προκαλεί η απειλή της «απώλειας
της αγάπης» από την εξωτερική αυθεντία, αλλά και λόγω της απόκτησης του
αισθήματος ενοχής.
Ο Φρόυντ έθεσε στο
κέντρο της θεωρίας του το αίσθημα ενοχής, λόγω της κλινικής εμπειρίας του, που
κατέδειξε ότι για τα φαινόμενα σεμνοτυφίας, ηθικολογίας, καθώς και αστικού ή
επαναστατικού ιδεαλισμού, που χαρακτηρίζουν τα νεωτερικά άτομα-υποκείμενα, συνήθως
ευθύνεται ένα τυραννικό Υπερεγώ. Τα πολιτισμένα άτομα πολύ απλά, δεν μπορούν να
χαρούν τη ζωή τους επειδή θυσιάζουν τα πάντα στο κυνήγι της επαγγελματικής
επιτυχίας, ή παραιτούνται από συναισθήματα που φαίνεται να αντιτίθενται στις κυρίαρχες
πολιτικές και οικονομικές αντιλήψεις. Ο Φρόυντ πιστεύει ότι η δυσφορία των
ατόμων-υποκειμένων είναι θεμελιώδες σύμπτωμα κάθε πολιτισμού και ότι σε
περιόδους κρίσης, αυτά πάσχουν έντονα από ασυνείδητα ή συνειδητά αισθήματα
άγχους και ενοχής. Εφόσον μάλιστα η γενική τάση του πολιτισμού είναι για όλο
και μεγαλύτερες οικονομικές, πολιτικές και λοιπές συσσωματώσεις, τότε η ορμή
της ζωής, του έρωτα δηλαδή, τείνει να επικρατεί, μέσω της ειρηνικής
επικοινωνίας των ανθρώπων, έναντι της ορμής του θανάτου που αντιπροσωπεύει ο
πόλεμος. Αυτό σημαίνει πρακτικά, ότι τα άτομα-υποκείμενα απωθούν όλο και
περισσότερο προϋπάρχοντα συναισθήματα όπως ο φθόνος και η έχθρα, καθώς
ενσωματώνονται σε όλο και μεγαλύτερες μάζες. Επιπρόσθετα, το αίσθημα ενοχής που
προκύπτει από την εξουσία του Υπερεγώ πάνω στο Εγώ, συνεχίζει να μεταδίδεται
από γενιά σε γενιά μέσω του μηχανισμού του σχηματισμού του Υπερεγώ. Κατά
συνέπεια, η απώθηση όλο και περισσότερων συναισθημάτων, μεγαλώνει τη δυσφορία
και την αίσθηση ενοχής.
Συμπερασματικά,
οι τοπικές θεωρίες του Φρόυντ, αποτέλεσαν ένα πρωτότυπο εγχείρημα, που κατέστησε
σαφή την πολυπλοκότητα της ψυχής, η οποία πίστευε ότι αποτελείται από τόπους με
διαφορετικές λειτουργίες και εξειδικεύσεις. Στη συνέχεια, μέσα από τις ψυχαναλυτικές θέσεις του σχετικά με την
ανάπτυξη και τον τρόπο λειτουργίας του Εγώ, της σύγκρουσής του με την
πραγματικότητα, το Υπερεγώ και το Αυτό, προσπάθησε να εξηγήσει και να
περιγράψει τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης του ατόμου. Καθώς
διαπίστωνε την απογοήτευση των σύγχρονών του Ευρωπαίων, των οποίων ο αρχικός
ενθουσιασμός τους από τα πρόσφατα τότε επιτεύγματα των θετικών επιστημών και
από την τεχνολογική πρόοδο είχε κοπάσει, κατέληξε στο ότι ο πολιτισμός εξ ορισμού, προκαλεί στο άτομο δυσφορία,
άγχος και αισθήματα ενοχής. Εντέλει, θεώρησε τον πολιτισμό ως ένα
παράδοξο φαινόμενο, που συνδυάζει τον έρωτα και την αυτοτιμωρία και που βασίζεται στην καταστολή των
ανθρώπινων ενστίκτων, με τη δημιουργία συστημάτων ηθικής, τα οποία αφορούν
απαγορεύσεις και καταναγκασμούς, στηρίζοντας τοιουτοτρόπως την κοινωνική
αλληλεγγύη στην ενοχή.
Σημείωση: τα παραπάνω,
μπορεί κάποιος αν θέλει, να τα διαβάσει πιο αναλυτικά στα
– Freud, Sigmund (χ.χ.) [1933], Νέες
Εισαγωγικές Διαλέξεις για την Ψυχανάλυση (μτφρ. Κ. Τρικεριώτη) Αθήνα:
Εκδόσεις Επίκουρος.
– Φρόυντ, Σίγκμουντ (1994), Ο
Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας, (μτφρ Γ. Βάμβαλης), Αθήνα: Εκδόσεις Επίκουρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου