29 Ιουλ 2018

"Όνειρο...", μία συνεργασία της Σμαραγδής Μητροπούλου και του Κωνσταντίνου Ντεκουμέ


Στο όνειρό σου θα ‘ρθω
με ανάλαφρη περπατησιά…
αγκαλιά θα σε κρατήσω
όνειρο κακό μη σε ζυγώσει.
Και λίγο πριν χαράξει
ένα φιλί για συντροφιά σου
θα σ’ αφήσω…
ως την επόμενη νύχτα
που θα ‘μαι πάλι εδώ.
                                   Σμαραγδή Μητροπούλου

28 Ιουλ 2018

"STOP FIRE" από την Σταυρούλα Πουλακάκη

Σταματήστε τη φωτιά. ....
αυτή η φωτιά, που μετέτρεψε σε στάχτη
καυτή,σε κάρβουνα -ακόμα αναμμένα - τις ζωές μας,θα τιθασσευτεί...
η άλλη η φωτιά, ξέρετε ποια,
αυτή του μ έ ν ο υ ς,που κατατρώει τα σωθικά μας, τις συνειδήσεις μας....ποιος πυροσβεστικός κρουνός,θα την καταστείλει?
......γιατί, θεριεύει,φουντώνει. .....

Πήγαμε σήμερα στη θάλασσα, με τα παιδιά,για να περάσουμε μια όμορφη, γεμάτη χαρά,μέρα. ...όπως τις προηγούμενες.....
Μα το μυαλό,όσο και να πάλευε να ξεκολλήσει. ....όση γαλήνη και αν πρόσφερε το τυρκουάζ του νερού, όση ηρεμία και αν χάριζε η απουσία του ανέμου, όσο και ο ρυθμικός παλμός του κυματισμού,να σιγοψιθύριζε τραγούδι παραπλανητικό....ως άλλη ομηρική Σειρήνα.....τίποτα δεν ήταν ικανό να κοιμίσει το μουδιασμένο μυαλό......Ούτε καν τα γέλια, τα πλατσουρίσματα των παιδιών μου......επέπλεα στα ρηχά και το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο στα απέναντι αλμυρίκια....στους θάμνους.

23 Ιουλ 2018

"Όνειρο Κρυφό" από τον Βαγγέλη Κομψέλη

Χρόνια έψαχνα για να σε βρω 
σε πελάγη άγνωστα και λιμάνια ξένα 
και ξάφνου μπροστά μου εμφανίστηκες 
σαν όνειρο εκπληρωμένο 

21 Ιουλ 2018

Η τελική 13άδα των πεζών του 6ου Διαγωνισμού Ελεύθερης Γραφής - Ψηφοφορία αναγνωστών

Έχοντας ολοκληρώσει το ποιητικό σκέλος του διαγωνισμού μας, μπορούμε να περάσουμε και σε αυτό των πεζών. Λόγω ισοβαθμίας, στα πεζά θα έχουμε 13 κείμενα για την 2η φάση του διαγωνισμού. Οι αναγνώστες μας θα κληθούν να επιλέξουν τα 3 αγαπημένα τους για ακόμα μία φορά και να επιβραβεύσουν τους δημιουργούς τους.

Το επίπεδο φέτος ήταν ιδιαίτερα υψηλό και οι κριτές μας (Κουτσάκη Ζανέτα, Προδρόμου Μαρία και Χούσνη Έλενα) είχαν το δύσκολο και χρονοβόρο έργο να επιλέξουν τα καλύτερα κατά την κρίση τους. Οι διαφορές στην τελική αξιολόγηση ήταν πολύ μικρές, απόδειξη των πολλών καλών κειμένων που λάβαμε φέτος!

Η τελική 13άδα είναι η παρακάτω (με αλφαβητική σειρά) και εσείς μπορείτε να ψηφίσετε μέχρι 3 εξ αυτών!

20 Ιουλ 2018

"Ο κέδρος και το λουλούδι" από την Κατερίνα Σακελλάρη (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)


(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ)

Η βροχή έπεφτε με δύναμη για μέρες στο αρχαίο δάσος με τους κέδρους, φέρνοντας ανακούφιση στις διψασμένες ρίζες τους και στα σκονισμένα φύλλα τους. Έφερε όμως και κάτι άλλο, έναν μικροσκοπικό σπόρο από τον κήπο των παλιών θεών και το έθαψε σε ένα ξέφωτο, στην μέση του αρχαίου δάσους με τους κέδρους, όπου  έμεινε εκεί μέχρι την άνοιξη.
Κανένας δεν το είχε προσέξει εκτός από έναν αιωνόβιο κέδρο. Ούτε ο ίδιος δεν είχε καταλάβει πότε πρόσεξε για πρώτη φορά τον μικροσκοπικό  μίσχο να βγαίνει από το χώμα και γιατί κάθε φορά που έβγαινε η φωτεινή σφαίρα η προσοχή του πήγαινε σε αυτόν. Ω! πόση χαρά του έδινε να βλέπει τον μικρό μίσχο να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.
Τα πέταλα του λουλουδιού άνοιξαν για πρώτη φορά μόλις τα αγγίξαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου και το μικρό ξέφωτο γέμισε χρώματα που δεν υπήρξαν ξανά, αποχρώσεις που δεν υπάρχουν ούτε στο ουράνιο τόξο. Τις είχε φτιάξει η φύση όταν ήταν μεθυσμένη από ένα αρχαίο κρασί του Πάνα, αλλά αυτή είναι  μια άλλη ιστορία.  Γύρω από το λουλούδι  δεν φύτρωνε τίποτα λόγω της μεγάλης ομορφιάς του. Τα αλλά λουλούδια ντρέπονταν να φυτρώσουν κοντά του  και έτσι παρέμενε μόνο του στην τέλεια ομορφιά του, έχοντας το φως του ήλιου μοναδικό του σύντροφο σε ατέλειωτες συζητήσεις για τα ανώτερα συναισθήματα που δεν μπορούσε να νιώσει.

"Η παράδοση" από τη Δήμητρα Σπυροπούλου (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)


(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!)

12 Νοεμβρίου 1996, Παρασκευή
            Δύο εβδομάδες τώρα δεν συνάντησα ούτε τα μούτρα μου στον καθρέφτη. Δύο εβδομάδες δεν ξυρίστηκα, δεν έφαγα παρά ελάχιστα και οι πιτζάμες μου συναγωνίζονται σε ξινίλα τη διάθεση και το χνώτο μου. Ενίοτε σέρνω τη μοναξιά μου στην κουζίνα να την ποτίσω καφέ και τσιγάρα. Πίνω ό,τι πίνεται νιώθοντας ολότελα παγωμένος, χαμένος στις προβολές του μυαλού μου...Συνήθως βρίσκομαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με το πάπλωμα κουκούλι να σκεπάζει την απελπισία μου μέχρι πάνω. Σκέφτομαι συγκεχυμένα, έχω πόνους στο στήθος, λειτουργώ στα πρόθυρα της εξόντωσης, μόνος θόρυβος η αναπάντητη οργή μου μπροστά σ’ ένα τηλέφωνο.
Δύο εβδομάδες πριν ήμουν ευτυχισμένος. Ζούσα το απόλυτο σμίξιμο στην αγκαλιά της...Δύο αιώνες πριν. Όχι πια.

"Λαμπάδες στην ομίχλη" από τον Στέλιο Σπαντίδη (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)


(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)

Τα μάτια σου βούρκωσαν.
Έχω μείνει σα χαμένος δίπλα σου και σε κοιτάζω, στηρίζοντας τα εβδομήντα μου χρόνια πάνω σε ένα φθαρμένο ξύλινο ραβδί. Αγναντεύεις το τοπίο· η ματιά σου τρέχει στα δάση απέναντί μας και στο πανύψηλο όρος που τα φορά σαν ποδιά. Το αεράκι που μας χαϊδεύει το πρόσωπο έρχεται γοργά από την απέραντη, πυκνή παράταξη των δέντρων, που θαρρείς πως πλησιάζουν όλο και περισσότερο το ένα τ’ άλλο, μήπως και ενωμένα νικήσουν το άσπλαχνο ατσάλι του τσεκουριού. Βλέπεις, φίλε μου, κανείς πια δεν καταλαβαίνει. Κανείς δεν παίρνει πια όσα χρειάζεται, παρά μόνο όσα περισσότερα μπορεί να σηκώσει. Και εμείς; Εμείς απλά ξεμείναμε στην άκρη του δρόμου, λασπωμένοι από τους τροχούς ολοένα ταχύτερων και μεγαλύτερων αρμάτων, ξεχασμένοι στα όνειρα ενός άλλου καιρού. Τα καλοκαίρια της νιότης μας έσβησαν σαν τα σχέδια που κάναμε στο χώμα σαν παίζαμε· θυμάσαι; Γελούσαμε, κόβαμε ξύλινα κλαράκια και σχεδιάζαμε ξανά. Κάθε μέρα που ξημέρωνε έφερνε τη λήθη του χθες, και τρέχαμε στα ίδια μονοπάτια παίζοντας τα ίδια και τα ίδια παιχνίδια, ξεχνώντας χτυπήματα και τα ματωμένα μας γόνατα. Μα τα χρόνια δεν ξεχνούν κανέναν, τα χρόνια έριξαν τη βροχή των εγνοιών και λάσπωσαν τα σχέδια που κάναμε - και ξέρεις ότι το δάχτυλο τραβά προσωρινές μόνο γραμμές στην επιφάνεια του νερού.

"Το κυνηγητό του Ήλιου" από τη Λένα Μαυρουδή Μούλιου (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)

(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)


    Αν μπορεί κάποιος, ας μου εξηγήσει τον παρακαλώ πολύ, το φαινόμενο που θα περιγράψω κατωτέρω, γιατί εγώ ειλικρινά τα ‘χω παίξει μαζί του, με ξεπερνάει και του αποδίδω μεταφυσικές διαστάσεις.
    Εδώ και κάτι χρόνια και καιρούς βρίσκομαι στην Μεγάλη Βρετανία –όχι το ξενοδοχείο του Συντάγματος –όπου σπούδαζα, όπου τελείωσα τις σπουδές μου και όπου εργάζομαι και αμείβομαι ικανοποιητικά μπορώ να πω.
     Δεν ξέρω πώς αισθάνονται ο άλλοι συμπατριώτες μου που έχουν την Αγγλία σαν δεύτερη Πατρίδα τους, αλλά εγώ δεν λέω να την συνηθίσω και      ειδικά το απαίσιο κλίμα της. Αυτή η βροχή που δεν λέει να σταματήσει, με το αλεξιβρόχιο να είναι το απαραίτητο αξεσουάρ της καθημερινής σου αμφίεσης και κακό του κεφαλιού σου αν δεν το υιοθετήσεις. ΚΑΙ όταν θυμηθεί ο ήλιος να ξεμυτίσει από τα άδυτα των μαύρων σύννεφων, θα γιορταστεί από τους ημεδαπούς και αλλοδαπούς κατοίκους με τις κατάλληλες εξόδους για πικ νικ στα πάρκα και τις πλατείες.
    Μια από τις σπάνιες αυτές φορές, κάνω κι εγώ το ίδιο, έχοντας ζητήσει από τον εργοδότη μου μια τριήμερη άδεια που την δικαιούμαι, για να βγω με το ενθουσιώδες πλήθος να απολαύσω την θεόσταλτη και ακριβοθώρητη λιακάδα.

19 Ιουλ 2018

"Θρυμματισμένη Ψυχή" από τον Νίκο Κομπολάκη (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)


(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)

1.
          
  Ο Λάκης ήταν καινούργιος στη γειτονιά. Ήταν κοκκινωπός με λευκές τρίχες στις άκρες των ποδιών του σαν μπότες. Τον είχαν παρατήσει οι δικοί του πριν από καμιά βδομάδα. Πρέπει να τους είχε κάνει όλες τις γωνίες του σπιτιού τους άχρηστες με τα νύχια και τα ούρα του.
            Δεν πρέπει να ήταν πάνω από ενός. Δεν μιλάει και πολύ γιατί είναι ακόμα στεναχωρημένος που τον πέταξαν στο δρόμο. Φαίνεται η στεναχώρια που έχει πολύ έντονα. Οι υπόλοιποι του λέμε να ηρεμήσει και ότι είναι συχνό φαινόμενο αυτό.
            Ο Τσίκος, η Μαριλού, Η Μπάλα και η Λεύκα είναι όλα γατιά που τα παράτησαν οι δικοί τους μόλις βαρέθηκαν να μαζεύουν σπασμένα γυαλικά και μόλις φρίκαραν βλέποντας ολογρατζούνιστα χαλιά και μπράτσα καναπέδων. Εγώ και αρκετοί ακόμα γεννηθήκαμε στο δρόμο. Εμάς δεν μας νοιάζει καθόλου που τρόμε από τα σκουπίδια, που δεν βρίσκουμε εύκολα πόσιμο νερό και χώμα για να κάνουμε την ανάγκη μας.
            Ο καιρός θα περάσει, οι άνθρωποι που σε πετάνε στο δρόμο θα γίνουν μια μακρινή ανάμνηση και ο αγώνας για επιβίωση στη σκληρή ζωή του αδέσποτου μέσα στη μεγαλούπολη θα αρχίσει. Από κάποια στιγμή και μετά, η ανάμνηση και η πίκρα της εγκατάλειψης δεν θα είναι παρά κάτι θολό και απόμακρο, όπως τα αστέρια στον σκοτεινό νυχτερινό ουρανό.
            Σε όλη την παρέα αρέσει να αράζει μέσα στο πάρκο, δίπλα από τις κούνιες και να μιλάει για τις πλάκες που κάνουμε στα νέα γατιά της γειτονιάς, για τα ποντίκια που καταναλώνουμε όποτε τα βρίσκουμε σαν λαχταριστά σνακ, για τα μέρη που βρίσκουμε για «εύκολο» φαγητό από το χέρι κάποιου γεράκου που γεμίζει τη μοναξιά του με την πρόσχαρη φροντίδα σε εμάς τα αδέσποτα.
            Όποτε αράζουμε στο πάρκο, ο Λάκης κάθεται μαζί μας χωρίς να μιλάει. Απλά ακούει και ταξιδεύει πίσω, στο σπίτι που ζούσε σαν κατοικίδιο. Αραγμένος πάνω στα χόρτα που έχουν νοτίσει από τη νυχτερινή καλοκαιρινή υγρασία, παρατηρεί τον ξάστερο ουρανό, αναπολεί τα παλιά και με βλέμμα σκοτεινό και παγερό πάει εκεί που έγινε ένα αδέσποτο σαν και μας.

"Η ιστορία της Βίτκε" από τη Μαρία Αγγελική Καρμίρη (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)

(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)




Τα πόδια της ήταν βαριά κι ανέβηκαν με δυσκολία τα ξύλινα σκαλιά. Είχε
αργήσει, έπρεπε να είχε φτάσει συντομότερα και φοβόταν πως ο χρόνος θα
την προλάβαινε. Το ανελέητο χτύπημα της γνώριμης μυρωδιάς την έσπρωξε
λίγα βήματα πίσω, αναγκάζοντάς τη να πιαστεί από την κάσα της πόρτας για
να στηριχτεί. Η αναπνοή τής είχε κολλήσει στον λαιμό και της έκλεψε
κάμποσα λεπτά από όσα είχε σ’ εκείνο το δωμάτιο. Έσφιξε τις γροθιές της και
πίεσε το μυαλό της ν’ αδειάσει, να αδρανοποιήσει κάθε αισθητήρα που
συνέδεε τη μυρωδιά με οτιδήποτε που δεν έπρεπε ακόμα να σκεφτεί.
Πίεσε τα μάτια της να αγνοήσουν τον χώρο τριγύρω και να
αγκιστρωθούν στα ανοιχτά παραθυρόφυλλα. Τα πλέον τρεμάμενα πόδια της
υπάκουσαν και πάλι. Ο ήλιος έπεσε ζεστός στο πρόσωπο, το στέρνο και τους
ώμους της και τον άφησε να της κλείσει τα μάτια για λίγα δεύτερα. Η μυρωδιά
των λουλουδιών γέμισε τα ρουθούνια και το μυαλό της. Τα κελαηδίσματα κι οι
αχνές ομιλίες από το μονοπάτι γαργάλισαν τ’ αυτιά της. Τα δάχτυλά της
έσμιξαν και τρίφτηκαν μεταξύ τους, νιώθοντας την ελαφριά υγρασία του αέρα.
Κάτι μέσα της άρχισε ν’ ανασταίνεται, κάτι που για μέρες είχε πεθάνει, κάτι
που νόμισε πως είχε κηδέψει και θρηνήσει, αλλά όμως αναδευόταν στον ίδιον
του τον τάφο. Σκέφτηκε να γελάσει στην ειρωνεία, όμως ένιωσε σαν κάτι να
σπάζει στην κορυφή του κεφαλιού της και η βαρύτητα να οδηγεί ένα
μούδιασμα προς το έδαφος.

"Η ζωή μου ένα τραγούδι" από τον Ραφαήλ Παπαγερούδη (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)

(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)

Πήρα μια τελευταία ανάσα πριν ανέβω στη σκηνή... Δεν το πιστεύω ότι πέρασαν τόσα χρόνια από τότε που πάτησα για πρώτη φορά εδώ. Θέλοντας να μού φύγει το άγχος κοίταξα προσεκτικά το κοινό μήπως και δω τους γονείς μου, μήπως μου περάσει. Τότε ήταν που πρόσεξα στο κοινό τους παλιούς μου συμμαθητές από το λύκειο. Σαν ταινία πέρασε από μπροστά μου όλη μου η ζωή και τότε θυμήθηκα το λόγο που με έφερε σε αυτή τη σκηνή, το τραγούδι των γονιών μου.
Όταν ήμουν μικρή, πάντα ήμουν το κορίτσι που όλοι το κορόιδευαν επειδή ήταν διαφορετική από τους άλλους, επειδή είχε πιο σκούρο δέρμα. «Η μαμά σου θα πρέπει να αρνήθηκε την ώρα και τη στιγμή που σε γέννησε. Ίσως θα έπρεπε να σε είχαν δώσει για υιοθεσία». Όσο το θυμάμαι δακρύζω και πονάω. Καθόμουν ώρες στο δωμάτιό μου να κλαίω μη θέλοντας να δω κανέναν. Οι γονείς μου πάντα προσπαθούσαν να με καθησυχάσουν τραγουδώντας μου ένα νανούρισμα που μου έλεγαν μικρή και εγώ ξεχνώντας τον πόνο μου, τραγουδούσα μαζί τους με την όμορφη φωνή μου. Από αυτούς πήρα και το ταλέντο μου στο τραγούδι. Ήταν οι μόνοι άνθρωποι που με έκαναν να ηρεμώ και να ξεχνάω τον πόνο μου. Πάντα όμως ένα κορίτσι μου τον θύμιζε λέγοντας μου λόγια άσχημα που ακόμα τα θυμάμαι. Τόσο με πόνεσαν.... «Σιγά που είναι η Καλλιόπη καλή στο τραγούδι. Ακόμα και μια καρακάξα είναι καλύτερη στο τραγούδι από αυτήν την τιποτένια. Και σίγουρα η μαμά σου λέει ότι είσαι καλή μόνο και μόνο για να μη αρχίσεις τις κλάψες.» Αυτά τα λόγια και άλλα πολλά μού έλεγε κάθε φορά που κάποιος έλεγε ότι είμαι καλή στο τραγούδι.

18 Ιουλ 2018

"Η Κυρία Σω" από τη Μαρία Καφφέ (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)

(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)

Στις 9 και 15 ακριβώς η κυρία Σω σηκώθηκε από την πολυθρόνα της και ανέβηκε την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο υπνοδωμάτιό της. Από τότε που ο κύριος Παρ πέθανε συνήθιζε να κοιμάται αργά. Η κυρία Σω ξάπλωσε στο κρεβάτι και τότε είδε μια αλεπού με γούνα φτιαγμένη από νερό να μπαίνει από το παράθυρο. Η αλεπού στάθηκε ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι της κυρίας Σω, της συστήθηκε και της είπε ότι έχει πολύ σημαντικά νέα. Η κυρία Σω είχε ακούσει κάποτε για αυτές τις αλεπούδες. Ότα...ν ήταν μικρή η μητέρα της της είχε πει ότι αν ποτέ συναντήσει μια τέτοια αλεπού να την ακούσει προσεχτικά και να μη διαστάσει να κάνει οτιδήποτε της πει. Η κυρία Σω ρώτησε την αλεπού αν θέλει κάτι να φάει ή να πιει. Η αλεπού της είπε ότι ήταν βιαστική και ότι εξάλλου ερχόμενη προς το σπίτι της κυρίας Σω είχε βρει μια λίμνη με γιασεμιά και τα είχε πιει όλα.

"Ηλέκτρα" της Μαίρης Κάντα (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)

(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)


Η Ηλέκτρα κάθισε στην αγαπημένη της πολυθρόνα και πήρε στα χέρια της ένα βιβλίο. Ήταν το δικό της βιβλίο που εκδόθηκε πριν τρεις μήνες. Με απαλές κινήσεις άγγιξε τα ανάγλυφα γράμματα στο εξώφυλλο και διάβασε δυνατά. «Εκ προμελέτης φόνος της Ηλέκτρας Αναγνώστου». «Σπάνια γυναίκες γράφουν αστυνομικά μυθιστορήματα» της είχε πει ο εκδότης της, στη πρώτη τους συνάντηση. «Ίσως είμαι και εγώ σπάνια» του είχε απαντήσει εκείνη. Αγκάλιασε σφιχτά το βιβλίο και έκλεισε τα μάτια της.
Θυμήθηκε αμέσως την ηρωίδα του βιβλίου της, την Ειρήνη.
Μία εικοσιπεντάχρονη που ζούσε με τον σύζυγο της σε ένα πολύ μικρό χωριό της Κρήτης. «Μαύρα μεταξένια μακριά μαλλιά, μεγάλα μελαγχολικά μάτια και λευκό, δίχως ατέλειες, δέρμα που πρόδιδε τη νεαρή ηλικία της», είχε γράψει η Ηλέκτρα για την πρωταγωνίστρια. Θυμήθηκε και τον Αντώνη, τον «κακό» του βιβλίου και συγχρόνως σύζυγο της Ειρήνης. Τον είχε περιγράψει ως τον «κακό δράκο» ενός παραμυθιού. «Αλκοολικός, χαρτοπαίχτης και βίαιος με την σύζυγό του».

"Το βότανο" από τη Λένα Μαυρουδή Μούλιου (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)


(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!) 

 Σηκωνόταν από το κρεβάτι πριν ο Θεός ξημερώσει τη μέρα Του και το πρώτο της μέλημα ήταν να πάρει το πρωινό της που το αποτελούσαν μια χούφτα φάρμακα και ένα γλυκερό σιρόπι.
   Αυτό, κάθε μέρα, βρέξει χιονίσει, γιατί ήξερε ότι αν το παραμελούσε, η Κυρία Κλειώ, δεν θα έβλεπε πολλά ξημερώματα ακόμα. Που σημαίνει, χίλιες φορές καλύτερα γεμάτο το στομάχι με πικρίλα και ζωντανή η ίδια, παρά με άδειο και να βλέπει τα ραδίκια ανάποδα, μακριά από μας.
   Έτσι παρηγορούταν που αντί βαρύ γλυκό και κρητικό παξιμάδι με ελιές θρούμπες, έπινε πρώτα εκείνο το παναπαίσιο σιρόπι μια σκέτη γλυκατσούρα.
   Η κυρία Κλειώ όλα κιόλα δεν θα έκανε ποτέ την αποκοτιά της φίλης της τής Πέρσας, που έχοντας απαυδήσει η έρμη με το ‘’μη τρως τούτο, μη το άλλο,  όχι αλάτι όχι ζάχαρη, όχι κρεατικά και φάε κολοκύθια με τη ρίγανη (κυριολεκτικά και όχι σαν σχήμα λόγου), που ένα πρωί ηλιόλουστο, έκοψε (όχι ρε παιδιά τις φλέβες της) μαχαίρι τα φάρμακά της ΟΛΑ. Έκανε τον καφέ της βαρύ γλυκό και την κρεατόσουπά της με το αλατάκι της και μπόλικο πιπεράκι μια σκέτη ευωχία. Κοντολογίς απόλαυσε λίγα πρωινά και μεσημέρια λαχταριστά, μέχρι που την βρήκαν στην πολυθρόνα της να ατενίζει ανέκφραστα το άπειρο. Να το είχε μετανιώσει η Πέρσα για την επανάστασή της; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Εκείνο που ξέρουμε πάντως είναι ότι από όλες τις επαναστάσεις που κάνουμε στη ζήση μας λίγες είναι αυτές που πετυχαίνουν και μάλιστα αναίμακτα. Αλλά και πάλι χωρίς αυτές η ζωή μας δεν θα ήταν παρά μια πληκτική διαδικασία Ο άνθρωπος  είναι παράτολμο ον. Του αρέσει να ρισκάρει κυνηγώντας το όνειρό του και τα ιδανικά του.

17 Ιουλ 2018

"Ο κλόουν" της Μαίρης Κάντα (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)

(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)


«Έλα βρε Ευγενία τώρα. Αφού ξέρεις πως δεν μου αρέσουν οι Απόκριες και τα πάρτι μασκέ. Τι με θέλεις μαζί σου;» παραπονέθηκα στη κοπέλα μου. Εδώ και δύο μέρες, με παρακαλούσε να την συνοδέψω σε ένα πάρτι μασκέ που διοργάνωνε η σχολή της. Την απέφευγα όσο μπορούσα, πιστεύοντας πως θα το ξεχάσει ή πως θα πήγαινε με μία φίλη της. Μα μάταια. Πριν λίγο, μου έφερε και την στολή που έπρεπε να φορέσω. «Αν δεν έρθεις μαζί μου, τελειώσαμε» είπε και έφυγε.
Κοίταξα καλύτερα την στολή. Δεν ήταν άσχημη. Συμπαθητική θα την έλεγα. Δεν θα χώριζα, εξαιτίας ενός πάρτι. Φόρεσα την στολή του κλόουν και πήγα στο σπίτι της. Εκείνη ντύθηκε πριγκίπισσα. Λίγη ώρα αργότερα, φτάσαμε στο μέρος όπου θα γινόταν το πάρτι. Σε ένα μεγάλο παλιό διώροφο σπίτι. «Πολύ παράξενο μέρος» σκέφτηκα καθώς πλησιάζαμε στο σπίτι. Έμοιαζε εγκαταλελειμμένο. Δεν υπήρχαν φώτα στο δρόμο, ούτε άλλα σπίτια και αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή, άκουσα βήματα πίσω μου. Έστρεψα γρήγορα το κεφάλι να δω, μα δεν υπήρχε κανένας.

"Λευκή Αυτοχειρία" από τον Αντώνη Ευθυμίου (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)

(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)


Είναι σούρουπο. Ο ήλιος ετοιμάζεται να κουρνιάσει στον κόρφο του ορίζοντα και τ’ άστρα να σελαγίσουν στο μολυβένιο ουρανό. Η μέρα θ’ απαρνηθεί για λίγες ώρες μόνο το φως κι η νύχτα θα έρθει αθόρυβα, σχεδόν ακροποδητί, να την διαδεχθεί. Εγώ κάθομαι στο δερμάτινο καναπέ ασάλευτος, φοβούμενος ότι και μια σύσπαση του προσώπου μου μπορεί να με αναστατώσει. Η μυρωδιά από το σανταλόξυλο μεθά τις αισθήσεις μου και σαϊτεύει τις απόκρυφες επιθυμίες μου. Το βλέμμα μου είχε γαντζωθεί στη στιλπνή επιφάνεια του όπλου, που κείτεται πάνω στο δρύινο τραπεζάκι του σαλονιού. Ο λογισμός μου σεργιανίζει στα πιο επικίνδυνα λιθόστρωτα του νου. Τι είναι άραγε ο θάνατος; Μια ατελεύτητη στιγμή ή μια παρατεταμένη άρνηση της παρουσίας; Κάποιοι υποστηρίζουν πως είναι η απόλυτη λύτρωση κι άλλοι η ύστατη λύση ενός ριψάσπιδος, που δείλιασε στη μάχη της επιβίωσης. Το σίγουρο είναι ότι λίγο πριν ξεψυχήσει ο άνθρωπος γαληνεύει κι η θωριά του θυμίζει νεογέννητο μωρό.
Ο Θεός μου εμπιστεύτηκε το άρμα της ζωής, μα σαν τον Φαέθοντα κι εγώ δε στάθηκα αντάξιος της εμπιστοσύνης του. Νόμιζα πως ήμουν Ίκαρος κι ότι μπορούσα να φτάσω ψηλά, κι ας ήμουν ένας άπτερος θνητός. Είχα χρίσει το ένστικτό μου σηματωρό στις τρικυμίες, αλλά ξέχασα πως εγώ ήμουν ο καπετάνιος. Πάσχιζα να ονοματίσω τις αδυναμίες μου, τους φόβους μου, τα συναισθήματά μου, ενώ αρκούσε να δώσω συνείδηση στη μοναξιά μου.

"Παντού Ξένος" από τη Χριστίνα Γκούμα (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)

(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)


Καιρό τώρα ο Σαρίμ ήξερε την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα του. Εμφύλιος, μια λέξη αμέτρητος πόνος, και υποτιθέμενοι ξένοι σωτήρες. Στην πόλη του ήταν ήσυχα μέχρι χθες. Νωρίς το πρωί χτυπήθηκε το νοσοκομείο. Πανικός, εκατοντάδες νεκροί. Οι γονείς του παίρνουν ότι μπορούν από το σπίτι και φεύγουνε. Στους δρόμους αναστάτωση, όλοι τρέχουνε. Η μητέρα του κρατάει στην αγκαλιά της την αδερφή του μόλις δύο ετών. Βλέπει τους ανθρώπους γύρω του πανικόβλητους να προσπαθούν να φύγουν για πού κανείς δεν ξέρει.
Έξω από την πόλη βλέπει τον πατέρα του να μιλάει με κάποιον, μετά από λίγο του δίνει χρήματα και τους λέει να μπουν πίσω στο φορτηγό. Καθώς ανοίγει την πόρτα βλέπει και άλλους στοιβαγμένους ανθρώπους άλλους ανέκφραστους, άλλους τρομοκρατημένους, άλλους να κλαίνε. Κρατάει σφιχτά το χέρι του πατέρα του και κολλάει δίπλα του.

16 Ιουλ 2018

Αποτελέσματα 6ου Διαγωνισμού Ελεύθερης Γραφής - Ποιήματα

Μετά από 2 εβδομάδες κατά τη διάρκεια των οποίων τα 10 καλύτερα ποιήματα (κατά τη γνώμη της κριτικής μας επιτροπής) τέθηκαν στην κρίση του αναγνωστικού κοινού, έχουμε τα 3 ποιήματα που κέρδισαν στον διαγωνισμό μας και αναδείχθηκαν ως τα αγαπημένα σας. Πάνω από 1.200 ψήφοι συνολικά αποτελούν ένα ικανοποιητικό δείγμα ώστε να θεωρήσουμε αντιπροσωπευτικό το αποτέλεσμα.

Για να μην επιτείνουμε όμως άλλο την αγωνία, ιδού η τελική κατάταξη των ποιημάτων μας και φυσικά οι 3 νικητές μας...

12 Ιουλ 2018

"Φτηνή ηδονή για ένα ποτό ακόμα" από τη Σοφία Κραββαρίτη


Με λένε Συλβί. Είμαι όμορφη, θελκτική, έχω πάθος και όνειρα. Με λένε Αγγέλα. Έχω κι εγώ πάθος και όνειρα. Δεν ξέρω αν είμαι όμορφη, οι άλλοι πάντως αυτό λένε. Επίσης είμαι σοβαρή. Είμαι η Δωροθέα. Είμαι κουλτουριάρα, σιχαίνομαι οτιδήποτε λαϊκό και είμαι σνομπ. Και το χαίρομαι. Εδώ Αλεξάνδρα. Είμαι μια ντίβα. Απλά. Αφροδίτη, θεά του έρωτα. Το λέει και το όνομά μου. Οι άντρες τρελαίνονται για μένα. Ένα μου νεύμα και τους έχω κατευθείαν στο κρεβάτι μου. Είμαι η Μάρτζορι και δεν έχω ταμπού, ούτε αναστολές. Αναστατώνω τους άντρες με ένα κούνημα των γοφών και μόνο. Οι γυναίκες με μισούν. Με λένε Κλαρίσα και είμαι εξωτική. Είμαι η κρυφή φαντασίωση των αρσενικών. Δε μου αντιστέκεται ποτέ κανείς. Κυνηγάω το χρήμα και θα το κατακτήσω. Είμαι η Ντιάνα. Λίγο ντροπαλή και συνεσταλμένη. Έτσι νομίζεις τουλάχιστον. Ώσπου να καταλάβεις ποια πραγματικά είμαι, θα είναι πολύ αργά. Με λένε Κατερίνα. Έχω αξίες και ιδανικά. Έχω;
Είμαι όλα τα παραπάνω μαζί. Ίσως πάλι και τίποτα από αυτά. Μπορεί να 'μαι συνηθισμένη, ίσως ξεχωριστή, μπορεί ιδιαίτερη, ερωτική, σαγηνευτική, μάνα, σύντροφος, ίσως μοντέρνα, ίσως συντηρητική. Μπορεί να είμαι σοβαρή, μπορεί όμως και σοβαροφανής. Επίσης, έχω πολλά ονόματα ακόμα. Όμορφα, άσχημα, σεμνά, πρόστυχα, αληθινά, ψεύτικα.

9 Ιουλ 2018

"Ερωτευμένες πόρνες", το νέο βιβλίο της Μαίρης Τσίλη....Η "ιστορία" πίσω από την ιστορία

Είναι σίγουρο ότι πολλοί θα διαβάσουν το νέο βιβλίο από τη Μαίρη Τσίλη με τίτλο "Ερωτευμένες Πόρνες"...αλλά πόσοι θα γνωρίζουν πως προέκυψε η ιστορία τους;  Σε ένα τόσο έντονο και συναισθηματικά φορτισμένο βιβλίο, μερικές φορές η γνώση του background (που λένε και οι φίλοι μας οι Άγγλοι) το τοποθετεί σε άλλα πλαίσια και βοηθάει τον αναγνώστη να εμβαθύνει στα ουσιαστικά του νοήματα. Η Μαίρη Τσίλη μας κάνει την τιμή να μοιραστεί μαζί μας αυτό το παρασκήνιο και γι' αυτό την ευχαριστούμε ιδιαιτέρως!! Εν αναμονή λοιπόν του βιβλίου, ας δούμε πως προέκυψε όπως το περιγράφει η ίδια...


6 Ιουλ 2018

"Νυχτερινές Σκέψεις" από τον Βαγγέλη Κομψέλη


Απομακρύνθηκα απόψε από τα φώτα και τις ανθρώπινες υπάρξεις. Κλείστηκα στο δωμάτιο με μόνη συντροφιά τον καπνό μου και ένα μπουκάλι ουίσκι. Έτσι το ήθελα. Σκέτο. Δίχως πάγο, δίχως ποτήρι. Σκέτο σαν τη ζωή μου, σκέτο σαν την απελπισία. Απευθείας απ’ το μπουκάλι, έτσι όπως μόνο όσοι έχουν μαγκιά και ψυχή, αντέχουν να το κάνουν.
Κάθομαι κάτω. Δεν τις θέλω απόψε τις ανέσεις. Μια γωνία στο πάτωμα, φιλοξενεί το άδειο μου σώμα. Ανάμεσα στα δάχτυλά μου σιγοκαίγεται μαζί με τον καημό μου, κι ένα τσιγάρο.  Ο καπνός του μετά από κάθε λυτρωτική τζούρα γεννά ψευδαισθήσεις, που μαζί με τις σκέψεις μου -κρυφούς συνεργούς-  έρχονται ν’ ανοίξουν τα καλά κλειδωμένα σεντούκια των αναμνήσεων. Δε με ταράζουν -πόσο περίεργο αλήθεια!- αντιθέτως, τις υποδέχομαι με γαλήνη. Οι θύμησες με κατακλύζουν κι εγώ τις παρακολουθώ αόρατος θεατής με ένα μειδίαμα στο πρόσωπό μου. Τα γέλια διαδέχονται τα δάκρυα. Χαρές, λύπες, απογοήτευση, αλλά και δικαίωση, όλα ανάμεικτα σε ένα νεφελώδες γαϊτανάκι.

4 Ιουλ 2018

"Αγάπη μέχρι Θανάτου" από τη Σοφία Κραββαρίτη


Κατευθύνθηκε προς το γραφείο του συναδέλφου του. Τον βρήκε όρθιο να σκαλίζει κάτι χαρτιά. Ο αρχιφύλακας μόλις τον είδε, του ένευσε να περάσει.
            "Έλα Μάικ, κάτσε" του είπε δείχνοντας με το χέρι του την καρέκλα.
            Ο Μάικ υπάκουσε και κάθισε με προβληματισμένο ύφος, αλλά ήρεμος και ατάραχος όπως πάντα. Και αυτό ήταν το μεγάλο προσόν του στη δουλειά. Η απόλυτη ηρεμία που του επέτρεπε να σκέφτεται καθαρά και να μην θολώνει η κρίση του. Το ένστικτό του, σχεδόν πάντα σωστό, τον οδηγούσε πολλές φορές στην εξιχνίαση υποθέσεων εκεί που οι άλλοι θεωρούσαν πως πέφτουν σε τοίχο. Έξυπνος, συγκρατημένος και μελετητής των καταστάσεων αλλά και των ανθρώπων, είχε κερδίσει γρήγορα την εμπιστοσύνη του διοικητή και την συμπάθεια όλων, μιας και η ευγένεια σε συνάρτηση με τον σεβασμό προς τους άλλους τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό. Ο μεγάλος ζήλος που έδειχνε τα χρόνια που βρισκόταν στο σώμα, του είχαν χαρίσει τον βαθμό του υπαστυνόμου, αν και ακόμα νέος στην ηλικία. Όχι παιδάκι βέβαια, αλλά σαφώς μικρότερος από τον σχεδόν πενηντάρη συνάδελφό του.