19 Ιουλ 2018

"Θρυμματισμένη Ψυχή" από τον Νίκο Κομπολάκη (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)


(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)

1.
          
  Ο Λάκης ήταν καινούργιος στη γειτονιά. Ήταν κοκκινωπός με λευκές τρίχες στις άκρες των ποδιών του σαν μπότες. Τον είχαν παρατήσει οι δικοί του πριν από καμιά βδομάδα. Πρέπει να τους είχε κάνει όλες τις γωνίες του σπιτιού τους άχρηστες με τα νύχια και τα ούρα του.
            Δεν πρέπει να ήταν πάνω από ενός. Δεν μιλάει και πολύ γιατί είναι ακόμα στεναχωρημένος που τον πέταξαν στο δρόμο. Φαίνεται η στεναχώρια που έχει πολύ έντονα. Οι υπόλοιποι του λέμε να ηρεμήσει και ότι είναι συχνό φαινόμενο αυτό.
            Ο Τσίκος, η Μαριλού, Η Μπάλα και η Λεύκα είναι όλα γατιά που τα παράτησαν οι δικοί τους μόλις βαρέθηκαν να μαζεύουν σπασμένα γυαλικά και μόλις φρίκαραν βλέποντας ολογρατζούνιστα χαλιά και μπράτσα καναπέδων. Εγώ και αρκετοί ακόμα γεννηθήκαμε στο δρόμο. Εμάς δεν μας νοιάζει καθόλου που τρόμε από τα σκουπίδια, που δεν βρίσκουμε εύκολα πόσιμο νερό και χώμα για να κάνουμε την ανάγκη μας.
            Ο καιρός θα περάσει, οι άνθρωποι που σε πετάνε στο δρόμο θα γίνουν μια μακρινή ανάμνηση και ο αγώνας για επιβίωση στη σκληρή ζωή του αδέσποτου μέσα στη μεγαλούπολη θα αρχίσει. Από κάποια στιγμή και μετά, η ανάμνηση και η πίκρα της εγκατάλειψης δεν θα είναι παρά κάτι θολό και απόμακρο, όπως τα αστέρια στον σκοτεινό νυχτερινό ουρανό.
            Σε όλη την παρέα αρέσει να αράζει μέσα στο πάρκο, δίπλα από τις κούνιες και να μιλάει για τις πλάκες που κάνουμε στα νέα γατιά της γειτονιάς, για τα ποντίκια που καταναλώνουμε όποτε τα βρίσκουμε σαν λαχταριστά σνακ, για τα μέρη που βρίσκουμε για «εύκολο» φαγητό από το χέρι κάποιου γεράκου που γεμίζει τη μοναξιά του με την πρόσχαρη φροντίδα σε εμάς τα αδέσποτα.
            Όποτε αράζουμε στο πάρκο, ο Λάκης κάθεται μαζί μας χωρίς να μιλάει. Απλά ακούει και ταξιδεύει πίσω, στο σπίτι που ζούσε σαν κατοικίδιο. Αραγμένος πάνω στα χόρτα που έχουν νοτίσει από τη νυχτερινή καλοκαιρινή υγρασία, παρατηρεί τον ξάστερο ουρανό, αναπολεί τα παλιά και με βλέμμα σκοτεινό και παγερό πάει εκεί που έγινε ένα αδέσποτο σαν και μας.

2.
            Ο Βασίλης, η Μαίρη και τα δυο τους αγόρια, ο Μάνος και ο Σωκράτης, είχαν μόλις μετακομίσει στη γειτονιά. Ο Βασίλης είχε επιλέξει να γυρίσει με την οικογένεια στο πατρικό του γιατί τα έσοδα που έφερνε στο σπίτι είχαν μειωθεί πολύ. Η Μαίρη δούλευε σε ένα εμπορικό με υποαπασχόληση και σε αυτόν χρωστούσαν μισθό πέντε μηνών από τη δουλειά. Τα αγόρια πήγαιναν ό Μάνος στο προνήπιο και ο Σωκράτης στην πρώτη τάξη του Δημοτικού.
            Το πατρικό ήταν διώροφο. Οι γονείς του Βασίλη έμεναν από πάνω και το ισόγειο, το νοίκιαζαν για χρόνια. Οι δουλειές του γιού και της νύφης τους ήταν κοντά μεταξύ τους, και έτσι τα παιδιά είχαν επιλέξει να μείνουν προς τα εκεί, για να γλιτώνουν από τις βενζίνες. Από τη στιγμή που πήραν την απόφαση να επιστρέψουν – η ελάφρυνση από το ενοίκιο θα υπερκάλυπτε τα επιπλέον έξοδα για βενζίνες – το ισόγειο άδειασε αμέσως και φρεσκαρίστηκε για να υποδεχτεί παιδιά και εγγόνια.
            Στο διαμέρισμα έμενε ένα ζευγάρι νιόπαντρων. Το είχαν νοικιάσει πριν κανένα χρόνο, λίγο πριν παντρευτούν. Ήταν ευτυχισμένο ζευγάρι. Παιδιά δεν είχαν ακόμα, αλλά είχαν ένα γατί. Το είχαν πάρει μόλις έπιασαν το σπίτι. Το φώναζαν Λάκη.

3.
            Ο Γιώργος και η Στεφανία, μόλις έμαθαν ότι έπρεπε να αφήσουν το σπίτι που είχαν με τόση αγάπη και μεράκι εγκαταστήσει τον έρωτα τους, απογοητεύτηκαν. Γρήγορα όμως άρχισαν να σκέφτονται τι έπρεπε να κάνουν, να ψάχνουν για νέα σπίτια και γρήγορα βρήκαν αρκετά υποψήφια για να γίνουν το νέο τους παλατάκι.
            Το μόνο πρόβλημα ήταν ο Λάκης. Είχε μάθει εκεί, σε εκείνη τη γειτονιά. Με το κοκκινωπό του τρίχωμα που κατέληγε στις άκρες των ποδιών του σε λευκές σαν μπότες  τρίχες, με το αγέρωχο του περπάτημα, την παιχνιδιάρικη και στητή ουρά του και το πολύ δυνατό του γουργουρητό, είχε γίνει μια γνώριμη και πολύ οικεία φιγούρα στη γειτονιά.
            Το ψάξιμο του ζευγαριού για σπίτι δεν άργησε να αποφέρει καρπούς. Βρήκαν ένα πολύ γουστόζικο διαμέρισμα στην άκρη της πόλης, αρκετά μακριά από τη γειτονιά τους, αλλά με μια μεγάλη αυλή, ένα μικρό κηπάκι και αρκετή ηρεμία. Αυτή τους η επιλογή θα άρεσε και στο Λάκη. Η μετάβαση θεώρησαν ότι θα είναι ομαλή, και το όποιο άγχος προκαλούσε η αλλαγή στο Λάκη, θα περιοριζόταν από τις ευκαιρίες του να έρθει πιο κοντά στη φύση, κάτι που σίγουρα μέχρι τώρα δεν μπορούσαν να του το παρέχουν στη γειτονιά που έμεναν, στο κέντρο σχεδόν της πόλης.
            Έτσι κατέληξαν σε αυτό το σπίτι. Η μετακόμιση έγινε γρήγορα. Τα βαριά έπιπλα τα πήρε μια μεταφορική εταιρεία, μια Κυριακή πρωί. Τα υπόλοιπα, ρούχα και βιβλία, λίγες γλάστρες, ταινίες και cd με μουσική, τα μετέφερε το ζευγάρι στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Ο Λάκης πήγε τελευταίος μαζί με το ζευγάρι, που τον κρατούσε αγκαλιά, όταν μπήκαν στην αυλή.

4.
            Ο καιρός περνούσε γρήγορα. Η νέα γειτονιά του Λάκη ήταν πραγματικά υπέροχη. Δεν άργησε να γίνει και σε αυτή, μια φιγούρα πολύ αναγνωρίσιμη και συμπαθητική. Ο Γιώργος και η Στεφανία είχαν αρχίσει να ονειρεύονται την οικογένεια τους να μεγαλώνει. Και αυτό δεν άργησε και πολύ να γίνει από όνειρο και ευχή, μια πραγματικότητα χειροπιαστή και ευτυχισμένη.
            Δεν είχαν περάσει ούτε δυο μήνες από τότε που έμειναν στο νέο σπίτι, και ανακάλυψαν ότι περίμεναν παιδί. Η Στεφανία ήταν έγκυος, ο Γιώργος τρελαμένος με τον εκκολαπτόμενο απόγονο και ο Λάκης ανυποψίαστος για ότι συνέβαινε.
            Περνούσε ο καιρός, η κοιλιά της Στεφανίας άρχισε να φουσκώνει, ο Λάκης να παραμελείται ελαφρώς και ο Γιώργος να αγχώνεται επαρκώς. Το σπίτι στο εσωτερικό του άρχισε να αλλάζει. Παιχνιδιάρικα χρώματα γέμισαν το ένα δωμάτιο. Ο Λάκης άρχισε να απολαμβάνει τις μοναχικές ώρες που περνούσε σε αυτό το δωμάτιο.
            Με προχωρημένη αρκετά την εγκυμοσύνη, η Στεφανία και ο Γιώργος, αποφάσισαν να πάρουν το Λάκη και να πάνε μια μικρή εκδρομούλα λίγο έξω από την πόλη. Η απόφαση τους αυτή δεν το ήξεραν τότε πόσο θα τους άλλαζε τη ζωή.

5.
            Φορτώθηκαν στο αμάξι, φαγητά, νερά, το ζευγάρι, ο γατούλης και ξεκίνησαν. Ο καιρός ήταν λίγο άστατος. Ήταν οι αρχές του Χειμώνα και οι δρόμοι είχαν μια παγωμένη γλιστερή στρώση από τις πρώτες χειμωνιάτικες νυχτερινές υγρασίες. Ο Γιώργος δεν έτρεχε. Το αντίθετο μάλιστα. Πήγαινε σχετικά αργά.
            Σε μια στροφή, λίγο έξω από την πόλη, άρχισε να ρίχνει ένα ψιλόβροχο εκνευριστικό για κάθε οδηγό. Γέμιζε αργά και βασανιστικά το παρμπρίζ με λεπτές και πυκνές σταγόνες, και η ορατότητα, είχε αρχίσει να περιορίζεται αισθητά.
            Η Στεφανία άρχισε μετά από λίγη ώρα να μην νιώθει καλά. Πονούσε χαμηλά στην κοιλιά και όσο περνούσε η ώρα, οι πόνοι που ένιωθε έρχονταν όλο και πιο συχνά. Ήταν άραγε δυνατόν να γεννήσει τώρα, σχεδόν δυο μήνες πριν από την ώρα της;
            Ο Γιώργος, αρκετά ανήσυχος, έκανε αναστροφή και πήρε το δρόμο για το νοσοκομείο. Άρχισε να τρέχει ασυναίσθητα. Λίγο το άγχος του για τη γυναίκα και το παιδί του, λίγο η σκέψη ότι ήταν μακριά από το νοσοκομείο, λίγο το απρόσμενο της κατάστασης, θόλωσαν το μυαλό του.
            Σε μια στροφή το τιμόνι δεν υπάκουσε. Άρχισε να γυρίζει σαν τρελό. Μετά από λίγο το αμάξι από τις γρήγορες παρατιμονιές, βρέθηκε να κάνει τούμπες. Σοκαριστικοί θόρυβοι θρυμματισμένων φύλλων άρχισαν να ακούγονται μέσα από το αμάξι. Όταν το αμάξι σταμάτησε σμπαραλιασμένο σε μια γωνιά, ο μόνος που βγήκε από μέσα ήταν ο Λάκης. Με μικρογρατζουνιές, γεμάτος φόβο για αυτό που είχε συμβεί μόλις, προσπάθησε να μπει ξανά στο αμάξι. Πήγε ανάμεσα από τα συντρίμμια και έκατσε δίπλα στο Γιώργο. Η ράχη του ακούμπησε στην κοιλιά της Στεφανίας και άρχισε το γουργουρητό. Μόλις κατάλαβε ότι είχαν κοιμηθεί και διαισθάνθηκε τις θρυμματισμένες τους ψυχές, έκανε το γουργουρητό του πιο δυνατό.
            Όταν ήρθαν η πυροσβεστική και τα ασθενοφόρα, έτριψε τη μουσούδα του στο σπασμένο πλευρό του Γιώργου, έγλυψε την κατακόκκινη κοιλιά της Στεφανίας και εξαφανίστηκε τρέχοντας μέσα στην πόλη.
6.
            Απόψε ο Λάκης ήταν πολύ βαρύς. Έβλεπε τα αστέρια και μελαγχολούσε. Αποφάσισα να του μιλήσω. Εκείνη την ώρα περιέγραφε η Λεύκα μια ιστορία με το κυνήγι ενός ποντικού.
«Λάκη! Μην σκοτίζεσαι άλλο. Τα αφεντικά έτσι είναι! Πολλοί άνθρωποι μας θέλουν μόνο όταν είμαστε μικροί και χαριτωμένοι. Μετά μας πετάνε!»
            Ο Λάκης γύρισε, με κοίταξε για λίγο και μετά ξαναγύρισε στους συλλογισμούς του και την παρατήρηση των άστρων.
«Ξέρεις τι θόρυβο κάνει μια θρυμματισμένη ψυχή;»
            Δεν κατάλαβα τι εννοούσε με αυτό που είπε. Δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Μετά από λίγο, αφού η σιωπή μου γέμισε το κενό ανάμεσα μας, μου απάντησε.
«Εγώ ξέρω!»
Γύρισε με κοίταξε και μετά ανεβάσαμε και οι δυο το βλέμμα μας στον ουρανό. Η βραδιά ήταν γλυκιά. Γλυκιά και ξάστερη.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου