17 Ιουλ 2018

"Ο κλόουν" της Μαίρης Κάντα (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)

(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)


«Έλα βρε Ευγενία τώρα. Αφού ξέρεις πως δεν μου αρέσουν οι Απόκριες και τα πάρτι μασκέ. Τι με θέλεις μαζί σου;» παραπονέθηκα στη κοπέλα μου. Εδώ και δύο μέρες, με παρακαλούσε να την συνοδέψω σε ένα πάρτι μασκέ που διοργάνωνε η σχολή της. Την απέφευγα όσο μπορούσα, πιστεύοντας πως θα το ξεχάσει ή πως θα πήγαινε με μία φίλη της. Μα μάταια. Πριν λίγο, μου έφερε και την στολή που έπρεπε να φορέσω. «Αν δεν έρθεις μαζί μου, τελειώσαμε» είπε και έφυγε.
Κοίταξα καλύτερα την στολή. Δεν ήταν άσχημη. Συμπαθητική θα την έλεγα. Δεν θα χώριζα, εξαιτίας ενός πάρτι. Φόρεσα την στολή του κλόουν και πήγα στο σπίτι της. Εκείνη ντύθηκε πριγκίπισσα. Λίγη ώρα αργότερα, φτάσαμε στο μέρος όπου θα γινόταν το πάρτι. Σε ένα μεγάλο παλιό διώροφο σπίτι. «Πολύ παράξενο μέρος» σκέφτηκα καθώς πλησιάζαμε στο σπίτι. Έμοιαζε εγκαταλελειμμένο. Δεν υπήρχαν φώτα στο δρόμο, ούτε άλλα σπίτια και αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή, άκουσα βήματα πίσω μου. Έστρεψα γρήγορα το κεφάλι να δω, μα δεν υπήρχε κανένας.
«Τι συνέβη;» με ρώτησε απορημένη η Ευγενία. «Είσαι σίγουρη πως εδώ γίνεται το πάρτι; Αφού δεν υπάρχει κόσμος, ούτε φώτα μέσα στο σπίτι» της είπα. Κοντοστάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα, με κοίταξε και είπε: «Δεν βλέπεις πόσα άτομα υπάρχουν έξω; Αναρωτιέμαι αν θα μπορέσουμε να μπούμε μέσα, λόγω του κόσμου.» Τα έχασα. Έτριψα με τα χέρια μου, τα μάτια μου. Συνέχισα να μη βλέπω κανένα άνθρωπο. Νόμιζα πως είχα τυφλωθεί. Πως όλη αυτή η μπογιά που είχα βάλει στο πρόσωπό μου για να παριστάνω το κλόουν, μου έκανε κακό. Μα όχι, δεν μπορεί. Έβλεπα την Ευγενία, πολύ καθαρά. «Μήπως αστειεύεται;» αναρωτήθηκα.
Πριν προλάβω να την ρωτήσω, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια του σπιτιού. Ξαφνικά η Ευγενία, χαμογέλασε και ζήτησε από κάποιον να την συγχωρέσει. «Δεν είναι δυνατόν» μονολόγησα. Ίσως πιο δυνατά από ό,τι έπρεπε, καθώς με άκουσε η Ευγενία. «Τι δεν είναι δυνατόν;» με ρώτησε. «Ευγενία», προσπάθησα να φανώ ψύχραιμος «από ποιον ζήτησες συγγνώμη;» την ρώτησα. «Πες μου τώρα πως ζηλεύεις» αποκρίθηκε εκείνη «Δεν θα ζητούσα συγγνώμη από τον νεαρό που έπεσα πάνω του;». Ήμουν έτοιμος να καταρρεύσω. Η Ευγενία έβλεπε ανθρώπους που δεν υπήρχαν. Ή εγώ δεν έβλεπα ανθρώπους που υπήρχαν…
Προχωρήσαμε στο εσωτερικό του σπιτιού. Βρεθήκαμε σε ένα μεγάλο σαλόνι. Το ταβάνι ήταν πολύ ψηλό. Τα έπιπλα ήταν πολύ παλιά. Ήταν σκεπασμένα με λευκά σεντόνια. Στους τοίχους υπήρχαν μεγάλοι σκαλιστοί πίνακες με διάφορα τοπία. Ένας πίνακας μου κίνησε την περιέργεια και πλησίασα να τον δω καλύτερα. Σε αυτόν, υπήρχαν έξι μικρά αγόρια. Φορούσαν όλα ίδια ρούχα. Μαύρο παντελόνι, γαλάζιο πουκάμισο και μαύρη καζάκα. Όλα είχαν περίπου την ίδια ηλικία. «Ίσως ήταν συμμαθητές» σκέφτηκα και έκανα ένα βήμα πίσω. Τρόμαξα όταν κοίταξα τα μάτια τους. Έμοιαζαν τόσο ζωντανά τα παιδιά, σαν να παρακολουθούσαν κάθε κίνησή μου.
Ξαφνικά άκουσα κάποιον από πίσω μου  να φωνάζει «Εσύ…». Γύρισα αμέσως μα δεν είδα κανέναν. Μόνο την Ευγενία πρόσεξα λίγα μέτρα πιο πέρα. Κρατούσε ένα ποτήρι κρασί στα χέρια της. Πού το βρήκε; Έφτασα δίπλα της, όταν άκουσα ξανά κάποιον να φωνάζει «Εσύ είσαι…». Προσπάθησα να αγνοήσω την φωνή που άκουγα. «Θα πάω στη τουαλέτα για λίγο», είπα στην Ευγενία. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Κατευθύνθηκα στη πόρτα που έγραφε “WC”.
Μπήκα μέσα και έριξα πολύ νερό στο πρόσωπο μου. Η άσπρη μπογιά από το πρόσωπό μου, δεν έφευγε με το νερό, όσο και αν προσπαθούσα. Τι μου συνέβαινε; Ήμουν ντυμένος κλόουν σε ένα πάρτι χωρίς καλεσμένους. «Και αυτή η φωνή…» αναρωτήθηκα «ποιος ήταν;». «Εγώ» απάντησε κάποιος και τον είδα από τον καθρέφτη του μπάνιου. Ήταν… Ήταν ένα από τα μικρά αγόρια του πίνακα. «Θεέ μου, τρελαίνομαι» σκέφτηκα και έπιασα με τα δύο μου χέρια το κεφάλι. «Εσύ με σκότωσες…» συνέχισε το αγόρι να μιλάει. Η φωνή του ήταν ανατριχιαστική, υπόκωφη. «Ποιος…είσαι;» ψέλλισα. Δεν μου απάντησε. Συνέχισε να με πλησιάζει. Φοβήθηκα τόσο πολύ. Έτρεξα και βγήκα έξω από την τουαλέτα.
Στο διάδρομο, νόμιζα πως θα ήμουν ασφαλής. Έκανα λάθος. Με περίμεναν τα έξι μικρά αγόρια από το πίνακα. Με έδειχναν με το δάχτυλό τους. «Εσύ μας σκότωσες» έλεγαν συνέχεια. Δεν ήξερα τι γινόταν. Ποια ήταν αυτά τα παιδιά; Τι ήθελαν από μένα; Γιατί φώναζαν πως τους είχα σκοτώσει; Έψαξα να βρω την Ευγενία. Μα δεν μπορούσα. Ξαφνικά δεν έβλεπα τίποτα. Απόλυτο σκοτάδι. Και τα παιδιά με πλησίαζαν. Άκουγα τα βήματά τους. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά. «Βοήθειαααα….» φώναξα.
Λίγα λεπτά αργότερα, ένοιωσα να με ακουμπά κάποιος. «Ήρθε το τέλος μου» σκέφτηκα. «Είσαι καλά;» άκουσα την γνώριμη φωνή της Ευγενίας και άνοιξα τα μάτια μου. Βρισκόμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου. Δίπλα μου ήταν η Ευγενία. Φορούσα πυτζάμες. «Δεν το πιστεύω» αναφώνησα «ήταν ένα φριχτό όνειρο» και αγκάλιασα την Ευγενία. Ήθελα να νοιώσω για λίγο ασφαλής. Η Ευγενία σηκώθηκε από το κρεβάτι και άνοιξε την ντουλάπα. «Αυτή τη στολή θα φορέσεις απόψε» μου είπε και άφησε στο κρεβάτι μία στολή κλόουν. «Πού θα πάμε;» την ρώτησα ανήσυχος, μόλις είδα την στολή κλόουν. «Μου το υποσχέθηκες. Στο πάρτι που θα γίνει στην οδό Αγίων Πάντων 13» είπε και με φίλησε.
Δεν της είπα τίποτα. Σηκώθηκα και πήγα στο γραφείο μου. Πληκτρολόγησα στο laptop την οδό που μου είπε η Ευγενία και την λέξη «κλόουν». Χλόμιασα, όταν διάβασα το τίτλο ενός άρθρου: «Δολοφόνος ντυμένος κλόουν, σκότωσε έξι ορφανά αγόρια στο ορφανοτροφείο «Κλάους» στην οδό Αγίων Πάντων 13». Η δολοφονία των αγοριών είχε γίνει το 1976. Το ορφανοτροφείο έκλεισε μετά από αυτή την δολοφονία. Στο άρθρο υπήρχαν και οι φωτογραφίες των έξι θυμάτων. Ήταν τα παιδιά που είχα δει στο σπίτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου