17 Ιουλ 2018

"Παντού Ξένος" από τη Χριστίνα Γκούμα (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)

(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)


Καιρό τώρα ο Σαρίμ ήξερε την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα του. Εμφύλιος, μια λέξη αμέτρητος πόνος, και υποτιθέμενοι ξένοι σωτήρες. Στην πόλη του ήταν ήσυχα μέχρι χθες. Νωρίς το πρωί χτυπήθηκε το νοσοκομείο. Πανικός, εκατοντάδες νεκροί. Οι γονείς του παίρνουν ότι μπορούν από το σπίτι και φεύγουνε. Στους δρόμους αναστάτωση, όλοι τρέχουνε. Η μητέρα του κρατάει στην αγκαλιά της την αδερφή του μόλις δύο ετών. Βλέπει τους ανθρώπους γύρω του πανικόβλητους να προσπαθούν να φύγουν για πού κανείς δεν ξέρει.
Έξω από την πόλη βλέπει τον πατέρα του να μιλάει με κάποιον, μετά από λίγο του δίνει χρήματα και τους λέει να μπουν πίσω στο φορτηγό. Καθώς ανοίγει την πόρτα βλέπει και άλλους στοιβαγμένους ανθρώπους άλλους ανέκφραστους, άλλους τρομοκρατημένους, άλλους να κλαίνε. Κρατάει σφιχτά το χέρι του πατέρα του και κολλάει δίπλα του.
Μετά από αρκετές ώρες ταξίδι τους κατεβάζουν όλους σε μια παραλία. Εκεί υπάρχει μια βάρκα, του φαίνεται μικρή για τόσα άτομα. Βλέπει τον πατέρα του να δίνει και άλλα χρήματα. Τους στοιβάζουν στην βάρκα και ξεκινάνε. Έχει βραδιάσει, έχει κρύο τα κύματα χτυπάνε τη βάρκα. Μετά από κάμποση ώρα εμφανίζεται ένα ταχύπλοο. Ο οδηγός της βάρκας τους πηδάει σε αυτό και εξαφανίζεται παρά τις διαμαρτυρίες όλων. Έχουν μείνει στη μέση του πουθενά, ακυβέρνητοι, τα κύματα τους πηγαίνουν πέρα-δώθε. Επικρατεί πανικός, τα παιδιά κλαίνε. Και ξαφνικά σιγή. Ο Σαρίμ νιώθει ένα ρίγος να διαπερνάει το σώμα του, δεν κρατάει πια το χέρι του πατέρα του. Μέσα στο νερό προσπαθεί να επιβιώσει, βγαίνει στην επιφάνεια, δεν βλέπει πουθενά την οικογένεια του. Τόσοι άνθρωποι ήταν στην βάρκα και τώρα ούτε οι μισοί δεν βρίσκονται γύρω του προσπαθώντας να μείνουν στην επιφάνεια.
Μετά από λίγη ώρα νιώθει κάποιον να τον πιάνει και να τον τραβάει έξω από το νερό. Βρίσκεται μέσα σε ένα σκάφος, το πλήρωμα τον φροντίζει και του μιλάνε. Δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα. Κοιτάζει τριγύρω του ψάχνοντας τους γονείς του και την αδερφούλα του, δεν τους βρίσκει.
Δάκρυα αρχίζουν να τρέχουν από τα μάτια του και σκέφτεται «Γιατί συμβαίνει αυτό; Δεν είναι αυτή η ζωή που ονειρεύτηκα».
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου