19 Ιουλ 2018

"Η ιστορία της Βίτκε" από τη Μαρία Αγγελική Καρμίρη (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)

(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)




Τα πόδια της ήταν βαριά κι ανέβηκαν με δυσκολία τα ξύλινα σκαλιά. Είχε
αργήσει, έπρεπε να είχε φτάσει συντομότερα και φοβόταν πως ο χρόνος θα
την προλάβαινε. Το ανελέητο χτύπημα της γνώριμης μυρωδιάς την έσπρωξε
λίγα βήματα πίσω, αναγκάζοντάς τη να πιαστεί από την κάσα της πόρτας για
να στηριχτεί. Η αναπνοή τής είχε κολλήσει στον λαιμό και της έκλεψε
κάμποσα λεπτά από όσα είχε σ’ εκείνο το δωμάτιο. Έσφιξε τις γροθιές της και
πίεσε το μυαλό της ν’ αδειάσει, να αδρανοποιήσει κάθε αισθητήρα που
συνέδεε τη μυρωδιά με οτιδήποτε που δεν έπρεπε ακόμα να σκεφτεί.
Πίεσε τα μάτια της να αγνοήσουν τον χώρο τριγύρω και να
αγκιστρωθούν στα ανοιχτά παραθυρόφυλλα. Τα πλέον τρεμάμενα πόδια της
υπάκουσαν και πάλι. Ο ήλιος έπεσε ζεστός στο πρόσωπο, το στέρνο και τους
ώμους της και τον άφησε να της κλείσει τα μάτια για λίγα δεύτερα. Η μυρωδιά
των λουλουδιών γέμισε τα ρουθούνια και το μυαλό της. Τα κελαηδίσματα κι οι
αχνές ομιλίες από το μονοπάτι γαργάλισαν τ’ αυτιά της. Τα δάχτυλά της
έσμιξαν και τρίφτηκαν μεταξύ τους, νιώθοντας την ελαφριά υγρασία του αέρα.
Κάτι μέσα της άρχισε ν’ ανασταίνεται, κάτι που για μέρες είχε πεθάνει, κάτι
που νόμισε πως είχε κηδέψει και θρηνήσει, αλλά όμως αναδευόταν στον ίδιον
του τον τάφο. Σκέφτηκε να γελάσει στην ειρωνεία, όμως ένιωσε σαν κάτι να
σπάζει στην κορυφή του κεφαλιού της και η βαρύτητα να οδηγεί ένα
μούδιασμα προς το έδαφος.

Τα βλέφαρά της άνοιξαν γρήγορα κι άφησε το βλέμμα της να
επιβεβαιώσει τα λόγια του παππού της που τόσες μέρες συνέθετε τη μουσική
στις σκέψεις της, ανακουφίζοντας την απόφασή της. «Προσπάθησε να
φροντίζεις πάντα για τη γη μας, μικρή μου Βίτκε». Η γη που απλωνόταν κάτω
από το παράθυρο μέχρι κι εκεί που ενωνόταν ο ορίζοντας με τον ουρανό ήταν
νεογνό, που όμως θα κατάφερνε να επιβιώσει, να μεγαλώσει και να σταθεί
εκεί που παλιά δέσποζε.
Τα πανύψηλα δέντρα με τους φρέσκους καρπούς στα βουνά και στην
κοιλάδα, που γιόρταζαν μαζί τους τις νύχτες με τα τραγούδια της φυλής, θα
ψήλωναν ξανά. Τα ήμερα ζώα που είχαν μάθει να ζουν μαζί τους και να
αλληλοβοηθούνται για την επιβίωσή τους, θα πλήθαιναν και πάλι και θα τους
εμπιστεύονταν από την αρχή. Οι πρασινωποί λόφοι με τα μιλιούνια των
λουλουδιών, ο καταρράκτης με τα κρυστάλλινα νερά και το τριγύρω γόνιμο
έδαφος θα υγιαίνονταν και θα τους στήριζαν με ομορφιά και προσφορά όπως
πάντα στο παρελθόν. Κι η Βίτκε είχε βάλει ό,τι της είχε απομείνει, ώστε να
αναγεννηθεί η Γκίλα από τις στάχτες της κι όσοι απέμειναν να είχαν μέλλον
εκεί.
Οι Χαμντανούτ με την τεχνολογία και τα όπλα τους είχαν επιτέλους
εκδιωχθεί ηττημένοι και λίγο πιο αποδεκατισμένοι από εκείνους. Το βράδυ
που οι στριγκλιές και τα ουρλιαχτά την ξύπνησαν από τον ξέγνοιαστο και
τελευταίο παιδικό της ύπνο ήταν και η νύχτα που σταμάτησε να είναι έφηβη,
που σταμάτησε να είναι παιδί. Οι αηδιαστικοί δαίμονες με τα ρόπαλα που
έβγαζαν επίπονες σπίθες και τα ξίφη που έσταζαν δηλητήριο ήταν τόσο
βιασμένοι συναισθηματικά που προτίμησαν να τους επιτεθούν ύπουλα, την
ώρα της ξεκούρασης, την ώρα που ήταν πιο ευάλωτοι.
Ο αρχηγός τους ήθελε να διαλύσει τη συλλογικότητα της γης και της
φυλής τους, να πάρει ό,τι ήταν δικό τους εδώ και γενιές, μονάχα για να
ικανοποιήσει τη βίαιη απληστία του είδους του. Η Βίτκε θυμήθηκε εικόνες με
φωτιές να γλείφουν τις καλύβες και να γραπώνουν λυσσασμένα τα δέντρα, με
παιδιά να τρέχουν πανικόβλητα κλαίγοντας, με άντρες και γυναίκες να
επιτίθενται με δόντια και με νύχια για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους.
Καπνός, κραυγές, δάκρυα και πολύς θάνατος. Ζοφερός, αποπνικτικός,
αποκρουστικός, άσπλαχνος, όπως κι εκείνοι που τον έσπερναν.
Η Βίτκε έτρεχε, ψάχνοντας απεγνωσμένα τα αδέλφια της και κάποιο
εργαλείο, ώστε να μπορέσει να προστατευθεί. Βρήκε τα δίδυμα να
σπαράζουν, τρέμοντας από φόβο, καθώς ένας ψηλός Χαμντανούτ
ευθυγράμμιζε το όπλο του με τους κροτάφους τους. Το επόμενο που ήξερε
ήταν πως έσκιζε τη σάρκα του, χτύπαγε, χτύπαγε, χτύπαγε κι άνοιγε το κρανίο
του στον κορμό ενός δέντρου, έπαιρνε τα μικρά κι έτρεχε προς το καταφύγιο
στη θάλασσα.
Τ’ αδέλφια της θα ήταν ασφαλή κι εκείνα ήταν τα μόνα που της έδιναν
δύναμη να μάχεται, να βγαίνει ζωντανή από τις φλόγες και να παλεύει. Να
αντέχει τα άδεια κορμιά γύρω της και το άδειασμα όσων ήξερε και νοιαζόταν
μπρος στα μάτια της, να αντέχει το άγριο σκίσιμο της καρδιάς της και την
πληθώρα σε οδύνη. Να υπομένει τα βασανιστήρια και την κόλαση που είχε
εκρηχθεί στο σπίτι της. Οι γονείς της είχαν πεθάνει πολλά χρόνια πριν. Η
μόνη της οικογένεια ήταν ο Ανσσίλ και η Μπερούρα. Για εκείνους θα
ελευθέρωνε την Γκίλα, για εκείνους έσκιζε, κάρφωνε, έσφαζε, σκότωνε. Στην
αρχή τουλάχιστον. Οι μέρες έγιναν βδομάδες, οι βδομάδες μήνες και ο
αμυντικός τους πόλεμος δεν τελείωνε.
Κάποιο βράδυ, έτρεξε κρυφά μέσα στον ζόφο να επισκεφτεί τα δίδυμα,
να τα σφίξει στην αγκαλιά της και να τους πει πως τα λάτρευε και πως δε θα
τα παρατούσε μέχρι να ήταν ξανά ασφαλή. Η πόρτα του καταφυγίου ήταν
ανοιχτή και σκοτάδι βάραινε τη σαν στοιχειωμένη ατμόσφαιρα. Δεκάδες
άψυχα, κατασφαγιασμένα, μικρά κορμιά έπλεαν σε μια θάλασσα απόγνωσης,
σκοτεινιάς και θανάτου. Το ζώο μέσα της πήρε τον έλεγχο και έπειτα από
αυτό δε θυμόταν πολλά. Μόνο πως ούρλιαζε τρέχοντας, πως φώναζε
δολοφονώντας. Σε λίγες μέρες ο πόλεμος είχε λήξει. Οργισμένη η φυλή από
τη σκληρότητα και τη βαρβαρότητα των Χαμντανούτ, τρελαμένη, οδηγούμενη
από τη θλίψη των απωλειών, γέμισε δυνάμεις που ίσως να αποκαλούνταν και
υπεράνθρωπες. Το μόνο που είχε πια απομείνει ήταν πένθος.
«Πάλεψε να βρεις τη φιλία κι η ψυχή σου θα γεμίσει». Τα λόγια του
παππού ήρθαν στη μνήμη της και μαζί ένας τυφώνας αναμνήσεων· καταχνιά,
φόβος, ένα χέρι στον ώμο να της δίνει θάρρος. Ιδρώτας, πάλη, απόγνωση,
ένα ξίφος να τη σώζει. Κλάμα, απελπισία, μια ζεστή αγκαλιά κουράγιου.
Πόνος, παραίτηση, αγωνία, ένα μικρό χαμόγελο που τα έκανε όλα να
εξαφανιστούν. Είχε κάνει πραγματικούς φίλους, συντρόφους στα δύσκολα,
ανθρώπους που νοιάζονταν για εκείνη κι εκείνη για αυτούς, που θα έδιναν και
τη ζωή τους ο ένας για τον άλλον. Και αυτό έκαναν. Οι απώλειες ήταν
τρομερές· το πορφυρό των μαλλιών της Ντίκλα, τα καταπράσινα μάτια του
Χοράμ, το πλατύ χαμόγελο του Τζβι, η χαριτωμένη έκφραση της Σσλόμιτ.
Τόσα που δε θα αντίκριζε ποτέ ξανά. Τόσα που την ξέσκιζαν, τη χτυπούσαν
στο στομάχι με δύναμη και αγανάκτηση και αηδιαστική ζωντάνια και την
άφηναν ρημαγμένη και ξέπνοη.
Κατάπιε με δυσκολία τον κόμπο, που είχε σκαρφαλώσει στον οισοφάγο
της κι έκανε τα μάτια της να γεμίσουν. Στράφηκε στο σκονισμένο δωμάτιο,
χωρίς να ρίξει άλλη ματιά έξω. Είχε να μπει σε εκείνον τον χώρο πολύ καιρό
και, τώρα, οι αναμνήσεις βροντούσαν με μανία τις πόρτες του μυαλού της.
Όμως δε τις άφησε να ξεχυθούν ακόμα. Τα πόδια της απειλούσαν πως θα την
πρόδιδαν και πήγε στο μεγάλο κρεβάτι όσο γρήγορα μπορούσε. Τράβηξε τα
παπλώματα και χώθηκε από κάτω, νιώθοντας ό,τι είχε αναστηθεί να πεθαίνει
ξανά. Χαμογέλασε στιγμιαία που δεν είχε κάνει λάθος. Δε μετάνιωνε. Βύθισε
το πρόσωπό της στο μαξιλάρι και άφησε τη μυρωδιά που είχε μείνει εκεί να
ξεκλειδώσει την πόρτα.
«Φρόντισε τουλάχιστον μία φορά να βρεις τον αληθινό έρωτα και τη

ρομαντική αγάπη, Βίτκε». Δυο μελιά μάτια εμφανίστηκαν στη φαντασία της,
μια ίσια μύτη, δυο μικρά, σαρκώδη χείλια και έντονες γωνίες προσώπου. Ο
Κιμπτζαΐμ. Η καρδιά της ούρλιαξε. Ο Κιμπτζαΐμ, ο καλύτερός της φίλος, ο
σπουδαιότερος μαχητής και σύντροφος που είχε ποτέ, ο έρωτας της ζωής
της. Είχε ηρεμήσει το κτήνος μέσα της μετά τον μεγάλο χαμό, την είχε κάνει να
εμπιστευτεί ξανά και να αγαπήσει, χωρίς να φοβάται το τέλος. Αυτό ήταν το
μεγαλύτερο λάθος του και αυτό που δε θα του συγχωρούσε ποτέ, γιατί ήταν
ψεύτης, ένας άθλιος, ένας προδότης. Την είχε κοροϊδέψει, την είχε
εξαπατήσει. Της είχε πει πως ποτέ δε θα την άφηνε, πως πάντα θα ήταν
δίπλα της να την προσέχει και να την αγαπά. Όμως είχε φύγει. Την είχε
αφήσει μόνη. Δε θα του το συγχωρούσε ποτέ.
Της είχε δώσει ένα φιλί. Μια εναπομένουσα ομάδα Χαμντανούτ. Το
δάσος. Κι ο Κιμπτζαΐμ έπεσε. Όταν έφεραν το άψυχο σώμα του άλλου της
μισού, τα μάτια του δεν έλαμπαν και η κούκλα μπροστά της δεν ήταν ο
άνθρωπός της πια. Δεν ήξερε ποιος ήταν, αλλά σίγουρα όχι αυτός. Ο πόνος
ήταν δολοφονικός, η έλλειψη αβάσταχτη και δεν άντεχε το μαχαίρι στο
στομάχι που δεν έπαυε να στρίβει, δεν άντεχε το κενό στον θώρακα, τις
ανελέητες αναμνήσεις, την καταραμένη απώλεια, την ελεεινή, την ξεδιάντροπη
που δεν σταματούσε ποτέ να κλαίει και να στριγκλίζει στο κεφάλι της.
Γι’ αυτό δε μετάνιωνε για το οξύ που καψάλιζε τα σπλάχνα της. Γιατί θα
έπαιρνε τη δυστυχία μια για πάντα. Δεν ήταν δειλή ούτε αχάριστη· απλά είχε
πάψει να αναπνέει. Δεν ήθελε να ζει αν δεν υπήρχε λόγος ν’ αναπνέει. Το
στόμα της στέγνωσε, τα μέλη της παρέλυσαν, το μυαλό της θόλωσε και η
καρδιά της σταμάτησε. Ο Κιμπτζαΐμ στη φαντασία της χαμογέλασε
πικραμένος, μα στα μάτια του υπήρχε βαθιά κατανόηση. Κούνησε το κεφάλι
του συγκαταβατικά και άνοιξε τα μπράτσα του προσκαλώντας τη. Η Βίτκε
αναστέναξε για τελευταία φορά και έτρεξε στην αγκαλιά των αγαπημένων της.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου