19 Ιουλ 2018

"Η ζωή μου ένα τραγούδι" από τον Ραφαήλ Παπαγερούδη (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)

(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)

Πήρα μια τελευταία ανάσα πριν ανέβω στη σκηνή... Δεν το πιστεύω ότι πέρασαν τόσα χρόνια από τότε που πάτησα για πρώτη φορά εδώ. Θέλοντας να μού φύγει το άγχος κοίταξα προσεκτικά το κοινό μήπως και δω τους γονείς μου, μήπως μου περάσει. Τότε ήταν που πρόσεξα στο κοινό τους παλιούς μου συμμαθητές από το λύκειο. Σαν ταινία πέρασε από μπροστά μου όλη μου η ζωή και τότε θυμήθηκα το λόγο που με έφερε σε αυτή τη σκηνή, το τραγούδι των γονιών μου.
Όταν ήμουν μικρή, πάντα ήμουν το κορίτσι που όλοι το κορόιδευαν επειδή ήταν διαφορετική από τους άλλους, επειδή είχε πιο σκούρο δέρμα. «Η μαμά σου θα πρέπει να αρνήθηκε την ώρα και τη στιγμή που σε γέννησε. Ίσως θα έπρεπε να σε είχαν δώσει για υιοθεσία». Όσο το θυμάμαι δακρύζω και πονάω. Καθόμουν ώρες στο δωμάτιό μου να κλαίω μη θέλοντας να δω κανέναν. Οι γονείς μου πάντα προσπαθούσαν να με καθησυχάσουν τραγουδώντας μου ένα νανούρισμα που μου έλεγαν μικρή και εγώ ξεχνώντας τον πόνο μου, τραγουδούσα μαζί τους με την όμορφη φωνή μου. Από αυτούς πήρα και το ταλέντο μου στο τραγούδι. Ήταν οι μόνοι άνθρωποι που με έκαναν να ηρεμώ και να ξεχνάω τον πόνο μου. Πάντα όμως ένα κορίτσι μου τον θύμιζε λέγοντας μου λόγια άσχημα που ακόμα τα θυμάμαι. Τόσο με πόνεσαν.... «Σιγά που είναι η Καλλιόπη καλή στο τραγούδι. Ακόμα και μια καρακάξα είναι καλύτερη στο τραγούδι από αυτήν την τιποτένια. Και σίγουρα η μαμά σου λέει ότι είσαι καλή μόνο και μόνο για να μη αρχίσεις τις κλάψες.» Αυτά τα λόγια και άλλα πολλά μού έλεγε κάθε φορά που κάποιος έλεγε ότι είμαι καλή στο τραγούδι.

Η παιδική μου ηλικία πέρασε πολύ δύσκολα, γεμάτη με κακία και φθόνο. Μόνο οι γονείς μου ήταν εκεί για να με παρηγορούν και να μου τραγουδούν. Πέρασα στο ίδιο λύκειο με αυτήν την κοπέλα. Οι πρώτες δύο χρονιές πέρασαν δύσκολα, μα η τρίτη τάξη ήταν η χειρότερη από όλες τις άλλες. Είχε πει σε όλους ψέματα για μένα και τότε όλοι με έκαναν κινούμενο στόχο. Πολλές φορές κλεινόμουν στις τουαλέτες του σχολείου και έκλαιγα ασταμάτητα. Πολλές φορές δεν πήγαινα και στο μάθημα μην τυχόν και δω τα μοχθηρά τους πρόσωπά να με κοιτάζουν. Μόνο μία φίλη είχα, την Άννα, που με υποστήριζε και από ότι μου είπε της είχαν πει ότι εγώ διαδίδω τα μυστικά της σε όλους, μα ήξερε ότι ποτέ δεν θα έκανα κάτι που θα την πλήγωνε και δεν τα πίστεψε. Ήξερα ότι μπορώ να την εμπιστεύομαι. Όταν ένιωθα λυπημένη, πάντα πήγαινα στην Άννα για να μού πει λόγια παρηγοριάς και αγάπης και μού απαλλήνει τον πόνο. Μακάρι εκείνη την ημέρα που την χρειάστηκα περισσότερο να ήταν εκεί να μού έλεγε τί να κάνω.
Εκείνη την μέρα πήγαν όλα πάνω κάτω. Δεν είχε έρθει η Άννα στο σχολείο και με έκανε να νιώθω αδύναμη και εκτεθειμένη στον κακό κόσμο. Ήταν η τέλεια στιγμή για να εκπληρωθούν τα μακροχρονα σχέδια που είχαν τώρα που το εμπόδιό τους, η Άννα, έλειπε. Παραδόξως, όλοι ήταν ευγενικοί μαζί μου, ακόμα και αυτή κοπέλα. Μου έλεγαν καλημέρα και πόσο όμορφη είμαι Για να πω την αλήθεια μου άρεσε αυτή η συμπεριφορά τους απέναντί μου και νόμιζα πως άλλαξαν, όμως έβγαλα γρήγορα συμπεράσματα. Καθώς πήγαινα στις τουαλέτες ήρθε και αυτή η κοπέλα μαζί μου και τότε ξεκίνησε το αληθινό μαρτύριο.
Μόλις μπήκα μέσα στις τουαλέτες, ήρθε μεσα και αυτή και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Τότε βγήκαν από τις τουαλέτες κάποια κορίτσια και άρχισαν όλες να με λούζουν με νερό και μαύρη μπογιά. Τους φώναζα να σταματήσουν, αλλά έκαναν σαν να μην άκουγαν. Μου έσκιζαν τα ρούχα μου και μού τραβούσαν τα μαλλιά. Πονούσα τόσο πολύ και τσίριζα, μα δεν είχε νόημα, καθώς δεν θα με άκουγε κανένας στην άλλη άκρη του σχολείου. Αυτές με έλεγαν «βλήμα, άσχημη, μαύρη» χωρίς να σταματούν ούτε για ένα λεπτό. Χωρίς έλεος με βαρούσαν και με άλοιφαν με την μπογιά. Όταν τελείωσαν μετά από μία βασανιστική αιωνιότητα, με παράτησαν εκεί σαν σκουπίδι, μες στο νερό και την μπογιά. Αφού μπόρεσα και σηκώθηκα, έφυγα τρέχοντας για το σπίτι μην μπορώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου στο δρόμο. Ευτυχώς οι γόνείς μου δεν ήταν εκεί να με δουν σε αυτό το χάλι. Τότε άφησα μια κραυγή θλίψης και τα δάκρυα έτρεξαν σαν ποτάμι.
Έκλαγα πολύ ώρα χωρίς σταματημό, μα μετά θυμήθηκα το μόνο πράγμα που με έκανε χαρούμενη, το τραγούδι των γονιών μου. Άρχιζα τότε να τραγουδάω όπως δεν είχα τραγουδήσει ποτέ μου. Η φωνή μου ήταν πιο βελούδινη, πιο δυνατή από κάθε άλλη φορά που είχα τραγουδήσει. Δεν ήξερα όμως ότι ο άνθρωπος που θα μου άλλαζε τη ζωή για πάντα και θα με έβγαζε από τη μιζέρια μου, περνούσε έξω από το σπίτι μου. Άκουσε το τραγούδι μου και μαγεύτηκε από τη φωνή μου. Μην μπορώντας να αντισταθεί ακολούθησε τη φωνή μου και έφτασε στην πόρτα του σπιτιού μου. Χτύπησε την πόρτα, την άνοιξα και τότε ήταν που ήθελα να σωριαστώ στο πάτωμα. Ο ίδιος ο Άγγελος, ο γνωστός τραγουδιστής, χτυπούσε την πόρτα μου.
«Μπορώ να περάσω;» με ρώτησε.
«Φυσικά, πέρασε.» Το ότι ήμουν αγχωμένη δεν μπορούσε να κρυβεί.
Καθήσαμε στον καναπέ και τότε άρχισε να μου μιλάει. Εγώ πάντως τσιμπούσα τον εαυτό μου μην τυχόν και είναι όνειρο, μα δεν ξυπνούσα. Ήξερα ότι ήταν αλήθεια.
«Ξέρεις, σε άκουσα να τραγουδάς και μπορώ να πω ότι έχεις μια πολύ καλή φωνή.»
«Αλήθεια;»
«Ναι και θα ήθελα να σου κάνω μια πρόταση δεσποινίς....»
«Καλλιόπη, αλλά τι είδους πρόταση;»
«Θέλω να τραγουδήσεις μαζί μου σε μια συναυλία που θα δώσω σε μία εβδομάδα.»
«Εγώ; Μαζί σου;» είπα μην μπορώντας να το συνειδητοποιήσω.
«Ναι και θα ήθελα, άμα δεχθείς, να τραγουδήσεις αυτό το τραγούδι που έλεγες πριν λίγο.»
«Φυσικά, πότε ξεκινάμε τις πρόβες;»
«Από αύριο. Θα κάνω κάθε μέρα πρόβες. Μπορείς να έρχεσαι κατά τις πέντε;»
«Φυσικά!»
«Τέλεια. Θα σε περιμένω για να κάνουμε πρόβες. Τα λέμε...Καλλιόπη.»
Όταν το είπα στους γονείς μου και στην Άννα –δεν μπορούσα φυσικά να μην της το πώ- δεν μπορούσαν να πιστέψουν στ’ αυτιά τους. Τα φιλιά και τα συγχαρητήρια δεν σταματούσαν. Δεν ξέρω πως άντεξα την επόμενη μέρα στο σχολείο τα λόγια των συμμαθητών μου. Ίσως η συντροφιά της Άννας με έκανε να αντέξω. Ήθελα να βροντοφωνάξω σε όλους ότι στην παράσταση που θα πήγαιναν όλοι, για να δουν τον Άγγελο, θα ήμουν και εγώ εκεί να τραγουδάω μαζί του, αλλά κρατήθηκα. Οι πρόβες πήγαν φανταστικά και η μέρα της παράστασης έφτασε γρήγορα χωρίς να το καταλάβω. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τη χαρά μου. Πήγα στο χώρο της συναυλίας και φόρεσα το μακρύ κόκκινο φόρεμα και τα μαύρα παπούτσια που μού έδωσαν να φορέσω. Ήμουν πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά.
«Είσαι έτοιμη κούκλα μου;» είπαν οι γονείς μου όταν με είδαν. «Πάντα ήμουν» απάντησα.
Έφτασε η ώρα να βγώ στη σκηνή. Τα ζητωκραυγήματα ήταν πολλά και δυνατά. Πήρα μια βαθιά ανάσα και βγήκα στη σκηνή όταν ο Άγγελος είπε το όνομά μου. Όλοι σώπασαν όταν με είδαν να τραγουδάω το τραγούδι των γονιών μου. Όλοι βούρκωσαν από τη φωνή μου, μα πιο πολύ οι γονείς μου και η φίλη μου, η Άννα. Όταν τελείωσα, τα χειροκροτήματα δεν σταμάτησαν. Αφού ευχαρίστησα το κοινό που με άκουσε, αρχίσαμε με τον Άγγελο να τραγουδάμε κάποια από τα τραγούδια του μαζί.
Μετά από δύο ώρες τραγουδιού, πήγα πίσω στο καμαρίνι μου να ξεκουραστώ. Δεν πέρασε και πολύ ώρα και εμφανίστηκε αυτό το κορίτσι που με κορόιδευε. Έπεσε στα πόδια μου και έκλαιγε, παρακαλώντας με να τη συγχωρήσω για ό,τι έκανα. Τότε την κοίταξα με αγάπη στα μάτια και της είπα «Σε έχω ήδη συγχωρήσει». Με κοίταξε με περιέργεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.»Μα πώς;» ρώτησε. Πώς θα μπορούσα να τη συγχωρήσω μετά από όσα μού έκανε, θα αναρωτιόταν κάποιος, μα το έκανα. «Κατάλαβα ότι άμα δεν ήσουν εσύ να με κοροιδεύεις για τη φωνή μου, δεν θα εξασκούμουν περισσότερο για να γίνω καλύτερη τραγουδίστρια. Μπορεί ό,τι έκανες να ήταν σκληρό και απάνθρωπο, μα σε έχω συγχωρήσει.» Τότε το θλιμένο πρόσωπό της γέμισε χαρά και μου είπε: «Τότε θα μπορούσα να έχω ένα αυτόγραφο...Καλλιόπη;» ήταν η πρώτη φορά που έλεγε το όνομά μου και όχι κάποιο άσχημο παρατσούκλι. «Φυσικά και μπορείς.»
Από εκεί και πέρα η ζωή μου άλλαξε προς το καλύτερο. Τα παιδιά στο σχολείο δεν μού μιλούσαν άσχημα και μού φέρονταν ευγενικά. Κάθε φορά που έκανα μια συναυλία με τον Άγγελο, πάντα έδινα ελεύθερη είσοδο στους γονείς μου και στην Άννα για την πολύτιμη βοήθειά που μού έδιναν όλα αυτά τα χρόνια. Τα χρόνια πέρασαν και η φήμη μου μεγάλωνε, μα ποτέ δεν ξέχασα αυτά τα τρία πρόσωπα. Απ’ ότι φαίνεται όλη αυτή η ιστορία μού έμαθε ότι θα πρέπει να είμαι δυνατή και να μην τα παρατάω σε όποια δυσκολία και αν προκύψει. Μου έμαθε ότι δεν πρέπει να σταματήσω ποτέ να πιστεύω ότι τα πράγματα θα αλλάξουν προς το καλύτερο. Μα τώρα πια δεν θα σταματήσω ποτέ, γιατί ξέρω ότι πάντα θα έχω δυό γονείς και μία καλή φίλη για στήριγμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου