20 Ιουλ 2018

"Το κυνηγητό του Ήλιου" από τη Λένα Μαυρουδή Μούλιου (6ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζά)

(Συμμετέχει στο 2ο σκέλος του Διαγωνισμού της ψηφοφορίας των αναγνωστών...Ψηφίστε εδώ!!!)


    Αν μπορεί κάποιος, ας μου εξηγήσει τον παρακαλώ πολύ, το φαινόμενο που θα περιγράψω κατωτέρω, γιατί εγώ ειλικρινά τα ‘χω παίξει μαζί του, με ξεπερνάει και του αποδίδω μεταφυσικές διαστάσεις.
    Εδώ και κάτι χρόνια και καιρούς βρίσκομαι στην Μεγάλη Βρετανία –όχι το ξενοδοχείο του Συντάγματος –όπου σπούδαζα, όπου τελείωσα τις σπουδές μου και όπου εργάζομαι και αμείβομαι ικανοποιητικά μπορώ να πω.
     Δεν ξέρω πώς αισθάνονται ο άλλοι συμπατριώτες μου που έχουν την Αγγλία σαν δεύτερη Πατρίδα τους, αλλά εγώ δεν λέω να την συνηθίσω και      ειδικά το απαίσιο κλίμα της. Αυτή η βροχή που δεν λέει να σταματήσει, με το αλεξιβρόχιο να είναι το απαραίτητο αξεσουάρ της καθημερινής σου αμφίεσης και κακό του κεφαλιού σου αν δεν το υιοθετήσεις. ΚΑΙ όταν θυμηθεί ο ήλιος να ξεμυτίσει από τα άδυτα των μαύρων σύννεφων, θα γιορταστεί από τους ημεδαπούς και αλλοδαπούς κατοίκους με τις κατάλληλες εξόδους για πικ νικ στα πάρκα και τις πλατείες.
    Μια από τις σπάνιες αυτές φορές, κάνω κι εγώ το ίδιο, έχοντας ζητήσει από τον εργοδότη μου μια τριήμερη άδεια που την δικαιούμαι, για να βγω με το ενθουσιώδες πλήθος να απολαύσω την θεόσταλτη και ακριβοθώρητη λιακάδα.

     Παίρνω από βραδύς τα αντηλιακά μου ετοιμάζω αρκετά σάντουιτς και ένα τερμός με καφέ ντεκαφεϊνέ - γιατί δεν λογιέται πικ νικ χωρίς φαγώσιμα - και πέφτω νωρίς να κοιμηθώ για να σηκωθώ πολύ πρωί, μη χάσω ούτε μία χρυσή ηλιαχτίδα από τον ζωογόνο  φίλο μου, από την ανατολή του μέχρι που θα δύσει πίσω από τον ορίζοντα, γιατί βουνά αυτή η χώρα δεν έχει να κρυφτεί πίσω τους.
    Σηκώνομαι με το ξυπνητήρι. Είναι ακόμη σκοτεινά. Μόλις χάραξε. Περίεργο όμως. Η ώρα περνά, μα το σκοτάδι δεν λέει να ανοίξει. Με ζώνουν τα φίδια. Λες να μού την έκανε πάλι ο ήλιος και να εξαφανίστηκε κατά την προσφιλή του συνήθεια μετά από ένα ξεσάλωμά του τριών συναπτών ημερών; Δυστυχώς αυτό ακριβώς είχε συμβεί και άσε εμένα να κατεβάζω καντήλια για την ατυχία μου και τις χαμένες προσδοκίες μου. Θαρρείς και εκδικείται μόνον εμένα που όντας στην Ελλάδα δεν του έδινα την προσήκουσα σημασία και τον θεωρούσα σαν δεδομένο.
    Δεν ντρέπομαι να το πω, με έπιασαν τα κλάματα. Όχι πως με αυτό μου τo  ξέσπασμα θα άλλαζε και κάτι. αλλά ήταν ένα ξαλάφρωμα για το χαμένο τριήμερο που θα  περνούσα ασφαλώς, κλεισμένος στ άχαρο σπίτι μου, παρέα με τον γάτο μου.
    Το σύμπαν μούλιασε από μια απαίσια βροχή που δεν το ‘χε σκοπό να σταματήσει. Ξεχείλισαν ποτάμια, εκκενώθηκαν περιοχές και η Χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Το μόνο που με παρηγορούσε, ήταν η προοπτική της πενθήμερης άδειας που θα έπαιρνα την μεθεπόμενη εβδομάδα που θα την περνούσα στην ευλογημένη δική μου χώρα, που όλα τα φυσικά φαινόμενα εξελίσσονται με ρέγουλα, όχι τούτες εδώ οι υπερβολές.
    Έτσι πέρασαν οι τρείς χαμένες μέρες της άδειας μου, και επέστρεψα στην δουλειά μες την κακή μουρτζούφλα.
    Οκτώ το πρωί στο γραφείο και είναι σκοτάδι που δεν προμήναγε καλά. Μα εκεί κατά τις δέκα, βλέπω από το παράθυρο, να λάμπει ένας υπέρλαμπρος ξανθός ήλιος. Α, αυτό είναι όλως διόλου άδικο.
’’ Θεέ Απόλλωνα, αλλιώς σε νόμιζα, αλλιώς σε πίστευα και αλλιώς σε λάτρευα, ξεχωρίζοντάς σε από το δωδεκάθεο. Τέτοια παιχνίδια μη μου τα παίζεις…
   Καλάαααα. Πού θα μού πας; Σε λίγες ημέρες δεν θα πάω πατρίδα μεριά; Εκεί, τούτα τα χαζά παιχνίδια δεν τα παίζεις δεν σε παίρνει…’’ μoυρμουρίζω κατά πώς φαίνεται δυνατά, γιατί ακούω τον Tζόννυ να με ρωτά:
«Τι έγινε ρε μαλάκα – όπως τ’ ακούτε – άρχισες τώρα να μιλάς και μόνος σου; Πάς καλά αγόρι μου;»
   
    Και οι μέρες κυλούν αργά και βασανιστικά, με ‘μένα κλεισμένο σε ένα άχαρο γραφείο ήλιο να βλέπω και ήλιο να μην νιώθω, αφού ούτε για τυρόπιτα δεν προλαβαίνω να βγω να πάρω, λόγω φόρτου δουλειάς. Μετρώ τις μέρες μία μία σαν τις χάντρες στο μπεγλέρι του μάγκα και αυτές θαρρείς και το κάνουν επίτηδες ΔΕΝ ΠΕΡΝΟΥΝ οι άτιμες.
    Και έρχεται η μεγάλη στιγμή, με την πρώτη κεραμίδα να πίπτει επί της άμοιρης κεφαλής άμα τη αναχωρήσει μου. Το αεροπλάνο κάνει να τροχοδρομήσει, εγώ κάνω τον σταυρό μου( μετά τα τόσα και τόσα ταξίδια μου δεν λέω να αποβάλω τον φόβο μου για το ατσάλινο πουλί). Μα ξαφνικά σταματά και ακινητοποιείται.
   « Τι έγινε παιδιά βλάβη;» Ρωτώ χαζά την πανέμορφη hostess.
«Ω μα όχι κύριε. Ένα αλλόκοτο και ακραίο καιρικό φαινόμενο που δεν λέει να καταλαγιάσει  πάνω από το αεροδρόμιο της Αθήνας, δεν μας επιτρέπει την προσγείωση προς το παρόν. Συνήθως αυτά τα καιρικά δεν κρατούν πολύ, θα περιμένουμε».
«Πώς είπατε μαντάμ; Καταρρακτώδεις βροχές στην δικιά μου Αθήνα Ιούλιο μήνα με τον ήλιο στην Αγγλία να τον βλέπω να λάμπει με όλη του την Μεγαλοπρέπεια στον ουρανό; Μουρλάθηκες Απόλλωνα;
Παρακαλώ ανοίξτε μου να κατέβω…»
«Μα τι λέτε καλέ μου κύριε; Δεν γίνονται τέτοια πράγματα ηρεμίστε.  Έως ότου φτάσουμε στην Ελλάδα όλα θα είναι ΟΚ. Αν μού επιτρέπετε, είναι η πρώτη σας φορά με αεροπλάνο;»
«Η εκατοστή πρώτη, όμορφή μου κυρία, αλλά αυτό δεν έχει πιστέψτε με καμία διαφορά, το πρόβλημά μου είναι άλλο. Με τον καιρό τα έχω»…
«Με τη Φύση καλέ μου επιβάτη ποιος τα βάζει; ΚΑΝΕΙΣ».
«Και αν έχετε την καλοσύνη μού λέτε σαν τι μαντεύει η meteo για το τι μέλλει γενέσθαι με τον καιρό  της Αθήνας;»
«Καιρός νεφελώδης με τοπικές βροχές και πιθανόν καταιγίδες για όλο το προσεχές επταήμερο»!!!
Όσο δηλαδή περίπου η εν Αθήναις παραμονή μου. Και σαν να μού φάνηκε ότι μια χρυσή ηλιαχτίδα που είχε σκαλώσει  στο φτερό του αεροπλάνου, μού ψιθύρισε στ’ αυτί: ’’Να μάθεις  να μην τα βάζεις με καμιά Θεότητα, αρχαία ή νέα…’’
  ‘’ ΩΧ όχι Θεέ μου, μη μου το κάνεις αυτό δεν θα το αντέξω…’’
Με έπιασε ένα βουβό εσωτερικό κλάμα. Προσπαθούσα να κρύψω την αλμύρα που ανάβλυζε από την άκρη των ματιών μου κοιτώντας έξω από το παράθυρο τον ήλιο να λάμπει  κοροϊδευτικά και τον μίσησα πραγματικά. Μια εκρηκτική μίξη μίσους και λατρείας που δεν την είχα νιώσει άλλη φορά. Εγώ να τον συναντήσω πήγαινα και αυτός έμεινε πίσω μου χωρίς να με παίρνει  το κατόπιν που λένε.
    Φανταζόμουν το πλήθος των ανθρώπων να έχει ξεχυθεί όπως είπα σε πλατείες και πάρκα και μάτωνε η καρδιά μου.

    Κάποια στιγμή απογειωθήκαμε.
    Κακώς κάκιστα. Κινδυνέψαμε τόσο, αφού μετά βίας προσγειωθήκαμε στο Ελ. Βενιζέλος. Τα ΚΑΥΣΙΜΑ ΕΙΧΑΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ. Και περιμένουμε να ανοίξουν οι πόρτες και να βγούμε να αναπνεύσουμε την όποια φυσική ατμόσφαιρα του ελληνικού αεροδρομίου μουλιασμένη ή απλά βρεγμένη. Μα οι πόρτες δεν ανοίγουν.
«Και τι κάνουμε τώρα αγαπητή μας hostess
«Κάνουμε υπομονή…»
«Κι’ άλλη; Πόση ακόμα;»
Και ακούμε με κατάπληξη στις ειδήσεις να λέει ο news caster, ότι τέτοια νεροποντή μόνον με εκείνη του Νώε μπορούσε να συγκριθεί. Ο Μαραθώνας ξεχείλισε και ως και η θάλασσα χωρίς να συντρέχει τσουνάμι βγήκε στην ξηρά και κατέκλυσε παραλίες και ακτές εξαφανίζοντάς τις, ευτυχώς χωρίς τους λουόμενους παραθεριστές!
    Κάποτε σταμάτησε το οξύ καιρικό φαινόμενο και από τα παράθυρο θαυμάσαμε ένα υπέροχο, Ουράνιο τόξο, που η καμπυλωτή επτάχρωμη  κορδέλα με τις επιμέρους αποχρώσεις της, στεφάνωνε την πίστα του αεροδρομίου από την μια έως την άλλη του άκρη, γεμίζοντας τον κόσμο με ευχάριστα συναισθήματα. Το θεωρήσαμε σαν καλωσόρισμα στην Πατρίδα. Σαν μία  ευχάριστη ανταμοιβή και ίσως συγγνώμη, για την κακοκαιρία που δεν ήταν κάτι το σύνηθες στην λατρεμένη τούτη χώρα.
    Να μην τα πολυλογώ πέντε ημέρες που έμεινα στην Αθήνα δεν μπόρεσα να βγω για περίπατο τουλάχιστον, από το σπίτι μου. Χειρότερα και από την γηραιά Αλβιόνα. Και ήταν Ιούλιος και δεν έμεινε λέει στα δέντρα καρπός και λουλούδι στους κήπους. Το χειρότερο καλοκαίρι μακράν, όλων των καταγεγραμμένων τουλάχιστον, εποχών.
    Εξυπακούεται ότι μέχρι που ξαναμπήκα στο αεροπλάνο της επιστροφής δεν με ακούμπησε ούτε υπόνοια ηλιαχτίδας. Και ευχόμουν να το δω αυτό να γίνεται, έστω στην πατρίδα του γκρίζου.
    Μα στο  ΧΊΘΡΟΟΥ σαν φτάσαμε μας περίμεναν τα ίδια με αυτά της Αθήνας. Φαίνεται ότι φεύγοντας από εκεί, μας πήρε το κατόπιν η κακοκαιρία και περίμενε προσπερνώντας μας, από ώρα, να μας …υποδεχτεί.
    Και πέστε μου να μην το εκλάβω ότι ο SIR SUN είχε προηγούμενα μαζί μου;
Ηθικόν δίδαγμα:
Δεν πρόκειται να ξανά προγραμματίσω αποδράσεις με απώτερο σκοπό το κυνήγι του ήλιου και τούτο, για να μην προγραμματίσει και ο ίδιος το δικό μου κυνηγητό. Η μόνη λύση για να του τη σκάσω…
    Άλλη λύση δεν βλέπω παιδιά…
***
)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου